Γ. Νικολαΐδης για την πανδημία: «Δανειστήκαμε χρόνο που κάποια στιγμή θα τελειώσει»
Ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού μίλησε στο in.gr για τη φάση που είμαστε ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, μέχρι πρότινος Πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από την σεξουαλική βία και εκμετάλλευση και με σημαντικό ερευνητικό έργο σε θέματα πολιτικών δημόσιων υγείας μίλησε στο in.gr και τον Παναγιώτη Σωτήρη για τη φάση που είμαστε ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Τελικά κ. Νικολαΐδη είχε κάποιο αποτέλεσμα το lockdown της περασμένης άνοιξης;
Ακόμα και κάποιος τόσο επιφυλακτικός όπως εγώ, για την αποτελεσματικότητα μέτρων οριζόντιου περιορισμού της κυκλοφορίας, θα μπορούσε να συζητήσει την παροδική χρησιμότητα τέτοιων μέτρων σε μια χώρα όπως η Ελλάδα το Μάρτη του 2020: μια χώρα με ένα σύστημα περίθαλψης χωρίς πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, με δημόσιο σύστημα περίθαλψης απορφανισμένο από ανθρώπινους και υλικούς πόρους μετά από μια δεκαετία μνημονίων λιτότητας, με ανυπαρξία μηχανισμών επιδημιολογικής επιτήρησης και ιχνηλάτησης, με πολύ μικρό αριθμό κρεβατιών ΜΕΘ ανά κάτοικο και με έναν κοινωνικοπρονοιακό τομέα αποσπασματικό και άναρχο, στον οποίο οι χώροι μόνιμης διαβίωσης ηλικιωμένων ούτε καν γνωστοί και δηλωμένοι δεν είναι στις αρχές παίρνοντας την μορφή γηροκομείων, γενικών ή νευροψυχιατρικών κλινικών, εκκλησιαστικών ή μοναστηριακών καταλυμάτων, θεραπευτηρίων χρονίως πασχόντων, ιδρυμάτων για άτομα με ή χωρίς αναπηρία, με υπερπληθυσμό κρατουμένων στις φυλακές και στους καταυλισμούς προσφύγων και μεταναστών. Σε μια τέτοια χώρα λοιπόν, τον Μάρτη, μια πολιτική τύπου lockdown ίσως είχε μια λογική.
Αυτή θα ήταν ότι αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες του όλου συστήματος θα κερδιζόταν χρόνος προκειμένου να γίνουν τα αυτονόητα: να στηθούν άμεσα μηχανισμοί επιδημιολογικής επιτήρησης και ιχνηλάτησης, έτσι ώστε τα ύποπτα κρούσματα να μην διέσπειραν τον ιό στο μισό Λεκανοπέδιο έως ότου επιβεβαιωθεί ή όχι η υπόνοια, να στηθούν μηχανισμοί δημόσιας, δωρεάν εξέτασης που να καταστήσουν το τεστ άμεσα προσιτό σε όλους/ες χωρίς να χρειάζεται κανείς να πηγαίνει σε τριτοβάθμιο νοσοκομείο, να καταγραφούν όλες οι δομές στις οποίες διαμένουν ηλικιωμένοι και ευάλωτοι, να παρθούν μέτρα (π.χ. επείγουσας αναδοχής, σπασίματος δομών) ώστε να μειωθεί το μέγεθος τέτοιων δομών αλλά και ώστε στις μικρότερες σε αριθμό φιλοξενούμενων δομές να τηρούνται στοιχειωδώς κανόνες προστασίας των ευάλωτων διαβιούντων, να ληφθούν μέτρα αποσυμφόρησης των φυλακών, να μειωθεί ο πληθυσμός των καταυλισμών μεταναστών και προσφύγων με ένταξή τους στον οικιστικό ιστό της χώρας, να στηθεί σύστημα δημόσιων υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, έτσι ώστε οι νοσούντες να μην διοχετεύονται ομοθυμαδόν στα νοσοκομεία δημιουργώντας εστίες υψηλού ιικού φορτίου, να αυξάνονταν οι διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ/ΜΑΦ με ανάλογη στελέχωση σε προσωπικό που τόσο πολύ χρειάζεται το γηρασμένο δημόσιο σύστημα περίθαλψης.
Και όλα αυτά θα έπρεπε να γίνουν σε σύντομο χρόνο, με αποτελεσματικότητα και στην προοπτική της άρσης των μέτρων οριζόντιων απαγορεύσεων, ακριβώς προκειμένου η κορύφωση της επιδημίας να περάσει από την χώρα μας με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Χωρίς, δηλαδή, να καλλιεργούνται προσδοκίες πως υπάρχει μαγικός τρόπος η οποιαδήποτε κοινωνία να αποφύγει εντελώς ένα τέτοιο πέρασμα αλλά αντιθέτως οχυρώνοντας τις άμυνες της κοινωνίας προκειμένου να αντιμετωπίσει την απειλή.
Καταφέραμε να εκμεταλλευτούμε τον όποιο χρόνο που κερδίσαμε;
Θα έλεγα ότι μάλλον έγινε τα ακριβώς αντίθετο. Κλείσαμε την κοινωνία τον Μάρτιο (με όλο το κοινωνικοοικονομικό κόστος αυτής της επιλογής) και έκτοτε ούτε πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας φτιάξαμε, ούτε δωρεάν, άμεσα διαθέσιμο μηχανισμό εξέτασης, ιχνηλάτησης και επιδημιολογικής επιτήρησης φτιάξαμε (τα τεστ ακόμα τα κάνουν ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και την ιχνηλάτηση εν πολλοίς η ΕΛΑΣ), ούτε στους άλλοτε άλλης νομικής μορφής και status χώρους φιλοξενίας ηλικιωμένων και εν γένει ευάλωτων άλλαξε κάτι, ούτε και τα δημόσια νοσοκομεία ενισχύθηκαν ιδιαιτέρως.
Το μόνο που έγινε ήταν η εξασφάλιση κάποιου ιατροτεχνικού εξοπλισμού (αναπνευστήρες κ.λπ.) χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο όμως ότι σε περίπτωση «κρίσης» θα υπάρχει επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό για να τον κάνει να δουλεύει.
Πώς εξηγείτε το κλίμα ευφορίας που δημιουργήθηκε κάποια στιγμή γύρω από το ότι «νικήσαμε τον ιό»;
Σαν μεθυσμένοι από την παροδική ύφεση της ιικής δραστηριότητας πολλοί αναπαρήγαγαν ένα κλίμα θριαμβολογίας. Λες και η μείωση του συντελεστή εξάπλωσης του ιού μπορούσε να σημαίνει πως «την γλυτώσαμε», ενώ στην πραγματικότητα ήταν μαθηματικώς βέβαιο πως η επιδημία θα αναζωπυρώνονταν σιγά-σιγά με την έξοδο από το lockdown. Και με δεδομένο το ότι κανείς δεν μπορεί να διατηρεί το lockdown για πάντα, αλλά και το ότι ρεαλιστικά (και πέραν του παιχνιδιού εντυπώσεων και του αγώνα δρόμου των τμημάτων δημοσίων σχέσεων φαρμακευτικών εταιρειών, πανεπιστημίων, εσχάτως και χωρών ολόκληρων) αποτελεσματικό εμβόλιο ή αιτιολογική θεραπεία για τον κορονοϊό δεν προβλέπεται μάλλον ούτε εντός του 2021, η ψευδής αυτή εντύπωση ότι «νικήσαμε την επιδημία», επειδή την αποφύγαμε μόνο προσωρινά ενώ απλώς σπρώξαμε το κύμα κορύφωσής της λίγο προς το μέλλον, έσπειρε τον εφησυχασμό και τώρα δρέπει απογοητεύσεις.
Τελικά το καλοκαίρι δεν ανέκοψε την πανδημία;
Όποιος είχε ποντάρει στο ελληνικό θέρος για να μειωθεί η ιική δραστηριότητα μάλλον διαψεύστηκε Ακόμα και τότε, βέβαια, στο τέλος της περιόδου του lockdown και εν μέσω θριαμβολογιών που σήμερα αποδεικνύονται μάλλον βιαστικές και έωλες, είχε επισημανθεί από αρκετούς –όσους παρακολουθούσαμε τότε την εξέλιξη της επιδημίας στο Εκουαδόρ, την πρώτη χώρα του Τροπικού που έπληξε η επιδημία– πως το ποντάρισμα στο καλοκαίρι και στις υψηλές θερμοκρασίες είναι πολύ επίφοβο.
Πώς βλέπετε τώρα το κλίμα που δημιουργείται τώρα, τις αντιδράσεις για το άνοιγμα των συνόρων για τον τουρισμό, ή την ανησυχία για τους εκδρομείς;
Ούτε λίγο ούτε πολύ φερθήκαμε ως κοινωνία σαν τον τρίτο υπηρέτη της παραβολής των ταλάντων στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: αφήσαμε τον χρόνο παντελώς αναξιοποίητο και τώρα τα αποτελέσματα της απραγίας μας έρχονται ζητώντας να πληρώσουμε τον λογαριασμό.
Και ως συνήθως θυμωμένοι που αυτός ο απλοϊκός υπολογισμός του «αν λουφάξω λίγο, θα περάσει η καταιγίδα» δεν «μας βγήκε» αναζητούμε εξιλαστήρια θύματα. Όμως και σε αυτό δεν είμαστε τόσο «τυχεροί», καθώς οι «βολικές» εξηγήσεις «μπάζουν από παντού».
Οι μετανάστες/πρόσφυγες, που πρώτοι στοχοποιήθηκαν από τα ΜΜΕ, εμφάνισαν κρούσματα που τους μεταδόθηκαν από Έλληνες και σίγουρα δεν μπορούν να ενοχοποιηθούν για το παρόν δεύτερο κύμα, αφού είναι ακόμα σε καθεστώς πολύμηνες πλέον γκετοποίησης και δη σε άθλιες συνθήκες. Ωστόσο, η κοινωνία μας θα κουβαλάει το στίγμα αυτής της μεταχείρισης των συνανθρώπων μας στην περίοδο της πανδημίας για χρόνια.
Οι τουρίστες που ενοχοποιούνται από μερίδα του Τύπου σήμερα κι αυτοί δεν μπορούν να επωμιστούν όλο το βάρος του ξεσπάσματος της επιδημικής δραστηριότητας αφού τα «εισαγόμενα» κρούσματα σε σχέση με τα «ντόπια» είναι μια μειοψηφία: τις τελευταίες ημέρες η αναλογία πέφτει με τα «εισαγόμενα» κρούσματα να φθάνουν έως και στο 20% του συνόλου.
Και τούτο είναι λογικό: με το lockdown ο ιός δεν εξαφανίστηκε, απλώς μειώθηκε ο ρυθμός εξάπλωσής του και ήταν λογικά αναμενόμενο βδομάδα τη βδομάδα και μήνα το μήνα οι φορείς να πολλαπλασιάζονται χωρίς να έχουν ανάγκη κανέναν «ξένο» για να «μας μολύνει». Επιπλέον, αυτή η οπτική δείχνει βαθιά περιφρόνηση για τους πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενους στον τουρισμό και στις συναφείς υπηρεσίες – το ίδιο δείχνει και η συλλήβδην υιοθέτηση της λογικής των κάθε είδους «μέτρων» για αυτούς τους κλάδους: αλήθεια, όποιος νομίζει πως είναι εύκολο να εργάζεται κανείς χειρονακτικά στους 40 βαθμούς στον ήλιο με «ολόσωμη πανοπλία» επί 10ωρο για ψίχουλα που απλώς του διασφαλίζουν την μη οριστική αποπτώχευσή του, ας «ρίξει πρώτος τον λίθον».
Τέλος στοχοποιήθηκαν εργαζόμενοι («γιατί ο φίλος του συγγενή του φίλου τους πήγε σε μια συναυλία»… ιχνηλάτηση της οποίας την ακεραιτότητα και αξιοπιστία πολύ λίγοι αναλογίζονται, «γιατί δεν φοράνε όλη μέρα πανιά που να τους καλύπτουν μύτη και στόμα» αλλά σε συνθήκες σαν κι αυτές που προαναφέρθηκαν κ.ο.κ.), η νεολαία (που έπινε περιπτερόμπυρες, συγχρωτιζόταν σε πλατείες, και τώρα κάνει διακοπές φλερτάροντας και κορυβαντιώντας μεταμεσονυκτίως) και εν γένει κάθε «διασκεδαστής» και ως εκ τούτου κοινωνικά ύποπτος για την πλέον συντηρητική ηθική οπτική.
Γιατί, όμως, εμφανίζονται τέτοιοι «ηθικοί πανικοί» σε σχέση με την αντιμετώπιση μια πανδημίας;
Είναι γνωστό ότι όταν υπάρχει αμηχανία στην κοινωνία και αδυναμία της επιστήμης να δώσει συγκροτημένες απαντήσεις, συχνά πρυτανεύουν γεμίζοντας το επεξηγηματικό κενό «οι διηγήσεις της γιαγιάς», διηγήσεις που ερμηνεύουν όλα τα δεινά που μας βρίσκουν με κριτήρια μάλλον ηθικού συντηρητισμού παρά προοδευτικού ορθολογισμού.
Με δυο λόγια, αν εξετάσει κανείς το θέμα με ανεπηρέαστη ορθολογική ματιά φαίνεται πως ό,τι και να γινόταν, εφόσον οι κοινωνικές δραστηριότητες επανήλθαν σε μια κάποια κανονικότητα, ήταν νομοτελειακό το να αυξηθεί και πάλι η μετάδοση του ιού. Το θέμα απλώς δεν είναι εκεί. Είναι στο τι θα έπρεπε να έχει γίνει και στο τι πρέπει να γίνει με δεδομένο ότι η επιδημία θα μεταδίδεται σε ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας.
Πώς θα σχολιάζατε τη διαρκή επαναφορά του θέματος της «ατομικής ευθύνης»;
Η –πάντα βολική!- «ατομική ευθύνη» απομακρύνει το ενδιαφέρον από το μόνο πραγματικά σημαντικό πεδίο, δηλαδή τις ευθύνες της συντεταγμένης κοινωνίας και των θεσμών της στο να προετοιμάσουν την χώρα για να εκτεθεί στην επιδημία με τις λιγότερες δυνατές απώλειες χωρίς κινδυνολογίες, ανεδαφικές προσδοκίες και παραπληροφόρηση.
Μήπως ήρθε η ώρα να αναμετρηθούμε με την πραγματικότητα της πανδημίας;
Πολύ σύντομα ωστόσο – και ανεξαρτήτως της «μαγικής εικόνας» που καλλιεργούν αρκετά μέσα ενημέρωσης– η «πραγματική πραγματικότητα» θα μας χτυπάει την πόρτα. Και τότε ίσως αναγκαστούμε να αναλογιστούμε τα αυταπόδεικτα:
• πως η επιδημία θα «περάσει από πάνω μας» αργά ή γρήγορα (και προτού έχουμε στην διάθεσή μας «μαγικές λύσεις» τύπου εμβολίου κλπ),
• πως πρέπει να αξιοποιηθεί ο χρόνος όσο το δυνατόν καλύτερα μέχρι να φτάσει η στιγμή της κορύφωσης της επιδημίας με τον τρόπο που περιγράφτηκε παραπάνω,
• πως ευτυχώς η επιδημία αυτή είναι πολύ λιγότερο φονική από όσο αρχικώς φοβήθηκε η ανθρωπότητα (σήμερα η θνητότητα από την νόσο υπολογίζεται από το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων στο 0.26% ενώ τον Γενάρη ακούγονταν ποσοστά της τάξης του 8.6%! – για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης οι εποχιακές γρίπες έχουν θνητότητα που υπολογίζεται στο 0.1%)
• πως κάποιες κατηγορίες συνανθρώπων μας κινδυνεύουν ιδιαίτερα και γι αυτό πρέπει να προστατευτούν με ειδικά μέτρα (οι θάνατοι σε γηροκομεία αποτελούν το 35-65% του συνόλου των θανάτων από την επιδημία σε Ευρώπη και Β. Αμερική)
• πως οι υπόλοιποι, που δεν έχουμε ιδιαίτερους λόγους ευαλωτότητας, μάλλον θα κολλήσουμε ούτως ή άλλως (όσοι δεν έχουμε ήδη εκτεθεί στον ιό δίχως να το καταλάβουμε), γι αυτό και συν τω χρόνω ο αριθμός των «κρουσμάτων» καθαυτός (και δη των ασυμπτωματικών ή εκείνων που έχουν ήπια συμπτώματα, που άλλωστε είναι και η πλειοψηφία των όσων εκτίθενται στον ιό) δεν θα έχει καμία σημασία, όπως δεν θα έχουν και τα χαρακτηριστικά των όσων είναι «κρούσματα» (αν δηλαδή είναι νέοι, ηλικιωμένοι ή παιδιά, αν πήγαν διακοπές ή σε συναυλίες κ.ο.κ.).
