Ανάλυση: Οι γεωπολιτικές ανατροπές, η «έξυπνη» Τουρκία και μια Ελλάδα που «ψάχνεται»
Η τρέχουσα ένταση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία δεν αποτελεί απλώς επανάληψη των προηγούμενων. Το διεθνές τοπίο έχει αλλάξει, η Τουρκία δείχνει να θέλει να το εκμεταλλευτεί και η Ελλάδα κινείται με βάση μια προηγούμενη κατάσταση
Οι ελληνοτουρκικές εντάσεις δείχνουν ενίοτε απλώς να επαναλαμβάνονται. Συχνά μάλιστα αντιμετωπίζουμε και τις δύο χώρες ως να έχουν μια συνεκτική διαχρονική πολιτική. Όμως, τόσο το πλαίσιο, όσο και το περιεχόμενο των συγκρούσεων έχει αλλάξει σημαντικά μέσα στις δεκαετίες που έχουν περάσει.
Και αυτό γιατί οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό εντός διπολικού κόσμου που εξελίχτηκε σε μονοπολικό με τις δύο χώρες να ανήκουν στο ίδιο πολιτικό και στρατιωτικό μπλοκ εξ αρχής. Υπενθυμίζουμε ότι και οι δύο χώρες μπήκαν στο ΝΑΤΟ στην ίδια εποχή και αντιμετωπίστηκαν από τις ΗΠΑ ως προκεχωρημένα φυλάκια του Ψυχρού Πολέμου. Στην μεν Ελλάδα αυτό είχε να κάνει με τον Εμφύλιο Πόλεμο και το γεγονός ότι συνόρευε με χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, στη δε Τουρκία επειδή η γεωγραφική της θέση την έκανε ένα κρίσιμο προγεφύρωμα και στρατηγικό σημείο ως προς την επιτήρηση της ΕΣΣΔ και ένα ανάχωμα στα φαινόμενα αντιιμπεριαλιστικού ριζοσπαστισμού στη Μέση Ανατολή.
Αυτό έδωσε ένα ιδιαίτερο στοιχείο στις ελληνοτουρκικές προστριβές: η αντιπαράθεση που άρχισε να κλιμακώνεται με αφορμή το Κυπριακό (με την Τουρκία να θεωρεί ότι δεν μπορούσε να ανεχθεί άλλη «απώλεια εθνικού χώρου) και αργότερα με την εκκίνηση των «αναθεωρητικών» διεκδικήσεων σε σχέση με τα διμερή θέματα στο Αιγαίο, ήταν η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο Νατοϊκές χώρες, με πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες που είχαν στενούς δεσμούς ιδίως με τις ΗΠΑ.
Αυτό διαμόρφωσε και ένα σχήμα, ειδικά για τις ελληνικές κυβερνήσεις, που θεωρούσε ότι το βασικό ήταν να εξασφαλιστεί η θετική υποστήριξη των ΗΠΑ, ώστε να μεσολαβήσουν και ρίχνοντας το βάρος τους να πιέσουν την τουρκική πλευρά προς την κατεύθυνση μιας μεσολάβησης.
Αυτό μάλιστα δημιούργησε και ένα ευρύτερο πολιτικό κλίμα όπου η κριτική σε αυτή την πολιτική ήταν ότι κατά βάση οι ΗΠΑ δεν θα εγκατέλειπαν ποτέ την Τουρκία ή ότι την ευνοούσαν περισσότερο, εξ ου και οι προτάσεις για αναζήτηση άλλων στηριγμάτων προς την πλευρά της ΕΣΣΔ ή/και των Αδεσμεύτων.
Αυτό το πλαίσιο επέτρεψε σε ορισμένες περιπτώσεις και στην ελληνική πλευρά να δείξει ότι μπορούσε να πάρει πρωτοβουλίες που να υπερβαίνουν τα παραδοσιακά πλαίσια. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η κρίση του Μαρτίου 1987, όταν η πρωτοβουλία της κυβέρνησης Παπανδρέου όχι μόνο να κλιμακώσει την αντιπαράθεση αλλά και να απευθυνθεί ευθέως σε χώρα του Συμφώνου της Βαρσοβίας, άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού αλλά και οδήγησε σε μια πρώτη επαναπροσέγγιση.
Η εποχή του μονοπολικού κόσμου
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η μετάβαση σε έναν –φαινομενικά τουλάχιστον– «μονοπολικό» κόσμο επίσης διαμόρφωσε ένα ιδιαίτερο τοπίο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Σε αυτό προστέθηκε και ένα κρίσιμο επιπλέον στοιχείο. Η πορεία διεύρυνσης της ΕΕ αποτέλεσε για μεγάλο διάστημα και μια στρατηγική επιλογή του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Για την ακρίβεια η εισδοχή στην ΕΕ φαινόταν να αποτελεί ταυτόχρονα αναγκαίο βήμα για την πρόσδεση σε μια διαδικασία που υποσχόταν ταχεία οικονομική ανάπτυξη και πρόσβαση σε μια μεγάλη αγορά, αλλά και επικύρωση διαδικασιών εκσυγχρονισμού, εξευρωπαϊσμού και εκδημοκρατισμού.
Στην περίοδο αυτή δεν υποχώρησαν οι εντάσεις. Το 1996 οι δύο χώρες έφτασαν στο παραπέντε μιας ένοπλης σύγκρουση που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες, με αφορμή την κρίση στα Ίμια.
Όμως, σε εκείνη την περίπτωση και οι δύο χώρες αποδέχονταν ότι ένας τρόπος να επιλυθεί μια ένταση ήταν να υπάρξει μια παρέμβαση ιδίως του αμερικανικού παράγοντα και αυτό να αποτελέσει την αφετηρία για ένα νέο σημείο ισορροπίας. Δεν είναι τυχαίο επομένως που η συγκεκριμένη κρίση έληξε ύστερα από αμερικανική παρέμβαση και το περίφημο τηλέφωνο του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ που όρισε ως συμφωνία το “no troops, no ships, no flags.”
Την ίδια στιγμή η πραγματική επιθυμία της Τουρκίας να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμόρφωνε ένα πεδίο πάνω στο οποίο μπορούσαν να ασκηθούν πιέσεις για μια εκδοχή επίλυσης των διμερών διαφορών. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι η εποχή ανάμεσα στη Συμφωνία του Ελσίνκι του 1999 και το 2004 όπου θα υπάρξουν εκτεταμένες διαπραγματεύσεις για επίλυση σημαντικού μέρος των διαφορών, με την τουρκική ηγεσία να θεωρεί ότι μπορούσε να κάνει υποχωρήσεις για να εξασφαλίσει την ενταξιακή διαδικασία. Τότε ήταν και το κοντινότερο που φτάσαμε στην υπογραφή συνυποσχετικού για παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στη Χάγη.
Ωστόσο, η ενταξιακή διαδικασία θα μπλοκαριστεί σχεδόν εξαρχής καθώς μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες θα εκτιμήσουν ότι η ΕΕ δεν μπορεί να διευρυνθεί με μια τόσο μεγάλη μουσουλμανική χώρα, ενώ θα έρθει και απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Ούτως ή άλλως, οι κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή θα θεωρήσουν ότι δεν είχαν ωριμάσει τα πράγματα και θα κινηθούν (όπως και στο Μακεδονικό) με μια τακτική που ουσιαστικά επιβράδυνε τους ρυθμούς προσέγγισης, παρότι είμαστε ακόμη στην εποχή που ο Ερντογάν παίζει το χαρτί της ευρωπαϊκής προοπτικής. Η προσπάθεια επανεκκίνησης διαλόγου, με ορίζοντα συνυποσχετικό για προσφυγή στη Χάγη, δεν θα προχωρήσει, γιατί ούτως ή άλλως η χώρα θα μπει στην περιπέτεια των Μνημονίων.
Το νέο πολυπολικό τοπίο
Όμως, σταδιακά το τοπίο άρχιζε να αλλάζει και μαζί και η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Το κλειδί είναι ότι η Τουρκία στη δεκαετία του 2010 κινήθηκε πέραν των ορίων της ευρωπαϊκής προοπτικής. Δεν επέλεξε μια γενική ρήξη με τη Δύση, όμως σταμάτησε να κινείται κυρίως εντός ενός Νατοϊκού πλαισίου. Αυτό αποτυπώθηκε στη ρήξη με το Ισραήλ και κυρίως στον τρόπο που η Τουρκία είδε την «Αραβική Άνοιξη» ως την μεγάλη ευκαιρία να αναδειχτεί σε περιφερειακή δύναμη και μάλιστα εκπροσωπώντας μια εκδοχή πολιτικού Ισλάμ ανάλογου με αυτό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Το κυριότερο είναι ότι η Τουρκία σταδιακά επέλεγε μια τακτική που παρέπεμπε σε μια εκτίμηση ότι έχουμε περάσει στην εποχή ενός περισσότερο πολυπολικού κόσμου και κατά συνέπεια μπορούσε να κινείται με περισσότερους ρυθμούς ελευθερίας.
Καταλύτης για αυτό η εμπειρία της εμπλοκής στη Συρία, όπου η αρχική αλαζονική σχεδόν πεποίθηση ότι θα μπορούσε να είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη επιρροή στις δυνάμεις που θα ανέτρεπαν την κυβέρνηση Άσαντ, διαψεύστηκε από την εμπλοκή άλλων δυνάμεων, διαμόρφωσε νέους κινδύνους, αλλά και νέες εντάσεις με τις ΗΠΑ, ιδίως από τη στιγμή που οι τελευταίες αποφάσισαν να στηριχτούν στη συνεργασία με τις κουρδικές πολιτοφυλακές στη Βορειοανατολική Συρία.
Σε εκείνη τη φάση ήταν που η Τουρκία του Ερντογάν επέλεξε να δείξει μια γεωπολιτική ευελιξία που δεν την είχε στο παρελθόν. Επέλεξε την τακτική συμπόρευση με τη Ρωσία αλλά και το Ιράν, θεωρώντας ότι έτσι ανέκοπτε την προοπτική κουρδικής οιονεί κρατικής οντότητας, παρότι διαφωνούσε με τη στήριξη που παρείχαν στην κυβέρνηση Άσαντ. Και μπορεί να μην υιοθέτησε μια ευρασιατική προοπτική πλήρως, ήταν διατεθειμένη να μην γυρίσει εντελώς την πλάτη και σε αυτή την κατεύθυνση, εξ ου και η αναβαθμισμένη συνεργασία με τη Ρωσία π.χ. για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου αλλά και για την προμήθεια οπλικών συστημάτων.
Σε εκείνη τη φάση η Τουρκία αποφάσισε να κλιμακώσει και τις διεκδικήσεις σε σχέση με τις εξορύξεις στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αυτές που αποτυπώθηκαν στο σχέδιο για τη «Γαλάζια Πατρίδα».
Στο ίδιο πλαίσιο κλιμακώθηκε και η προσπάθεια η Τουρκία να αποκτήσει χαρακτηριστικά περιφερειακής δύναμης. Στη Συρία κατορθώνει και εξασφαλίζει τη συναίνεση και της Ρωσίας και των ΗΠΑ στην εισβολή και διαμόρφωση μιας «ζώνης ασφαλείας», αποκτώντας έτσι και δικαίωμα επιρροής των μεταπολεμικών πραγμάτων. Στη Σομαλία αποκτά στρατιωτική βάση, διεκδικώντας ρόλο και στην Αφρική. Αναβαθμίζει τη συνεργασία με το Κατάρ, όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά. Και βέβαια στη Λιβύη αποφάσισε να εμπλακεί σε έναν ενεργό εμφύλιο πόλεμο στηρίζοντας τη μία πλευρά, σε σύγκρουση με ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων που στηρίζει την άλλη πλευρά.
Κρίσιμη πλευρά αυτής της περιόδου: ενώ η πρώτη περίοδος Ερντογάν έδειχνε να στοχεύει σε μια επίλυση του κουρδικού στη βάση μιας μεγαλύτερης παραχώρησης δικαιωμάτων στον κουρδικό πληθυσμό σταδιακά, η γραμμή άλλαξε και θα κλιμακωθεί ξανά η πολιτική και στρατιωτική καταστολή του κουρδικού κινήματος. Αυτό συνδυάστηκε με μια συνολικότερη αυταρχική «βοναπαρτιστική» πολιτική μετατόπιση, που συνδυάστηκε με έντονη επιστροφή ενός εθνικισμού (συχνά συνδυασμένου και με στοιχεία «θρησκευτικού πατριωτισμού, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί).
Σε αυτό το μιας νέας διεκδίκησης ενός πιο αυτόνομου ρόλου που πρέπει να δούμε και τον τρόπο που η Τουρκία βλέπει τις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Το νέο τοπίο και η νέα αντίληψη της διαπραγμάτευσης
Για όσο διάστημα η Τουρκία θεωρούσε ότι το πλαίσιο κίνησης ήταν κατά βάση Νατοϊκό και Ευρωπαϊκό, ήταν προφανές ότι ακόμη και όταν παρόξυνε κρίσεις στα ελληνοτουρκικά, ο ορίζοντας ήταν μια μεσολάβηση του διεθνούς παράγοντα που θα την ευνοούσε, ενώ αντίστοιχη ήταν και η βασική τακτική της ελληνικής πλευράς.
Όμως, πια η Τουρκία θεωρεί ότι οι όροι του παιχνιδιού έχουν αλλάξει. Δεν επενδύει στην ευνοϊκή μεσολάβηση. Επενδύει σε μια διαπραγμάτευση που θα διαμορφώσει ευνοϊκούς όρους με δικές της μονομερείς ενέργειες και μια διαρκή προσπάθεια διαμόρφωσης τετελεσμένων.
Αυτό σημαίνει ότι τα παραδοσιακά εργαλεία άσκησης της ελληνικής πλευράς δεν επαρκούν ακριβώς γιατί δεν έχουν τον ίδιο χαρακτήρα πίεσης προς την Τουρκία.
Οι ΗΠΑ έχουν σχεδόν αποχωρήσει από την Συρία και με την εξαίρεση της πίεσης προς το Ιράν δεν παίζουν τον ίδιο ρυθμιστικό ρόλο στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, την ώρα που ούτως ή άλλως, δεν επιθυμούν την πλήρη ρήξη με την Τουρκία. Με την ευρωπαϊκή προοπτική να αποτελεί παρελθόν και την Ευρώπη να στηρίζει την πολιτική της για το προσφυγικό στην Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκία, είναι σαφές ότι ο βαθμός που η ΕΕ θα ασκήσει πίεση είναι πεπερασμένος. Ούτε βέβαια βοηθάει η εικόνα μιας ΕΕ διαιρεμένης και ανίκανης όχι μόνο να έχει κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική αλλά ακόμη και μια αποτελεσματική κοινή οικονομική πολιτική που να εκμεταλλεύεται π.χ. τη δυνατότητα έκδοσης κοινού χρέους. Δεν είναι τυχαίο ότι η Γερμανία δείχνει να προκρίνει μια κατά βάση κατευναστική τακτική.
Την ίδια στιγμή οι όποιες μετατοπίσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια, όπως ήταν η αναβάθμιση της συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, μάλλον δεν έχουν ανακόψει την τουρκική επιθετικότητα, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες χώρες επίσης δεν επιθυμούν μια ρήξη με την Τουρκία.
Από την άλλη, η υποχώρηση των ελληνορωσικών σχέσεων αυτή την περίοδο, αποτέλεσμα και του κλίματος του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» σήμαινε ότι δεν υπήρχε ο ίδιος δίαυλος με μια χώρα που μπορούσε να ασκήσει μια ορισμένη πίεση στην Τουρκία.
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα νέο τοπίο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πιο δύσκολο και πιθανώς πιο επικίνδυνο, κυρίως ως προς τη διαφαινόμενη δυσκολία του ελληνικού πολιτικού συστήματα να προχωρήσει στην «αλλαγή παραδείγματος» που θα απαιτούσε η αναμέτρηση με αυτά τα ζητήματα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις