Η σύνδεση της επιστήμης με την πρόοδο της ανθρωπότητας είναι μία από τις παραδοχές που συνοδεύουν τη νεωτερικότητα. Η επιστήμη συνδέθηκε με την κατανόηση της φύσης, την απόκτηση ελέγχου πάνω σε αυτήν, τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και – λίγο αργότερα – την κατανόηση των ίδιων των κοινωνικών φαινομένων. Γι’ αυτό κατέκτησε μια θέση αυθεντίας, την ώρα που άλλοι θεσμοί διαπίστωσαν ότι έπρεπε να δώσουν αγώνα για να ανακτήσουν το κύρος τους, ξεκινώντας από τις οργανωμένες θρησκείες.

Στις μέρες της πανδημίας το στοιχείο αυτό είναι ακόμη πιο έντονο. Σε μεγάλο βαθμό οι επιλογές των κυβερνήσεων παγκοσμίως, ακόμη και εάν έχουν να κάνουν με κρίσιμες πλευρές που αφορούν τη συνολική κοινωνική συνθήκη, λαμβάνονται κατά βάση ύστερα από υποδείξεις ειδικών επιστημόνων. Αντίστοιχα, η βασική επωδός στις πολιτικές αντιπαραθέσεις γύρω από τα μέτρα που ακολουθούνται για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι ακριβώς το εάν και σε ποιον βαθμό λαμβάνονται υπόψη οι υποδείξεις των ειδικών.

Αυτή η εντυπωσιακή απόδοση κύρους στον επιστημονικό λόγο δεν είναι καινούργια. Εάν κάτι εντυπωσιάζει, είναι ο τρόπος που δείχνει να έχει παραμεριστεί ένα ολόκληρο σύνολο επιχειρημάτων, θεωρητικών σχημάτων αλλά και επιστημονικών ερευνών που υπογράμμισαν ότι η επιστήμη, όπως κάθε κοινωνική πρακτική, δεν είναι στεγανοποιημένη απέναντι στην ιδεολογία, διαπερνάται από τις κοινωνικές συγκρούσεις και υφίσταται τα αποτελέσματα εξουσιαστικών στρατηγικών, με αποτέλεσμα αυτό που παρουσιάζεται ως «αντικειμενικό» επιστημονικό πόρισμα συχνά να είναι μια ιδεολογικά φορτισμένη κοινωνική παραγωγή.

Ο 20ός αιώνας υπήρξε ταυτόχρονα η κορύφωση της πίστης σε μια ορισμένη εκδοχή επιστημονικότητας και τη διασύνδεσή της με την τεχνολογία, αλλά και η περίοδος που αυτή κλονίστηκε. Κατά κύριο λόγο αυτό δεν πήρε τη μορφή ενός ρομαντικού φλερταρίσματος με τον ανορθολογισμό (νήμα που το συναντάμε ήδη από τον 19ο αιώνα) όσο μιας κριτικής προσέγγισης του ίδιου του επιστημονικού φαινομένου.

Αμφισβήτηση

Κατ’ αρχάς, είχαμε όλες τις μεγάλες συζητήσεις στον χώρο της φιλοσοφίας των επιστημών και της επιστημολογίας. Εκεί όπου μια εκδοχή θετικισμού που ενίσχυσε το κλίμα επιστημονισμού φάνταζε κυρίαρχη, είδαμε την κρίση αυτού του υποδείγματος. Μεγάλοι φιλόσοφοι της επιστήμης όπως ο Τόμας Κουν, ο Ιμρε Λάκατος και ο Πολ Φεγιεράμπεντ αμφισβήτησαν το κλασικό θετικιστικό αφήγημα για την επιστημονική πρόοδο, δείχνοντας ότι δεν υπάρχουν καθαρά εμπειρικά δεδομένα έξω από τη θεωρία που τα συγκροτεί, ότι αντί για γραμμική πρόοδο υπάρχουν επιστημονικές τομές και επαναστάσεις, ότι δεν υπάρχει «μία» ενιαία επιστήμη αλλά συγκρουόμενα συστήματα σκέψης.

Στην αμφισβήτηση μιας θετικιστικής αντίληψης για την επιστήμη προστέθηκε σταδιακά, ξεκινώντας από τις κοινωνικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1960, ένα κίνημα κριτικής της ουδετερότητας της επιστήμης. Η διασύνδεση της επιστήμης με τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων, η ανάδειξη του περιβαλλοντικού προβλήματος και των επιπτώσεων της ανεξέλεγκτης βιομηχανικής ανάπτυξης, η διαπίστωση ότι η επιλογή τεχνολογιών από τη βιομηχανία γινόταν συχνά με κριτήρια κόστος και όχι με κριτήρια ασφάλειας και ποιότητας, η αμφισβήτηση του τεϊλορισμού και της «επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας» στα μεγάλα φορντικά εργοστάσια, η χρήση των κοινωνικών επιστημών για την χειραγώγηση της κοινωνικής γνώμης, η υποτίμηση της πρόληψης και των κοινωνικών αιτιών των ασθενειών και η προτίμηση της εκ των υστέρων «επισκευαστικής» ιατροφαρμακευτικής παρέμβασης, ήταν μερικά από τα πεδία αυτής της κριτικής.

Η κριτική αυτή, που σταδιακά εμπλουτίστηκε και με άλλες διαστάσεις (σημαντική η συνεισφορά των φεμινιστικών και των απο-αποικιακών σπουδών), συνέβαλε στην επίγνωση μεγάλων κινδύνων (η διασύνδεσή της με το οικολογικό κίνημα είναι μία τέτοια μορφή, όπως και πτυχές που αφορούν την ασφάλεια προϊόντων), ανέδειξε κοινωνικές διαστάσεις που είχαν υποτιμηθεί (για παράδειγμα σε ζητήματα δημόσιας υγείας) και έδωσε το έναυσμα για μια πιο κριτική και αναστοχαστική εκπαίδευση των επιστημόνων. Ταυτόχρονα, όμως, συχνά λοιδορείται ή βρίσκεται στο στόχαστρο, ιδίως εκεί όπου υπογραμμίζει το τεράστιο πρόβλημα της χειραγώγησης της επιστημονικής έρευνας από τη χρηματοδότηση από ιδιωτικές επιχειρήσεις και τους κινδύνους που αυτό μπορεί να συνεπάγεται.

Γι’ αυτό τον λόγο και η τρέχουσα τάση επιστροφής σε μια σχεδόν απλοϊκή εκδοχή της επιστημονικής αυθεντίας, που καταλήγει συχνά σε μια διαρκή επίκληση της γνώμης των ειδικών ως του μόνο κριτηρίου, παραβλέποντας την υπαρκτή αντιπαράθεση επιστημονικών απόψεων και τη διαρκή αμφισβήτηση των επιστημονικών πορισμάτων ως αναγκαία συνθήκη τελικά της ίδιας της επιστημονικότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική εξέλιξη. Ιδίως όταν οριακά υποκαθιστά την αναγκαία δημοκρατική πολιτική συζήτηση για επιλογές που παραμένουν βαθιά πολιτικές.

(Αυτο)κριτική της επιστήμης

Αυτός ήταν ο τίτλος μιας συλλογής κειμένων που επιμελήθηκαν οι Αλέν Ζομπέρ και Ζαν-Μαρκ Λεβί-Λεμπλόν και κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1973 και την ίδια χρονιά στα ελληνικά, σε μια μάλλον δυσεύρετη πια έκδοση, και η οποία κάνει κριτική αποτίμηση του κοινωνικού ρόλου της επιστήμης την επαύριον του Μάη του 1968. Τα κείμενα μπορεί να φαίνονται σχηματικά σήμερα, ή το ενδιαφέρον να έχει μετατοπιστεί σε άλλες πλευρές της επιστήμης, όμως η αναγκαιότητα ανάλογων διαβημάτων παραμένει.