«Πόσο πιο έξυπνος είσαι με ένα τηλέφωνο ή έναν υπολογιστή απ’ ό,τι χωρίς; Είσαι απίστευτα πολύ πιο έξυπνος. Μπορείς να απαντήσεις σε κάθε ερώτηση αμέσως. Μπορείς να θυμηθείς άψογα. Το τηλέφωνό σου μπορεί να θυμάται τέλεια τόσο τα βίντεο όσο και τις εικόνες. Το τηλέφωνό σου είναι ήδη μια προέκτασή σου. Είσαι ήδη cyborg. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ήδη cyborg. Φταίει ότι ο ρυθμός δεδομένων… είναι ακόμη αργός, πολύ αργός. Είναι σαν ένα μικροσκοπικό καλαμάκι μέσα απ’ το οποίο ρέουν πληροφορίες μεταξύ του βιολογικού εαυτού σου και του ψηφιακού σου εαυτού. Πρέπει να κάνουμε αυτό το μικροσκοπικό καλαμάκι ένα γιγαντιαίο ποτάμι, ένα τεράστιο περιβάλλον διεπαφής υψηλού εύρους ζώνης».

ΕΛΟΝ ΜΑΣΚ Τεχνοουτοπιστής επιχειρηματίας

Ο 46χρονος σήμερα συγγραφέας και σκηνοθέτης Μανώλης Ανδριωτάκης έχει εστιάσει εδώ και πάνω από 15 χρόνια την έρευνά του σε διαδικτυακά θέματα, ενόσω από το 2013 διδάσκει Ψηφιακές Δεξιότητες και Ψηφιακή Δημοσιογραφία. Καρπός των ενδιαφερόντων του φέτος είναι ένα βραχύσωμο βιβλίο με τον δυσοίωνο τίτλο «Homo Automaton – Η Τεχνητή Νοημοσύνη κι Εμείς» (Garage Books, 2020). Ο Homo Automaton (Αυτόματος Ανθρωπος) είναι η πιο πρόσφατη από τις μεταλλάξεις του ανθρώπινου είδους, όπως το γνωρίζουμε τα τελευταία 200.000 χρόνια, του Homo Sapiens (Σοφός Ανθρωπος) και, καθώς προδίδει το βαπτιστικό του, είναι η πρώτη μετάλλαξη που δεν οφείλεται σε μια μακρόχρονη βιολογική διεργασία, αλλά σε μια ασυγκρίτως χρονικά συντομότερη πολιτισμική.

Με άλλα λόγια, η «αθόρυβη» μετάλλαξή μας δεν βασίζεται στα γονίδιά μας, αλλά στα μιμίδια (memes), τουτέστιν στις πολιτισμικές πληροφορίες που δεν μεταφέρονται μέσω του αίματος, αλλά μέσω της εκπαίδευσης και – στις μέρες μας – κυρίως μέσω του Διαδικτύου, ενώ σε κάθε εποχή αντικατοπτρίζει τη διαδραστική σχέση ανθρώπου και μηχανής, μια σχέση στην οποία φαίνεται ότι ο άνθρωπος έχει προς το παρόν το πάνω χέρι, αλλά, φευ, όχι για πολύ ακόμη (εάν δεν έχει χάσει τον έλεγχο ήδη). Η συλλογιστική του Ανδριωτάκη στο «Homo Automaton» μπορεί να ενταχθεί κάλλιστα σε μια μακραίωνη παράδοση  δοκιμίων και μύθων -από τον «Τάλω» του Πλάτωνα, τα  «ζωντανά εργαλεία» του Αριστοτέλη και τον «Λεβιάθαν» του Χομπς έως τις δυστοπίες του Ουέλς, του Οργουελ και του Χάξλεϊ -, με μόνη τη διαφορά ότι ο Ανδριωτάκης δεν αναφέρεται τόσο σε ένα χρονικά απροσδιόριστο δυστοπικό μέλλον, όσο σε ένα ζοφερό παρόν που δεν το έχουμε πάρει καν είδηση.

«Πρώτα», γράφει ο Ανδριωτάκης, «οι εφευρέσεις έρχονται να θεραπεύσουν ασθένειες και μετά γίνονται οι ίδιες η ασθένεια που θα πρέπει να θεραπευτεί». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που προτάσσει στο βιβλίο του, αντλημένο από τη δημοφιλή σειρά «Τσερνόμπιλ» (2019) της HBO, γύρω από το πιο διαβόητο πυρηνικό ατύχημα της ιστορίας. Εδώ έχουμε μια μακάβρια «αλυσιδωτή αντίδραση»: αρχικά οι Σοβιετικοί επιχειρούν να αποσιωπήσουν το δυστύχημα κι εν συνεχεία, όταν τα καταγεγραμμένα υψηλά ποσοστά ραδιενέργειας στη γειτονική Σουηδία τους υποχρεώνουν να το παραδεχτούν, να υποβαθμίσουν το μέγεθος της διαρροής· η υποβάθμιση της διαρροής, συνακόλουθα, καθιστά άχρηστα τα ρομπότ που στέλνουν οι Γερμανοί στους Σοβιετικούς προκειμένου να καθαριστεί η οροφή του αντιδραστήρα (δεν δύνανται να λειτουργήσουν σε τόσο υψηλά ποσοστά ραδιενέργειας)· τα αχρηστεμένα γερμανικά ρομπότ υποχρεώνουν τον σοβιετικό επιστήμονα Λεγκάσοφ να επιστρατεύσει «βιορομπότ», τουτέστιν χιλιάδες ανθρώπους με ειδικές στολές κι εξοπλισμό που αναλαμβάνουν να απομακρύνουν τα ραδιενεργά υλικά, δουλεύοντας ο καθένας μονάχα για σαράντα πέντε δευτερόλεπτα (παραπάνω εκτίθεται σε θανάσιμο κίνδυνο). «Μπορούμε να φανταστούμε», διερωτάται παρακάτω ο Ανδριωτάκης, «τι θα γινόταν αν ως είδος δεν είχαμε κατορθώσει να συγκρατήσουμε την πυρηνική ενέργεια; Θα είχαμε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Ας σκεφτούμε πόσες δικλίδες ασφαλείας, πόσες διαδικασίες, πρωτόκολλα και πρόνοιες έχουμε σήμερα στους πυρηνικούς αντιδραστήρες ώστε να αποτραπεί ένα ατύχημα».

Πράγματι, καταφέραμε μέχρι στιγμής να μην εξαφανιστούμε από προσώπου γης, αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι παραμένουμε και το ίδιο… είδος με τον Homo Sapiens. «Δεν το συνειδητοποιείτε, αλλά σας προγραμματίζουν» μας προειδοποιεί, όχι κάποιος καφενόβιος συνωμοσιολόγος, αλλά ο Τσάμαθ Παλιχαπιτίγια, πρώην αντιπρόεδρος ανάπτυξης χρηστών του Facebook. Είναι δυνατόν ένα τόσο… αθώο μέσο κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook, ο διανομέας και κράχτης κάθε σαχλαμάρας, να μας προγραμματίζει – και αν ναι, πώς κατορθώνει πρώτα να «μάθει» κι έπειτα να «χακάρει» τον καθένα μας χωριστά; Μια μεγάλη έρευνα του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ σε 58.000 εθελοντές μάς δίνει την απάντηση: «Αρκούν 68 likes στο Facebook για να μπορεί κάποιος να προβλέψει με 95% ακρίβεια το χρώμα του δέρματός σου και με 88% και 85% πιστότητα αντίστοιχα τη σεξουαλική σου ταυτότητα και το αν ψηφίζεις τους Δημοκρατικούς ή τους Ρεπουμπλικανούς… Δέκα likes είναι αρκετά για να σε γνωρίσει ένας διαδικτυακός «φίλος» καλύτερα από τον συνεργάτη σου και 70 για να μπορεί να πει περισσότερα για εσένα από ό,τι ένας φίλος σου. Με 150 likes ξεπερνιέται η γνώση που έχει η οικογένεια για εσένα και με 300 εκείνη που έχει ο/η σύντροφός σου».

Δεν είμαστε λοιπόν παρά «αλγοριθμικές μαριονέτες», με προγραμματισμό του οποίου το ακριβές περιεχόμενο/επιδίωξη αγνοούμε – ο «υπεραλγόριθμος» στο «μαύρο κουτί» μας, κατά τον Ανδριωτάκη – αλλά με σαφείς οδηγίες/εισόδους που μας κατευθύνουν προς εξίσου αναμενόμενες συμπεριφορές/εξόδους; Εχουν γίνει ήδη πραγματικότητα τα πρωτοποριακά πειράματα του Σκίνερ και του Παβλόφ, των  «συμπεριφοριστών» ψυχολόγων που μας έδειξαν τον περασμένο αιώνα πώς «μπορείς να εκπαιδεύσεις κάποιον με συμπεριφορικές τεχνικές, ώστε να προβαίνει σε πράξεις που θέλεις χωρίς καν εκείνος να το γνωρίζει»; Και αν οι σύγχρονες «τεχνολογίες της πειθούς» μάς έχουν μεταμορφώσει όντως σε αλγοριθμικές μαριονέτες – άτομα βυθισμένα εξίσου στην αυταρέσκεια και στην κατάθλιψη, στον ναρκισσισμό και στην ανασφάλεια, πρεζόνια μιας τεχνολογίας που τα επιβραβεύει «όταν σπαταλούν άσκοπα τον χρόνο τους» και τα τιμωρεί «όταν απομακρύνονται» [από την πρέζα τους] -, γνωρίζουμε τουλάχιστον σε ποιο έργο παίζουμε, ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούμε; Πέρα από την προφανή καταναλωτική σκοπιμότητα (εικοσιτετράωροι χρήστες καταναλώνουμε  προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν χρειαζόμαστε) μετέχουμε και σε ποικίλα άλλα κουκλοθέατρα: «το Διαδίκτυο έγινε ο καταλληλότερος ενισχυτής του λαϊκισμού, του αυταρχισμού και της σύγχυσης» σημειώνει ο Ανδριωτάκης· «το καλύτερο όπλο».

Κάπως έτσι τελειώνει το έργο; Με τη νίκη των μηχανών επί των ανθρώπων; Ο Μανώλης Ανδριωτάκης δεν είναι σίγουρος για την ήττα μας. Αρκεί να προλάβουμε. Οπως είπε και ο μεγάλος αστροφυσικός Στίβεν Χόκινγκ: «Αν ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος της Τεχνητής Νοημοσύνης εξαρτάται από το ποιος την ελέγχει, ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος εξαρτάται από το αν μπορεί κάποιος να την ελέγξει».