Τι μπορούμε να κάνουμε αυτή τη στιγμή;
Το να αντικρύσουμε κατάματα την πραγματικότητα είναι συστατικό στοιχείο του να μπορέσουμε να αναπτύξουμε απέναντι σε αυτήν τις αποτελεσματικότερες αντιδράσεις. Γιατί υπάρχει ακόμα χρόνος να κάνουμε όσα δεν κάναμε από την αρχή της πανδημίας. Μέτρα σαν κι αυτά που αναφέρθηκαν εξαρχής δεν θα βοηθήσουν μόνο στην αποτροπή των θανάτων από κορονοϊό. Στηρίζοντας το σύστημα υγείας και πρόνοιας της χώρας θα δράσουν αποτρεπτικά και για άλλα νοσήματα και παθολογικές καταστάσεις σώζοντας ανθρώπινες ζωές τα επόμενα χρόνια. Γιατί ακόμα και για το 2020 τα νοσήματα στα οποία θα οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος της θνησιμότητας σε ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες θα είναι άλλα – και οφείλουν κι αυτά αν μη τι άλλο την προσοχή της κοινωνίας και της Πολιτείας. Κι αυτό παρά το αλαλούμ που έχει επικρατήσει σε διάφορες χώρες με την αλλαγή του τρόπου καταχώρησης των αιτιών θανάτου όπως π.χ. το να καταχωρούνται άνθρωποι με πολλαπλά σοβαρά και καταληκτικά υποκείμενα νοσήματα ως θάνατοι από κορονοϊό επειδή απλώς είχαν ένα θετικό τεστ ή ακόμα και χωρίς καμία εργαστηριακή επιβεβαίωση με μόνη την κλινική γνωμάτευση ενός γιατρού πως είχαν κορονοϊό.
Η αποϊδρυματοποίηση του συστήματος φιλοξενίας ηλικιωμένων, χρονίως πασχόντων, ΑμεΑ αλλά και γενικότερα των δομών κλειστής φιλοξενίας, η αποσυμφόρηση των φυλακών και η κοινωνική ένταξη των μεταναστών και προσφύγων, η συγκρότηση συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, συστήματος επιδημιολογικής επιτήρησης και η ενίσχυση της δημόσιας νοσοκομειακής περίθαλψης είναι μέτρα που θα έσωζαν πολλές ζωές πραγματικών ανθρώπων και μάλιστα εις το διηνεκές.
Το να τρεφόμαστε με φρούδες προσδοκίες και να εθελοτυφλούμε ή να ψάχνουμε εξιλαστήρια θύματα κατά πάσα πιθανότητα θα μας οδηγήσει ως κοινωνία σε μεγαλύτερες απώλειες. Και όπως ακριβώς κανείς οφείλει να είναι πάντα επιφυλακτικός απέναντι σε κάθε είδους «σωτήρες» των οποίων αυτόκλητη αποστολή είναι το να «μας σώζουν» από κάθε λογής κινδύνους, έτσι κανείς θα πρέπει να είναι άκρως επιφυλακτικός απέναντι σε όποιον «τάζει» σήμερα ότι έχει την λύση για να μην έχουμε καμία απώλεια.
Αντιθέτως, εάν να πάψουμε να βαυκαλιζόμαστε, μπορούμε να απαιτήσουμε να παρθούν τα πραγματικά και ρεαλιστικά απαραίτητα μέτρα, ώστε να θρηνήσουμε λιγότερα θύματα. Και το συντομότερο το πάρουμε απόφαση, το καλύτερο για την κοινωνία μας. Ο χρόνος που δανειστήκαμε, όπως και με τα χρηματικά δάνεια, κάποια στιγμή θα μας τελειώσει. Και αν δεν τον αξιοποιήσουμε, η αποπληρωμή θα είναι μάλλον επώδυνη….
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις