Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά
Στις διακοπές μου φέτος ούτε κλάμπαρα ούτε πάρταρα. Μετρημένες φορές αντιμετώπισα συνωστισμό και τότε είτε στερέωσα τη μάσκα και απολύμανα τα χέρια μου είτε απομακρύνθηκα δρομαίως. Δεν υπήρξα παραφωνία
Το ρεπορτάζ των ημερών μονοπωλούν σχεδόν οι καθ’ ημάς Γιουχάν. Τα σημεία όπου οι παραθεριστές συγχρωτίσθηκαν, ξεσάλωσαν, αψήφησαν – πρώτα οι τοπικές Αρχές κι έπειτα οι ίδιοι – τον κορωνοϊό. Και δημιουργήθηκαν εστίες υπερμετάδοσης. Και πολλαπλασιάζονται εσχάτως τα κρούσματα.
Καθένας κάνει ωστόσο και το προσωπικό του ρεπορτάζ. Προσλαμβάνει την πραγματικότητα και με τις δικές του αισθήσεις. Ξέρει τι συμβαίνει γύρω του, δεν περιμένει να το διαβάσει στις εφημερίδες, να το μάθει από τις οθόνες. Μπορεί να διακρίνει τον κανόνα από τις εξαιρέσεις.
Στις διακοπές μου φέτος ούτε κλάμπαρα ούτε πάρταρα. Μετρημένες φορές αντιμετώπισα συνωστισμό και τότε είτε στερέωσα τη μάσκα και απολύμανα τα χέρια μου είτε απομακρύνθηκα δρομαίως. Δεν υπήρξα παραφωνία. Οι συντριπτικά περισσότεροι συμπολίτες μας τηρούν τα μέτρα προφύλαξης και κατακεραυνώνουν με το βλέμμα όσους τα παραβαίνουν. Ακόμα και οι εικοσάρηδες συμμορφώνονται δυσφορώντας – αλίμονο και να μη δυσφορούσαν! τι νέοι θα ήταν;
Στις διακοπές μου φέτος δεν είδα την πατρίδα μου ανέμελη, απείθαρχη, να ξύνεται στην γκλίτσα του Covid-19. Την είδα μελαγχολική, με χαμηλωμένα φώτα και με άδεια ταμεία. Σαν μια γιορτή που ματαιώθηκε.
Κατηφορίζουμε από τον Βορρά προς την πόλη της Κέρκυρας. Κοντεύει έντεκα το βράδυ. Δοθέντος ότι τα μεσάνυχτα κλείνουν τα πάντα, το κέφι θα έπρεπε να βρίσκεται τώρα στο ζενίθ του, ο κόσμος να τρωγοπίνει βουλιμικά προτού να αποσυρθεί στα δωμάτια ή να αράξει στην παραλία για ρομάντζα. Ποιος κόσμος; Τρία τραπέζια ζήτημα άμα είναι κατειλημμένα σε κάθε ταβέρνα. Μία παρέα, δυο ζευγάρια και πεντέξι ξέμπαρκοι στοιχειώνουν κάθε μπαρ. Τα μηχανάκια παρατάσσονται ανοίκιαστα στις μάντρες, τα είδη θαλάσσης – ψάθες, μαγιό, καπέλα – ντανιάζονται στις βιτρίνες. Μέχρι πέρυσι αναγκαζόσουν να πηγαίνεις με είκοσι χιλιόμετρα για να μην παρασύρεις τίποτα μεθυσμένους πιτσιρικάδες. Φέτος σανιδώνεις το γκάζι, το πολύ να την πληρώσει κανένα κουνάβι…
Τον Ιούνιο παρόμοιες εικόνες ίσως να σου έμοιαζαν ενδιαφέρουσες, σχεδόν καλοδεχούμενες – είχες μπουχτίσει τόσα χρόνια από τα στίφη των αλλόφυλων. Διαγενομένου τού Δεκαπενταύγουστου, σου προξενούν θλίψη. Κι ας μη βιοπορίζεσαι από τον τουρισμό, κρύος ιδρώτας σε λούζει στη σκέψη μιας Ελλάδας με αναιμική προσέλευση επισκεπτών.
Εδώ και μισό τουλάχιστον αιώνα, αφότου ξεκίνησαν οι μαζικές καλοκαιρινές ροές, εκφράζεται έντονα ο αντίλογος. Αλλος έφριττε στην προοπτική να γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Αλλος διακήρυσσε πως ξεπουλιούνται οι εθνικές μας γαίες σε πλούσιους αλλοδαπούς, οι οποίοι κατασκευάζουν βίλες και ξενοδοχεία. Κάποιοι έκρουαν κώδωνα κινδύνου για το περιβάλλον, κάποιοι για τα ορθόδοξά μας ήθη που απειλούνταν από τους «οξαποδώ». «Η χώρα μας», διατείνονταν οι πλέον συγκροτημένοι, «θα όφειλε να στηρίζεται οικονομικά σε διαφορετικούς πυλώνες. Το εργατικό δυναμικό να απασχολείται στη γεωργία και στη μεταποίηση. Να λειτουργούν μεγάλες παραγωγικές μονάδες, να εξάγουμε αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα. Αντί για νταραβεριτζήδες της εστίασης και της διασκέδασης, να βγάζουμε τεχνικούς!».
Να λοιπόν που είδαμε φέτος την Ελλάδα με δύο και όχι με τριάντα δύο εκατομμύρια τουρίστες.
Δεν είναι η προοπτική ενός ζοφερού οικονομικά χειμώνα το μοναδικό πράγμα που σε μελαγχολεί. Είναι η αίσθηση πως εξορίστηκες ξάφνου από το επίκεντρο στο περιθώριο του παγκόσμιου χάρτη. Οτι οι ξένοι – που τους λιμπίζεσαι και που τους περιπαίζεις, που τους γοητεύεις και που γοητεύεσαι από εκείνους – σου γύρισαν αναγκαστικά την πλάτη. Κι έμεινες μόνος σου να κερνιέσαι από τα έτοιμα. Το χταπόδι στα κάρβουνα έχασε – λες – τη νοστιμιά του. Το κρασί το άρωμά του.
Υπήρχαν από την αρχαιότητα μέρη που ακτινοβολούσαν πέρα από θάλασσες κι από στεριές. Που λαχταρούσε ο καθένας να τα επισκεφθεί, έστω και μια φορά. Να προσκυνήσει τα μνημεία τους, να φωτιστεί από τη φλόγα τους. Να απολαύσει τον ηδονικό τους βίο. Οι Δελφοί. Η κλασική Αθήνα. Η Αλεξάνδρεια όπως μας την παραδίδει ο Καβάφης. Η Βασιλεύουσα, οι Αγιοι Τόποι.
Η Ελλάδα, από την εποχή του λόρδου Βύρωνα μέχρι τον 21ο αιώνα, αποτελεί έναν τέτοιο προορισμό. Και ο ψυχικά τυφλός άμα αντικρίσει την Καλντέρα και ο αστοιχείωτος εάν σταθεί εμπρός στις Καρυάτιδες και ο ανέραστος εάν ξαπλώσει στη ζεστή αμμουδιά, θα νιώσει ό,τι δεν είχε ποτέ φανταστεί.
Ας γίνει η πανδημία αφορμή για να επανεξετάσουμε την τουριστική μας πολιτική. Ας βελτιώσουμε τις υπηρεσίες μας, ας υψώσουμε τον πήχη. Ας αξιοποιήσουμε την πιο σύγχρονη τεχνολογία. Ας αναπτύξουμε τομείς στους οποίους υστερούμε, τον αγροτουρισμό, τον τουρισμό της τρίτης ηλικίας. Μη διανοηθούμε όμως στιγμή την πατρίδα μας σαν μια μεσαίου μεγέθους ενδοστρεφή χώρα, που θα στηρίζεται δήθεν στις δικές της δυνάμεις και θα κοιτάει καχύποπτα τους ξένους επισκέπτες. Σαν κάτι άλλο από ένα περιπόθητο κέντρο διερχομένων. Η Ελλάδα υπάρχει με τον κόσμο, για τον κόσμο.
- Το παιχνίδι της διελκυστίνδας: Μύθοι και πραγματικότητες
- Ο Πούτιν, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι νατοϊκές «φουρτούνες» στη Μαύρη Θάλασσα
- Τα διατροφικά trends που θα «φορεθούν» πολύ μέσα στο 2025
- Το Παλάτι, οι έρωτες και οι εμμονές: Η υπόθεση της Jane Andrews που έκανε άνω κάτω τη βασιλική οικογένεια
- Γιατί η Barbie επέλεξε να γίνει άνθρωπος – και τι απέγινε ο Ken;
- Πώς η ΑΑΔΕ εξάρθρωσε το κύκλωμα λαθρεμπόρων αλκοολούχων ποτών