Ο Πιοτρ Βερζίλοφ ξύπνησε μάλλον απότομα ένα πρωί της Κυριακής, από τον ήχο της πόρτας του που έσπαγε από τους άνδρες της αστυνομίας. Ο εκδότης της ανεξάρτητης ειδησεογραφικής ιστοσελίδας Mediazona αναφέρει στην Washington Post ότι τον πέταξαν στο πάτωμα, ενώ έψαχναν επί ώρες το διαμέρισμά του.

Η έφοδος της 21ης Ιουνίου ακολουθήθηκε από «τρεις εντελώς τρελές εβδομάδες», θυμάται. Όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές του κατασχέθηκαν, φυλακίστηκε για 15 ημέρες με την κατηγορία της εξύβρισης – την οποία αρνείται – ενώ ανακρίθηκε επανειλημμένως από το Γραφείο Διερεύνησης Εξαιρετικά Σημαντικών Υποθέσεων, μέρος της πολύ ισχυρής Ερευνητικής Επιτροπής της Ρωσίας.

Από το δημοψήφισμα της 1ης Ιουλίου, το οποίο άνοιξε τον δρόμο στον Βλάντιμιρ Πούτιν για να παραμείνει στην εξουσία έως το 2036, αρκετοί διακεκριμένοι δημοσιογράφοι, πολιτικοί και ακτιβιστές έχουν συλληφθεί ή καταδικαστεί. Αυτές οι εξελίξεις αντιμετωπίζονται από πολλούς ως μήνυμα των ισχυρών μυστικών υπηρεσιών του Πούτιν για το βαρύ κόστος της εναντίωσης.

Για τον Βερζίλοφ, ο οποίος είναι και μέλος του καλλιτεχνικού γκρουπ ακτιβιστών Pussy Riot, αυτές οι τρεις εβδομάδες ήταν ανησυχητικές, εκνευριστικές, αστείες και τρομακτικές ταυτόχρονα.

Το 2018, ο Βερζίλοφ κατάφερε να επιβιώσει από αυτό που ο ίδιος θεωρεί ότι αποτέλεσε απόπειρα να δηλητηριαστεί από μυστικούς πράκτορες. Αυτή τα φορά, ισχυρίζεται, οι αρχές είχαν τη διαταγή να βρουν κάτι – οτιδήποτε – για να του προσάψουν. Τις ερχόμενες εβδομάδες θα δικαστεί με την ασαφή κατηγορία της απόκρυψης ξένου διαβατηρίου.

Η καταστολή αυξάνεται

Ο εκπρόσωπος τύπου του Πούτιν, Ντμίτρι Πέσκοφ, δήλωσε ότι ο Κρεμλίνο δεν έχει καμία εξουσία επί των δικαστικών υποθέσεων. Όμως η λίστα των επικριτών του Πούτιν που συνελήφθησαν μεγαλώνει διαρκώς.

Ο επιφανής δημοσιογράφος Ιβάν Σαφρόνοφ, ειδικός σε στρατιωτικά θέματα που εργάστηκε για τη διαστημική υπηρεσία της Ρωσίας, κατηγορήθηκε για προδοσία στις 7 Ιουλίου, καθώς φέρεται να διέρρευσε κρατικά μυστικά τρία χρόνια πριν. Ο ίδιος αρνείται την κατηγορία.

Ο Γιούρι Ντμιντρίγιεφ, 64 ετών, ιστορικός των γκούλαγκ από την ομάδα ανθρώπινων δικαιωμάτων Memorial, καταδικάστηκε την Τετάρτη για παιδική κακοποίηση – την οποία αρνείται – λαμβάνοντας την ποινή των τριών ετών κάθειρξης σε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Είχε αποφυλακιστεί το 2018, πριν συλληφθεί εκ νέου. (Η Memorial, που έχει χαρακτηριστεί ως ξένος παράγοντας από τις αρχές, έχει τιμωρηθεί επανειλημμένως με πρόστιμα).

Η Σβελτλάνα Προκοπίεβα, δημοσιογράφος από τη βορειοδυτική Ρωσία, καταδικάστηκε στις 6 Ιουλίου για προπαγάνδα και υπεράσπιση τρομοκρατών, όμως αρνείται οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη και σκοπεύει να υποβάλει έφεση.

Και ο πρώην κυβερνήτης του Χαμπάροφσκ, Σεργκέι Φουργκάλ, που ανήκει στο αντιπολιτευόμενο Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα, συνελήφθη με την κατηγορία της δολοφονίας, για υπόθεση του 2004, οδηγώντας σε μαζικές διαδηλώσεις στην πρωτεύουσα της περιοχής της ανατολικής Σιβηρίας. Και εκείνος αρνείται όλες τις κατηγορίες.

«Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται να συλλάβουν πολλά άτομα. Το μόνο που έχουν ανάγκη είναι μια πολύκροτη υπόθεση που θα στείλει ένα ανατριχιαστικό μήνυμα», υποστηρίζει η Ρέιτσελ Ντένμπερ του Παρατηρητηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, αναφερόμενη στις περιπτώσεις της Προκοπίεβα και του Σαφρόνοφ. «Πρόκειται για πολύ σοβαρές κατηγορίες εναντίον βετεράνων της δημοσιογραφίας, επομένως νομίζω ότι μπαίνουμε σε μια εντελώς καινούργια περίοδο».

Ανεξάρτητα ΜΜΕ σε κίνδυνο

Μετά από χρόνια πιέσεων από τις ρωσικές αρχές, τα ΜΜΕ της αχανούς χώρας διαθέτουν ελάχιστη ανεξαρτησία.

Δημοσιογράφοι έχουν δολοφονηθεί υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και συντάκτες έχουν απολυθεί. Ορισμένοι πάροχοι έχουν κλείσει, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ΜΜΕ φίλα κείμενα προς το Κρεμλίνο έχουν αναλάβει τη διοίκησή τους. τον Μάιο, η Vedomosti, μια φιλελεύθερη οικονομική εφημερίδα εξαγοράστηκε από τον ιδιοκτήτη τοπικού ειδησεογραφικού πρακτορείου, Ιβράν Γιεργιόμιν. Συντάκτες και δημοσιογράφοι παραιτήθηκαν, κάνοντας λόγο για λογοκρισία από τον νέο αρχισυντάκτη, Αντρέι Σμαρόφ, ο οποίος ανακοινώθηκε μετά την ολοκλήρωσξη της πώλησης.

Είκοσι αστυνομικοί πραγματοποίησαν οκτώ εφόδους και έρευνες στο διαμέρισμα του Βερζίλοφ, της μητέρας του και ενός φίλου του – ακόμη και το διαμέρισμα της μητέρας του φίλου του – με την καθεμία εξ αυτών να διαρκεί σχεδόν για ολόκληρη την εκάστοτε ημέρα. Όλα τα τηλέφωνα και τα λάπτοπ του, όπως και εκείνα της συντρόφου του, Βερόνικα Νικούλσινα, που επίσης ανήκει στους Pussy Riot, κατασχέθηκαν – όπως επίσης «ακόμη και ένας προτζέκτορας για κάποιο περίεργο λόγο».

Μετά την έφοδο της αστυνομίας στο διαμέρισμά του, στις 21 Ιουνίου, ανακρίθηκε μέχρι τις 9 το βράδυ και έπειτα αφέθηκε ελεύθερος, υπό την παρακολούθηση, όμως, αστυνομικών με πολιτικά.

Πρωτοφανής κατηγορία

Πριν την απελευθέρωσή του, η αστυνομία του έδωσε ένα χαρτί, υπογεγραμμένο από έναν από τους κορυφαίους ερευνητές της Ρωσίας και στρατηγό δικαιοσύνης, όπου κατηγορείται πως δεν δήλωσε το καναδικό του διαβατήριο. Οι καναδικές αρχές έχουν αρνηθεί να σχολιάσουν δημοσίως την υπόθεση, επικαλούμενοι ανησυχίες περί ιδιωτικότητας.

«Πέρασαν τις δύο εβδομάδες που ήμουν στη φυλακή, ψάχνοντας τις συσκευές και τα σημειωματάριά μου, τα οποία κατέσχεσαν, ψάχνοντας να βρουν τι είδους ποινική υπόθεση θα μπορούσαν να στήσουν. Το μόνο που μπόρεσαν να βρουν ήταν αυτό το μάλλον αξιοθρήνητο – και κατά βάση αχρησιμοποίητο – άρθρο του ρωσικού κώδικα για τη μη δήλωση ξένου διαβατηρίου. Πρέπει να είναι η πρώτη φορά οπουδήποτε στον κόσμο που ένας άνθρωπος διώκεται επειδή έχει στην κατοχή του καναδικό διαβατήριο», δήλωσε ο ίδιος ο Βερζίλοφ στην Washington Post, γελώντας. Οι έρευνες και οι ανακρίσεις απλώς αυξήθηκαν.

Για εκείνους που τολμούν να επικρίνουν τις αρχές, ο νόμος συχνά είναι δευτερεύων.

Λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση, η δημοσιογράφος Σβετλάνα Προκοπίεβα καταδικάστηκε με αυτό που η Διεθνής Αμνηστία αποκαλεί «φουσκωμένες κατηγορίες». Συγκεκριμένα, η Προκοπίεβα κατηγορήθηκε για δικαιολόγηση της τρομοκρατίας, τοποθετήθηκε σε λίστα πιθανών τρομοκρατών και είδε τους τραπεζικούς της λογαριασμούς να παγώνουν. Το έγκλημά της; Έγραψε για έναν 17χρονο που ανατίναξε τον εαυτό του έξω από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας στο Αρχάγκελεσκ της Βόρειας Ρωσίας. Περιορίζοντας τους διαύλους διαμαρτυρίας, υποστήριξε η Προκοπίεβα, οι αρχές αφήνουν στους νέους ελάχιστους τρόπους έκφρασης των απόψεών τους.

Η Προκοπίεβα απέφυγε την εξαετή ποινή φυλάκισης με την οποία απειλούνταν, όμως της επιβλήθηκε πρόστιμο 7.000€ το οποίο σκοπεύει να εφεσιβάλει. Όπως αναφέρει, το τραύμα από την όλη υπόθεση την έχει αφήσει συντετριμμένη.

«Προδοσία»

Ο δημοσιογράφος Ιβάν Σαφρόνοφ κατηγορείται ότι μοιράστηκε κρατικά μυστικά με τις τσέχικες μυστικές υπηρεσίες το 2017. Ο δικηγόρος του, Ιβάν Παφλόφ, αναφέρει στην Washington Post ότι είναι δύσκολο να βρεθεί υπερασπαστική γραμμή, από τη στιγμή που οι διωκτικές αρχές δεν αναφέρονται σε λεπτομέρειες για την υπόθεση.

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Παβλόφ, ο ρωσικός νόμος για τα κρατικά μυστικά είναι ασαφής, με αποτέλεσμα να μην είναι βέβαιο ποιες πληροφορίες θεωρούνται απόρρητες. Δημοσιογράφοι, επιστήμονες και ερευνητές καταλήγουν έκθετοι σε κινδύνους για τέτοιου είδους κατηγορίες.

Μιλώντας για τη σύλληψη του Σαφρόνοφ, ο εκπρόσωπος τύπου του Πούτιν δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι δεν σχετίζεται με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα και ότι η ρωσική αντικατασκοπία «είναι πολύ επιβαρυμένη, έχει πολλές αρμοδιότητες και κάνει πολύ καλά τη δουλειά της». Η ρωσική διαστημική υπηρεσία έχει αρνηθεί ότι η σύλληψη του Σαφρόνοφ συνδέεται με την εργασία του εκεί.

Η Προκοπίεβα πιστεύει ότι οι ρωσικές αρχές δεν θα καταφέρουν να φιμώσουν πλήρως το διαδίκτυο και τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους.

«Ξέρω πόσο κακοί είναι και πόσο ύπουλες μπορούν να γίνουν οι μέθοδοί τους», εξήγησε στην Washington Post. «Από την άλλη πλευρά, ξέρω πόσο σημαντικό είναι να μην υποκύπτουμε στην αυτό-λογοκρισία και να μην τους αφήνουμε να περιορίζουν την ελευθερία του λόγου μας.

Πηγή: www.washingtonpost.com