Ανάλυση: Γιατί η Τουρκία βάζει τώρα «φωτιά» στη Ανατολική Μεσόγειο
Η Τουρκία παίρνει την πρωτοβουλία να διαμορφώσει σκηνικό έντασης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, διαμορφώνοντας συνθήκη πίεσης προς την ελληνική πλευρά
Παρά τις υπερβολές και τις διάφορες φημολογίες που ήδη έχουν προλάβει να κάνουν το γύρο του ελληνικού διαδικτύου, είναι προφανές ότι η ανησυχία για τις τελευταίες τουρκικές κινήσεις είναι πραγματική και εμπεριέχει το φόβο για έναν ένταση με ορίζοντα κλιμάκωσης το θερμό επεισόδιο.
Κυρίως, όμως, η συγκυρία εμπεριέχει το στοιχείο αβεβαιότητας και ανησυχίας που δημιουργεί η διαφαινόμενη επιλογή της Τουρκίας να αντιμετωπίσει την προοπτική της όποιας διαπραγμάτευσης με την ελληνική πλευρά, όχι στο φόντο μιας κατεύθυνσης αποκλιμάκωσης της έντασης, αλλά πολύ περισσότερο της προσπάθειας διαμόρφωσης τετελεσμένων.
Την ίδια στιγμή η ελληνική πλευρά βρίσκεται αντιμέτωπη με τα όρια των όποιων διεθνών στηριγμάτων μπορεί να έχει ως προς τις θέσεις της, ιδίως σε σχέση με την αποτροπή ενός σκηνικού έντασης.
Τι σημαίνει επιλογή σεισμικών ερευνών
Η πραγματοποίηση ερευνών για πετρέλαιο περιλαμβάνει δύο φάσεις, τις σεισμικές έρευνες και τις δοκιμαστικές γεωτρήσεις.
Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι επειδή η υφαλοκρηπίδα είναι ένα κυριαρχικό δικαίωμα που υπάρχει εξ υπαρχής, έχει το δικαίωμα να αντιμετωπίσει ως αμφισβήτηση κυριαρχικού δικαιώματος όχι μόνο τις γεωτρήσεις, αλλά και τις σεισμικές έρευνες.
Σε όλες τις περιπτώσεις που η Τουρκία έχει δοκιμάσει να κάνει σχετικές έρευνες τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική πλευρά έχει απαντήσει. Σε άλλες περιπτώσεις αυτό πήρε τη μορφή μειζόνων κρίσεων, σε άλλες περιπτώσεις την μορφή της παρέμβασης του πολεμικού ναυτικού ώστε τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη να μην προσεγγίσουν ή την υφαλοκρηπίδα ή να μην μπορέσουν να κάνουν σεισμικές έρευνες.
Η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι πλέον η Τουρκία έχει προχωρήσει στην αμφισβητούμενη συμφωνία με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης για την οριοθέτηση ΑΟΖ και άρα υποστηρίζει ότι έχει αυτή κυριαρχικά δικαιώματα σε σημαντικό μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Αυτό διαμόρφωνε μια συνθήκη αναμονής για το πότε και με ποιον τρόπο η Τουρκία θα προσπαθούσε να δείξει ότι αυτή η οριοθέτηση δεν είναι κενό γράμμα και συμβολική κίνηση.
Αυτό εξηγεί την ανησυχία για την ανακοίνωση σεισμικών ερευνών. Αυτή η ανησυχία φαίνεται ότι έγινε μεγαλύτερη από το γεγονός ότι υπάρχει αυξημένη κινητικότητα και του τουρκικού Στόλου, στοιχείο που φαίνεται ότι κατεξοχήν ενεργοποίησε και κινητοποίησε την ελληνική κυβέρνηση.
Ο λόγος είναι ότι προφανώς εάν ένα υδρογραφικό κράτος κινηθεί στα όρια της ελληνική υφαλοκρηπίδας συνοδευόμενο από πολεμικά σκάφη, τότε η διαδικασία αποτροπής των σεισμικών ερευνών αποκτά τον επιπλέον κίνδυνο μιας συνολικότερης εμπλοκής και δυνητικά ενός θερμού επεισοδίου με απρόβλεπτες εξελίξεις.
Επιπροσθέτως, η ελληνική πλευρά δείχνει να ανησυχεί από το ενδεχόμενο η κίνηση αυτή να είναι προάγγελος μιας συνολικότερης έντασης με άνοιγμα και άλλων μετώπων. Σε αυτή την περίπτωση θα είχαμε μια κλιμάκωση της τουρκικής προσπάθειας και να δημιουργήσει τετελεσμένα αλλά και να πιέσει σε μια διαπραγμάτευση με τους δικούς της όρους.
Ο συσχετισμός στη Μεσόγειο και τα όρια των ελληνικών συμμαχιών
Τμήμα της ανησυχίας και δύο βασικές παράμετροι.
Η πρώτη είναι ότι η Τουρκία αυτή τη στιγμή αισθάνεται δικαιωμένη και άρα ενισχυμένη ως προς μια κρίσιμη επιλογή της, αυτή της εμπλοκής στη Λιβύη. Στη βορειοαφρικάνική χώρα αυτό που έμοιαζε να είναι ένα μεγάλο ρίσκο, εξελίχτηκε σε μια μερική τουλάχιστον κατοχύρωση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, αφού κατάφερε με την παρέμβασή της να τροποποιήσει το συσχετισμό υπέρ της κυβέρνησης της Τρίπολης, που όχι μόνο απέκρουσε την επίθεση Χαφτάρ αλλά διεκδικεί και την ανακατάληψη της Σύρτης, στηρίζοντας μάλιστα την πλευρά που έχει απέναντί της τη Ρωσία και άρα αποφεύγοντας μια προστριβή με την αμερικανική πλευρά.
Εάν προσθέσουμε σε αυτό και το γεγονός ότι προηγουμένως η Τουρκία είχε εξασφαλίσει την ανοχή ΗΠΑ και Ρωσίας για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας στη Συρία, μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί η κυβέρνηση Ερντογάν αισθάνεται ότι ο συσχετισμός ευνοεί μια κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή τη συγκυρία ο Ερντογάν προχώρησε στην υψηλού συμβολισμού κίνηση «θρησκευτικού πατριωτισμού» που αφορά τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Η άλλη είναι ότι οι ελληνικές συμμαχίες έχουν όρια. Προφανώς και μια σειρά από δυνάμεις έχουν επικρίνει τις επιθετικές και αναθεωρητικές κινήσεις της Άγκυρας. Αυτό αφορά τόσο ευρωπαϊκές δυνάμεις όσο και εν μέρει την αμερικανική διπλωματία, όπως και τις χώρες που είναι αντίθετες στην προσπάθεια της Τουρκίας να αναβαθμιστεί στην περιοχή μέσω τα εμπλοκής της στο λιβυκό εμφύλιο πόλεμο.
Όμως, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό διαμορφώνει ένα ισχυρό αποτρεπτικό μπλοκ κατά των τουρκικών κινήσεων, ιδίως από της στιγμή που ορισμένες από αυτές τις δυνάμεις δεν επιθυμούν μια συνολική ρήξη με την Τουρκία.
Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Εδώ δεν έχουμε μόνο τα εμφανή όρια ως προς την άσκηση πίεσης (ιδίως από τη στιγμή που η ευρωπαϊκή πολιτική για το προσφυγικό έχει ως κεντρικό άξονα την «Κοινή Δήλωση» ΕΕ και Τουρκίας), ή τη μειωμένη βαρύτητα ενός σχηματισμού που χρειάστηκε 5 μέρες για να συμφωνήσει σε ένα πλαίσιο επειγόντων οικονομικών μέτρων για την κρίση, αλλά και τις αποκλίνουσες απόψεις, όπως αποτυπώνονται εκτός των άλλων και στην επιλογή της Γαλλίας να υψώσει τόνους κατά της Τουρκίας σε αντιδιαστολή με την επιθυμία της Γερμανίας να έχει έναν πιο διαμεσολαβητικό ρόλο.
Το αχαρτογράφητο έδαφος των εντάσεων στη διαδρομή για τη διαπραγμάτευση
Η ελληνική πλευρά έχει να αντιμετωπίσει στην πραγματικότητα ένα αχαρτογράφητο έδαφος.
Παρότι είναι σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση προκρίνει τη διατήρηση διαύλων επικοινωνίας και την προοπτική της διαπραγμάτευσης, αποφεύγοντας, τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων μια στρατηγική που κυρίως θα επένδυε στην απομόνωση της Τουρκίας. Επίσης έχει γίνει σαφές θα ήθελε να αποφύγει ένα θερμό επεισόδιο θεωρώντας ότι αυτό θα διαμόρφωνε αρνητικό προηγούμενο για τη διαπραγμάτευση, πέραν του ευρύτερου αρνητικού αντίκτυπου που θα είχε.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με έναν τρόπο και η Τουρκία προφανώς και γνωρίζει ότι δεν θα μπορέσει να επιβάλει τις απόψεις της manu militari και ότι αντιλαμβάνεται την ανάγκη εν τέλει διαπραγμάτευσης. Μάλιστα, ακόμη και οι πιο επιθετικές της ενέργειες θα φάνταζαν ως άσκηση πίεσης για αυτή τη διαπραγμάτευση.
Όμως, το πρόβλημα είναι η Τουρκία δείχνει πλέον να κινείται πέραν ενός ορισμένου ορίου επιθετικότητας με ορίζοντα μια διαπραγμάτευση εντός ενός εύλογου πλαισίου συμβιβασμού. Η στάση της έχει αρχίσει να αποκτά έναν συνολικότερο «αναθεωρητικό» χαρακτήρα ως εάν η αναβάθμισή της σε «περιφερειακή δύναμη» να συνεπάγεται και συνολικότερη αλλαγή κλίμακας ως προς τι μπορεί να απαιτεί και να θεωρεί αυτονόητο.
Αυτό διαμορφώνει ένα διπλό πρόβλημα για την ελληνική πλευρά. Από τη μια, μια δυσκολία διαμόρφωσης ενός κοινού πλαισίου διαπραγμάτευσης καθώς η Τουρκία εμφανώς δείχνει να ζητάει πολύ περισσότερα από τις όποιες παραχωρήσεις έστω και σιωπηρά έχουν παραδεχτεί οι ελληνικές κυβερνήσεις ότι θα συνεπαγόταν μια διαπραγμάτευση (από τα θέματα της ΑΟΖ του Καστελόριζου έως την απεμπόληση των 12 νμ στο Αιγαίο). Από την άλλη, μια αυξημένη ετοιμότητα της Τουρκία να υπερβεί όρια στην προσπάθειά της να ασκήσει πίεση, ακόμη και στα όρια μιας «θερμής» έντασης.
Σε αυτό το πεδίο η ελληνική πλευρά καλείται να διαχειριστεί – και να αποτρέψει – έναν νέο γύρο έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε ένα τοπίο με περισσότερες μεταβλητές ανοιχτές σε σχέση με παλαιότερα και το κυριότερο σε μια περίοδο όπου η γεωπολιτική ρευστότητα συναντά τις δυσκολίες της οικονομικής κρίσης.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις