Αν θυμηθείς την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, θα είναι μια Πόλη, αν την θυμηθείς στη Ρώμη, θα είναι άλλη Πόλη.

Στην τεράστια πόλη που χτίστηκε σε τρεις θάλασσες και πίσω από τους τέσσερις ανέμους, σε δυο στεριές και κάτω από το πράσινο κρύσταλλο του Βοσπόρου, εγκαταστάθηκαν στην αρχή του φθινοπώρου.

Οι νύχτες αναποδογυρίζονταν σαν κάλτσες στο σπίτι τους πάνω στο νερό, στο σπίτι που μετρούσε καράβια και ανέμους, καθώς εκείνοι κατέβαιναν στην όχθη να αγοράσουν αρωματικά λάδια.

Στην Ιερισένα άρεσε αυτό πάρα πολύ, κι έτσι, όποτε ευκαιρούσαν, πήγαιναν σ’ ένα μικρό μαγαζάκι στην καρδιά του Μισίρ-τσαρσί, που έβλεπε στον Κεράτιο Κόλπο, για να πιουν λευκό τσάι με χασίσι και να δουν τα παιδιά να ψαρεύουν χωρίς δόλωμα.

Σ’ εκείνο το μέρος, υπήρχαν τόσα ψάρια που έφθανε να ρίξουν το αγκίστρι τους για να βγάλουν λεία.

Στο μαγαζί αυτό συνάντησαν έναν παράξενο ανθρωπάκο με σκοινί αντί για κολάρο στο πουκάμισό του, που τους είπαν πως είχε σέρβικο αίμα, αλλά τούρκικη θρησκεία.

Αυτός ο άνθρωπος κατέβαινε μία φορά τον μήνα από το Καπαλί-τσαρσί ως τον Κεράτιο και περνούσε από το μαγαζί για να αγοράσει αρώματα. Με τον πωλητή συζητούσαν μονίμως τα ίδια πράγματα, σαν να επαναλάμβαναν κάποια προσευχή.

[…]

Παντρεύτηκαν την Κυριακή της Αγίας Τριάδος, τη στιγμή που αγαπιούνταν όσο ποτέ πριν.

Η Ιερισένα Όπουγιτς πήγαινε συχνά τον άνδρα της έως τον ναό της Σοφίας που, υπό τον τούρκικο ζυγό, δεν ήταν πια εκκλησία αλλά ούτε και τζαμί.

Έμπαιναν στην πελώρια βαριά σκιά της εκκλησίας, που, σε σύγκριση με τον ναό, ήταν ό,τι κι ο θάνατος σε σύγκριση με τον ύπνο.

Εκεί, στην εκκλησία, παραμόνευε ένας ψηλός κίονας με μια μπρούντζινη ασπίδα καρφωμένη στην πέτρα.

Στην ασπίδα υπήρχε ένα άνοιγμα όπου βάζει κανείς τον αντίχειρά του, ενώ με την παλάμη διαγράφει έναν κύκλο γύρω από το δάχτυλο στην τρύπα και κάνει μιαν ευχή.

Αλλά ο Θεός, σ’ εκείνους που αγαπάει, χαρίζει τη μεγαλύτερη ευτυχία και τη μεγαλύτερη δυστυχία συνάμα.

Γι’ αυτόν το λόγο, ο Σωφρόνιος δεν τολμούσε να μπει μέσα.

Καθισμένος όμως στη σκιά εκείνου του τεράστιου κτίσματος, αισθανόταν πως ο ναός είχε ακόμα μία σκιά.

Κάτω από τα θεμέλιά του άνοιγαν, στα σπλάχνα της γης, τρούλοι, χώροι για ψάλτες και κίονες διαγώνιοι, πέτρινες επιφάνειες που οδηγούσαν στο βάθος, προς τα υπόγεια νερά του Βοσπόρου και προς το γλυκό νερό της στεριάς, καθρεφτίζοντας τον ναό από πάνω τους, όπως ο απόηχος μιμείται τη λέξη.

Αυτό το υπόγειο περίγραμμα αποτελούνταν από ήχους, αλλά και από στέρεα υλικά, όπως και όσα υπήρχαν πάνω του.

Όχι μόνο στο νερό, η Αγία Σοφία καθρεφτιζόταν και στο εσωτερικό της Γης.

Αλλά μέσα στη Γη καθρεφτιζόταν κι ο ουρανός από πάνω της.

Ξαφνικά, ο Σωφρόνιος άρχισε, εκεί, κάτω από τη σκιά της Αγίας Σοφίας, να παρακολουθεί την κίνηση των υπόγειων μεταλλικών γαλαξιών, οι οποίοι ήταν αλάνθαστα συνδεδεμένοι, όπως ο απόηχος με τον ήχο, με τους ουράνιους γαλαξίες των αστεριών, ξεχώριζε πεντακάθαρα κάτω από τον φλοιό της Γης τις κινήσεις του Καρκίνου, του Ζυγού, του Λέοντα ή της Παρθένου.

Γινόταν αστρολόγος της υπόγειας ζώνης του ζωδιακού κύκλου.

Αλλά ένιωθε πως η λαχτάρα του, ή η πείνα του, που τον έσπρωχναν προς όλα αυτά, ήταν απλώς μαθητεία και προετοιμασία για κάποιον πλήρη χορτασμό και για μιαν αιώνια εκπλήρωση της επιθυμίας.

Και δεν τολμούσε να μπει στον ναό.

«Η σκέψη σου είναι κερί με το οποίο μπορείς να ανάψεις κάποιο ξένο κερί, πρέπει όμως να έχεις φωτιά», σκεφτόταν ο Σωφρόνιος.

Η δική του φωτιά βρισκόταν όμως κάτω από τη γη.

Έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου, μια μέρα, ο έμπορος τους προσκάλεσε ξανά για τσάι.

Είχε αποκτήσει εκείνο που ήθελε από καιρό να τους δείξει.

Όταν κατέβηκαν στο μαγαζί του, βρήκαν και τον ανθρωπάκο με το σκοινί γύρω από το λαιμό του.

Μύριζε έβενο κι ο πωλητής τους ψιθύρισε πως έτσι μύριζε ο ιδρώτας του γέρου.

—Ιδρώνουν τ’ αυτιά του. Μόνο που ο ιδρώτας του είναι τουλάχιστον ενάμιση αιώνα, πρόσθεσε ο πωλητής, γέλασε, και βγάζοντας από το σαρίκι στην παλάμη του ένα νόμισμα, τους το έδειξε.

—Λεφτά σφυρηλατημένα στην κόλαση, είπε ψιθυριστά, ενώ το νόμισμα έλαμψε σαν να απαντούσε σ’ αυτά τα λόγια.

Ο έμπορος τότε σήκωσε κάτω από τον πάγκο και έβαλε μπροστά τους έναν κάδο με νερό και ζήτησε από την Ιερισένα να ρίξει το νόμισμα στο νερό.

Το νόμισμα δεν εννοούσε να βουλιάξει.

Αυτό εντυπωσίασε την Ιερισένα, αλλά ο Σωφρόνιος, κουβαλώντας τη σκιά της Αγίας Σοφίας μέσα του, αισθάνθηκε πως το νόμισμα το είχαν χύσει από μείγμα μπρούντζου, ασημιού και γυαλιού, μολονότι το έβλεπε πρώτη φορά.

Κι όντως, όταν το έβαλε στο στόμα, άκουσε μέσα του το βουητό του ασημένιου ορυκτού και την κρυστάλλινη φωνή του γυαλιού που είχε φτιαχτεί σε υπόγεια φωτιά.

Αλλά πιο δυνατά από αυτό το βουητό άκουσε κάτι που έμοιαζε με τον ήχο της χάλκινης σάλπιγγας.

—Υπάρχουν άλλα δύο τέτοια νομίσματα, ακούστηκε εκείνη τη στιγμή ο χτίστης, που παρακολουθούσε όλα όσα συνέβαιναν.

—Μ’ αυτό αγοράζεις το αύριο, με τα άλλα δύο το σήμερα και το χθες, είπε απευθυνόμενος στον Σωφρόνιο.

Στην Ιερισένα φάνηκε πως ο χτίστης κι ο Σωφρόνιος δεν συναντιούνταν πρώτη φορά, πως γνωρίζονταν από παλιά και πως μεταξύ τους υπήρχε κάτι σαν συμφωνία να συναντιούνται ακριβώς εκεί, στο Μισίρ-τσαρσί.

Επιβεβαιώνοντας, λες, αυτές τις σκέψεις, ο νεαρός Όπουγιτς πλήρωσε σιωπηλά για το νόμισμα.

Και την επομένη πήγε κατευθείαν στην Αγία Σοφία.

Μόλις μπήκε στον ναό, ένιωσε χαμένος, σαν να βρισκόταν σε κάποια τεράστια πλατεία, που για την ακρίβεια ήταν μια εκκλησία κάτω από τον τρούλο.

Μέσα της βασίλευε απόλυτο σκοτάδι, μόνον από τις τεράστιες κλειδαρότρυπες βαρούσε το φως του ήλιου.

Το βλέμμα του πέρασε πάνω απ’ όλους τους κίονες του ναού, πουθενά όμως δεν είδε την μπρούντζινη ασπίδα.

Μόνο σε μια κολόνα έλαμπε μια ηλιαχτίδα σε ύψος ανθρώπου.

Όταν πλησίασε, κάτω από αυτή την ηλιαχτίδα ανακάλυψε την ασπίδα και την τρύπα μέσα της.

Έβαλε τον αντίχειρά του, σαν στο άνοιγμα κάποιας τεράστιας μπρούντζινης σάλπιγγας, και διέγραψε έναν κύκλο ψιθυρίζοντας την επιθυμία του σαν όρκο.

Όμως τίποτε δεν συνέβη.

Μίλοραντ Πάβιτς, Τελευταία αγάπη στην Κωνσταντινούπολη, μτφ. Γκάγκα Ρόσιτς, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1997.