Αν αφήσουμε στην άκρη τη χρονική στιγμή της υπογραφής της, που όπως φαίνεται προκάλεσε ένταση όχι μόνο στην Αγκυρα αλλά και στο Βερολίνο, η συμφωνία με την Αίγυπτο έχει ένα κοινό σημείο με την ανακοίνωση του Πρωθυπουργού για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνη στα 12 μίλια στο Ιόνιο: τον ρεαλισμό. Εναν ρεαλισμό που αποτυπώνεται όχι τόσο σε αυτά που λέγονται, όσο σε αυτά που υπονοούνται. Και με τα οποία η Αθήνα κλείνει το μάτι σε συμμάχους και αντιπάλους.

Με τη συμφωνία που υπέγραψε με το Κάιρο, η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζει εμμέσως ότι δεν διεκδικεί επήρεια 100% και για την τελευταία γωνία της ελληνικής επικράτειας, όπως θα ήθελε το εθνικιστικό λόμπι. Το συζητά, στο πλαίσιο των σχέσεων καλής γειτονίας και του διεθνούς δικαίου. Και δεν το συζητά μόνο με όσους έχουν καλή θέληση να συζητήσουν αλλά, δυνητικά, και μ’ εκείνους που τους αρέσει ο τσαμπουκάς.

Με την απόφαση πάλι για μερική επέκταση των χωρικών υδάτων μόνο στο Ιόνιο, και ενδεχομένως στη συνέχεια νοτίως της Κρήτης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγνωρίζει ότι το Αιγαίο αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση. Και σίγουρα δεν είναι «κλειστή ελληνική λίμνη», όπως είχε πει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το βήμα της ελληνικής Βουλής το 1976. Με άλλα λόγια, οι κινήσεις της Ελλάδας δεν υπαγορεύονται από τον φόβο του τουρκικού casus belli, αλλά από το άρθρο 15 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας που στην περίπτωση των «ημίκλειστων θαλάσσιων περιοχών» ζητά από τις παράκτιες χώρες να συνεργάζονται για την επίλυση των διαφορών τους.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος διαφωνεί. Θεωρεί ότι δεν βοηθά την ελληνική θέση στις διαπραγματεύσεις, αν και όποτε γίνουν, αυτή η έμμεση διπλή αναγνώριση. Πιστεύει μάλιστα ότι δεν πρέπει καν να δοθεί η εντύπωση ότι γίνεται έμμεσα αποδεκτή η θεωρία περί «ειδικών περιστάσεων» στο Αιγαίο. Και με τον παροιμιωδώς γοητευτικό τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, ζητά από την κυβέρνηση να δηλώσει ρητά ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο δεν συνιστά «αντιδιαστολή» προς το Αιγαίο.

Μια τέτοια επίσημη τοποθέτηση, όμως, όχι απλώς δεν θα προσέφερε τίποτα, αλλά θα δυναμίτιζε και το κλίμα στοιχειώδους εμπιστοσύνης που είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση κάποιας επαφής ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες. Εμπειρος διπλωμάτης θυμάται ότι σε προηγούμενες φάσεις αυτού του διαλόγου το κλίμα βελτιωνόταν θεαματικά μόλις γινόταν από την ελληνική πλευρά έστω και κάποιος υπαινιγμός ότι δεν είναι στις προθέσεις της ο αποκλεισμός της Τουρκίας από το Αιγαίο.

Εκτοτε, βέβαια, η Τουρκία έχει αλλάξει. Και πολλοί υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε συζήτηση μαζί της είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Αν η ελληνική κυβέρνηση δεν συμφωνεί, τότε όσο λιγότερα λέει δημοσίως τόσο καλύτερα. Μόνο έτσι μένει ανοιχτό ένα παράθυρο διαλόγου. Κατ’ αντιδιαστολή προς τη σύγκρουση, φυσικά.