«Προσεύχεσθε καμμιά φορά για τους γιατρούς»
Ενα ανέκδοτο κείμενο του Μάνου Ελευθερίου από το 2013 που δημοσιεύουν «ΤΑ ΝΕΑ», με αφορμή τα δύο χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου ποιητή, στιχουργού και πεζογράφου
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Δύο χρόνια χθες από τον θάνατο του Μάνου Ελευθερίου. Δύο χρόνια απουσίας, ένα κενό που, αντί με τον καιρό να καλύπτεται από τις επιστρώσεις της επικαιρότητας, βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Και όχι μόνο για τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, αυτούς που «ευλόγησε» με τη φιλία και τη συνεργασία του. Αλλά και για όλους αυτούς που συντρόφευσε με τους τραγουδισμένους στίχους του.
Τα ποιήματά του που έγιναν τραγούδια και κυκλοφόρησαν από το 1963 έως το 2013 περιλαμβάνει η έκδοση «Τα χρόνια και τα λόγια». Για όσους παραβρέθηκαν στην παρουσίαση αυτού του βιβλίου που έγινε στις 12 Δεκεμβρίου 2013, ο Μάνος Ελευθερίου έγραψε ένα κείμενο που δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Και λες ότι ανάμεσα στις αράδες του κρύβονται οι απαρχές των στίχων του. Η αδυσώπητη επαρχία, οι μοναχικοί άνθρωποι, τα στενεμένα όνειρα, τα «στεγνά» ζευγάρια, το κρύο στα Γιάννενα, εκεί όπου έκανε τη θητεία του. Το κείμενο αυτό παραχώρησε στα «ΝΕΑ» η αδελφή του Λιλή Ελευθερίου.
Αργά τη νύχτα όταν τελειώσουν οι νοσοκόμες τη βάρδια τους
Και περιμένουν εκείνες που θα πάρουν τη θέση τους.
Αργά τη νύχτα όταν οι άρρωστοι παρακαλούν να επιστρέψουν στο σπίτι τους.
(Προσεύχεσθε καμμιά φορά για τους αρρώστους, προσεύχεσθε καμμιά φορά για τους γιατρούς, τα άσπρα ράσα – τα γιατρουδάκια, τις νοσοκόμες και τους συγγενείς που τους παραστέκουν. Προσεύχεσθε για τη ζωή πάνω απ’ το χώμα.)
Αργά τη νύχτα όταν επιστρέφουν από τις ερημιές οι ταξιτζήδες με την ψυχή στο στόμα που γλίτωσαν το μαχαίρωμα από ψυχοπαθείς, από ληστές κι από τυραννισμένους ναρκομανείς.
Αργά τη νύχτα όταν κλείνουν τα πορνεία και γίνονται οι λογαριασμοί σε μαθητικά τετράδια: τόσα για νοίκι, τόσα για έξοδα και μισθούς, τόσα για σένα – για μένα τίποτα.
Αργά τη νύχτα, μετά την παράσταση, όταν τρέχουν οι γέροι ηθοποιοί ξεφυσώντας για να προλάβουν τα λεωφορεία.
Αργά τη νύχτα, πολύ αργά, όταν οι δικτάτορες δεν έχουν ύπνο και σε μια παράκρουση βλέπουν σε κάποιο δίσκο το κομμένο κεφάλι της Μαρίας Αντουανέτας να τους μιλάει στα γαλλικά και να τους εξιστορεί την ασυδοσία που επικρατεί στον Κάτω Κόσμο – Κι εκείνοι δεν καταλαβαίνουν παρά μόνο τα μισά απ’ όσα λέει, γιατί όταν ήταν μαθητές κορόιδευαν τις δασκάλες των γαλλικών και εν τούτοις περνούσαν τις τάξεις με μέσον και ξαφνικά –
ξαφνικά το χαλασμένο μάτι τους από έκρηξη παλιάς οβίδας γυαλίζει επικίνδυνα και γεμίζει δάκρυα ασημένια, βλέποντας σε μια εφημερίδα το σκίτσο της ημέρας. Να συλληφθεί αμέσως ο αλήτης, φωνάζει. Να συλληφθεί, να συλληφθεί αμέσως το καθοίκι, ο σκιτσογράφος –
και τι διάολο κάνουν τόσοι χαραμοφάηδες που τους ξεφεύγουν τέτοιες ντροπές, να συλληφθούν κι αυτοί μαζί κι αμέσως να περάσουν από λαϊκό δικαστήριο και να αποδοθεί δικαιοσύνη με συνοπτικές διαδικασίες, τα τσογλάνια, οι αλήτες.
Και το ταβάνι της κρεβατοκάμαρας σκίζεται στα τέσσερα και πέφτει λυσσασμένα κόκκινο χαλάζι στα παράθυρα, που είχε να βρέξει τριάντα χρόνια σ’ αυτή τη χώρα
και τρέχουν οι φρουροί πανικόβλητοι κυνηγώντας το τίποτα κι ακουμπάνε το αυτί τους στην πόρτα του μήπως κι ακούσουν έστω ένα όνομα.
Αργά τη νύχτα και αργά τις νύχτες όταν αρχίζει να πέφτει κι εδώ το ψιλό χιονόνερο, σαν ρύζι από μπαμπάκι, όπως πέφτει στα Γιάννενα επί μέρες.
Ενας ηλικιωμένος βιβλιοπώλης στην άγρια επαρχία του μόλις τέλειωσε εξουθενωμένος τους λογαριασμούς του και σέρνεται προς το σπίτι του πεινασμένος. Βιβλία δεν πουλιούνται πια. Κουράστηκε ο κόσμος. Κουράστηκε το έθνος.
Πρέπει ν’ αγοράσει ένα μηχάνημα και να βγάζει κι αυτός φωτοτυπίες, όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί του. Πώς δεν το αποφάσιζε τόσα χρόνια. Γιατί να μην πουλάει κι αυτός παιχνίδια και παραμύθια για τα παιδιά, όπως τόσοι άλλοι. Πώς δεν το σκέφτηκε.
Από αύριο, λοιπόν, από μεθαύριο κιόλας.
Να προλάβει μόνο, γιατί σε λίγο καιρό θα κοιμούνται οι πολίτες ευτυχισμένοι επιτέλους για πάντα σε τάφους ομαδικούς στους δημόσιους κήπους και σε χαντάκια, σκεπασμένοι πρόχειρα με πέτρες και κλαδιά.
(Αν επιζήσει σε ειρηνικούς καιρούς θα γράψει και αναμνήσεις. Απ’ τον καιρό που πήγαινε στο σχολείο και ξεκινούσε μικρό παιδί για να φθάσει μιάμιση ώρα ποδαρόδρομο μέσα στο χιόνι, κρατώντας κι ένα κούτσουρο για τη σόμπα της τάξης του. Ωσπου θα φτάσει και στη σημερινή κατάσταση της χώρας του. Θα αναλύσει πρώτα την παγκόσμια οικονομία των τελευταίων χρόνων και θα αναλύσει την παρακμή του έθνους των Ελλήνων αφήνοντας όμως πολλές ελπίδες και προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή. Θα διυλίσει κάθε πολιτικό περιστατικό της πατρίδας του. Μεγάλη επιτυχία. Η Ακαδημία Αθηνών θα τον βραβεύσει. Η γυναίκα του δίπλα του με το ωραίο μεταξωτό της φόρεμα και με γάντια και καπελάκι, όλα ραμμένα επιτούτου, θα αναστενάζει και θα ζει στιγμές ανάτασης.)
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις