«Ευχαριστούμε τον κύριο Τατσόπουλο που μας διάβασε κείμενα της νιότης μας. Τι να κάνουμε; Ο εθνικισμός είναι η νιότη του κόσμου». Με αυτές τις σκωπτικές ευχαριστίες και την παρεπόμενη εθνικιστική κορώνα, ο βουλευτής Επικρατείας Χρήστος Παππάς, άτυπος τότε υπαρχηγός της Χρυσής Αυγής, καταχειροκροτούμενος από τους ομοϊδεάτες συναδέλφους του, σήκωσε το γάντι που του είχα ρίξει από το βήμα της Βουλής λίγα λεπτά νωρίτερα.

Βεβαίως, εάν δεν τον εμπόδιζε η υποκριτική ψηφοθηρική του αιδημοσύνη, δεν θα μιλούσε για εθνικισμό, αλλά για εθνικοσοσιαλισμό – για ναζισμό, με το συμπάθιο -, δεδομένου ότι το απόσπασμα από το δικό του κείμενο που διάβασα στην Ολομέλεια ήταν ένας ανατριχιαστικά απροκάλυπτος ύμνος στον Αδόλφο Χίτλερ. Εκείνον τον καιρό – μιλάμε για τον Μάιο του 2013 – δεν θα εύρισκες αρκετούς, είτε μέσα είτε έξω από την Ελλάδα, που να πιστεύουν ειλικρινά ότι ο ναζισμός και η νιότη ταυτίζονται, τουλάχιστον ανάμεσα σ’ εκείνους που δεν είχαν αναχωρήσει από τη νιότη προ πολλού.

Κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο εθνικοσοσιαλισμός -όπως και οι υπόλοιποι μοιραίοι  «-ισμοί» του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα – δεν γνώρισε κάποτε μεγάλες πιένες, ούτε ότι στον βωμό του εκατομμύρια νέοι δεν έμειναν για πάντα νέοι ή για πάντα ανάπηροι· αυτή, όμως, είναι μια άλλη μακάβρια ιστορία.

Για τους συνομηλίκους μου, τους σημερινούς εξηντάρηδες, η δεκαετία του 1970 απαρτίζεται ισοδύναμα από μνήμες της παιδικής, της εφηβικής και της νεανικής τους ηλικίας – εάν υπολογίσουμε ότι μας συναπάντησε στα δέκα μας χρόνια και μας αποχαιρέτησε στα είκοσί μας. Διαδέχτηκε τη δεκαετία του 1960, την περίοδο κατά την οποία ενηλικιώθηκαν οι βλαστοί της μεγάλης δημογραφικής μεταπολεμικής έκρηξης, ευρύτερα γνωστής ως baby boom, και -για πρώτη ίσως φορά στην παγκόσμια ιστορία – καθιερώθηκε η θέαση των νέων ως ιδιαίτερης κοινωνικής τάξης, εν πολλοίς αυτόνομης από τις παραδοσιακές· μια σειρά από νεανικές φοιτητικές εξεγέρσεις – από τη Σορβόννη έως το Μπέρκλεϊ – παγίωσαν έναν ιδιότυπο θαυμασμό/φθόνο για τη «νιότη» γενικώς, που συχνά πήρε τη μορφή νοσηρής νεολατρείας ή ακόμη και νεολαγνείας. Η δεκαετία του 1970, όχι μονάχα δεν καταπολέμησε αυτήν την εμμονή, αλλά την οδήγησε και σε υστερικά επίπεδα. Το σύνθημα «ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος» («live fast, die young»), δημοφιλές ήδη από τα χρόνια του ’50 με ρυμουλκό τον μύθο του Τζέιμς Ντιν, στα seventies κυριολεκτικά απογειώθηκε, γραμμένο παντού, από τα στέκια των μηχανόβιων έως τις γιάφκες των ανταρτών πόλεων. Οποιος ήταν άνω των τριάντα και ζωντανός, είχε κάθε λόγο να νιώθει άβολα.

Το Πολυτεχνείο

Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, λειτούργησε αμφίδρομα στη βαθιά συμπλεγματική σχέση των νέων με τους μεγαλύτερους,  τόσο ως άλλοθι όσο και ως πασαπόρτι. Η αναντίρρητα ιστορική του σημασία (μπορεί να μην έριξε τη δικτατορία, όπως έχω ξαναγράψει, αλλά σίγουρα ακύρωσε τον σχεδιασμό της για τη μετάβαση σε μια κηδεμονευόμενη κολοβή δημοκρατία) συνέτεινε ώστε να καλλιεργηθεί και να διαδοθεί το παραμύθι περί «σχεδόν καθολικής αντίστασης στο καθεστώς των συνταγματαρχών». Αφού λοιπόν οι νέοι – ειδικότερα, οι αναρίθμητοι (τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια) οργανωμένοι στα κόμματα νεολαίοι –  ήταν πρόθυμοι να κάνουν τα στραβά μάτια και να εκδώσουν απαλλακτικό βούλευμα για την επτάχρονη αδράνεια των μεγαλυτέρων, οι τελευταίοι ήταν εξίσου πρόθυμοι να επιδείξουν θορυβωδώς την ευγνωμοσύνη τους και να ανεβάσουν τη γενιά του Πολυτεχνείου τόσο ψηλά, όσο δεν είχαν ανεβάσει στο παρελθόν καμία άλλη γενιά νέων, συμπεριλαμβανομένης της εαμικής με τον ασυγκρίτως βαρύτερο φόρο αίματος. Εμείς, που δεν προλάβαμε ηλικιακά το Πολυτεχνείο, αλλά κανένας δεν μας εμπόδισε να καρπωθούμε τα οφέλη του, περάσαμε τους μεγαλύτερους από των παθών τους τον τάραχο.

Τον απόηχο από την ασυδοσία εκείνων των ημερών μπορεί να τον ακούσει και σήμερα όποιος κόψει μια βόλτα από τα ακαδημαϊκά μας ιδρύματα. Η νεολατρεία αρδεύτηκε από την αυταρέσκεια των νέων, η αυταρέσκεια οδήγησε στην πνευματική νωθρότητα και η πνευματική νωθρότητα, από μια ατραπό που κανένας δεν θα μπορούσε να προβλέψει κατά τη δεκαετία του 1970, βρήκε σύμμαχο και αρωγό την υψηλή τεχνολογία. «Αποτελέσματα εξετάσεων, καλοκαίρι 2020, απελπισία», σημείωνε προ ημερών η συγγραφέας και πανεπιστημιακός Αγγέλα Καστρινάκη.

«Πρωτοετείς φοιτητές και φοιτήτριες, πάνω από το 1/3, αντέγραψαν από το Διαδίκτυο. Καθώς έδιναν εξετάσεις εξ αποστάσεως, σε πλατφόρμα, αποδείχτηκε πως παρά την επιτήρηση ήταν πανεύκολο την ίδια στιγμή να γκουγκλάρουν με τα κινητά τους ή με τον ίδιο τον υπολογιστή τους. Και είτε μετέφεραν αυτολεξεί, με κόπι-πέιστ, είτε προσπαθούσαν λίγο να παραλλάξουν το κείμενο της Βικιπαίδειας ή άλλων πηγών. Κάθε παραλλαγή όμως και ένα φιάσκο: «με την ίδρυση του ελληνικού έθνους», π.χ. όπου η διαφορά έθνους και κράτους είναι φανερά μη αισθητή.

Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι άλλο: αντέγραφαν χωρίς καν να έχουν κάνει τον κόπο να διαβάσουν το απόσπασμα που έπρεπε να σχολιάσουν. Ετσι, ενώ ζητούσα σχόλια για την πρώτη παράγραφο ενός κειμένου, εκείνοι μετέφεραν τα έτοιμα σχόλια που βρήκαν για το υπόλοιπο κείμενο. Κλαίω, κλαίω για τη γενιά του κόπι-πέιστ. Κλαίω και που, όταν δεν κλέβει, μετά βίας ξεπερνά το απλό συλλάβισμα: ούτε καν τέσσερα δεν μπορούσα να βάλω στα γραπτά τους. Υπάρχουν εξαιρέσεις, ευτυχώς, αλλά λίγες».

Ο ελληνικός πληθυσμός πάσχει από δημογραφική γήρανση, όπως διαπίστωσαν οι ειδήμονες παρατηρώντας την κατιούσα καμπύλη των γεννήσεων και την ανιούσα καμπύλη των θανάτων κατά την πιο πρόσφατη απογραφή. Το 2050 θα έχουμε κατέβει στα οκτώ εκατομμύρια και καμία «ρεαλιστική» λύση δεν δείχνει σήμερα ικανή να αναστρέψει αυτήν την πορεία. Εάν συνδυάσουμε τη δημογραφική γήρανση με το εργασιακό και ασφαλιστικό αδιέξοδο, έχουμε τη συνταγή για την «τέλεια καταιγίδα»: μια χώρα παππούδων που θα κληθούν να θρέψουν με τις ολοένα και πιο λυμφατικές συντάξεις τους τα άνεργα εγγόνια τους.

Μπορεί να υπάρξει χειρότερο σενάριο από αυτό; Φαίνεται πως υπάρχει, εάν ρίξουμε πάλι μια ματιά σε όλες τις παραπάνω επισημάνσεις και διακρίνουμε αναπόφευκτα τη βιολογική γήρανση από την πνευματική γήρανση: σε αντίθεση με τα προσδοκώμενα, η δεύτερη προηγείται πλέον της πρώτης και την επισπεύδει. Φανταστείτε την ενορατική «Απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» (εκδόσεις Ερατώ, 2009), που έγραψε ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ το 1921, αλλά χωρίς την αισιόδοξη κατάληξή της. Δεν θα γεννιόμαστε γέροι, καθ’ οδόν θα μικραίνουμε κι εντέλει θα επιστρέφουμε στη μήτρα μας. Θα γεννιόμαστε γέροι, θα ζούμε γέροι και θα πεθαίνουμε γέροι. Η νιότη δεν θα είναι παρά η θαμπή ανάμνηση μιας περασμένης εποχής.