Δεν είναι μόνο οι γραφικές καρικατούρες των σόσιαλ μίντια. Ούτε μόνο ο Μπαλάφας, ο Κραουνάκης, ο Λέκκας, ο Θαλασσινός και κάποιοι άλλοι – κυρίως του έντεχνου. Οι θεωρίες συνωμοσίας, όπως συνηθίσαμε να λέμε το λάβαρο της μπουρδολογίας απέναντι στην τεκμηρίωση της επιστήμης, την αντιπαράθεση της υποκειμενικής γνώμης με την αντικειμενική γνώση, είναι πλέον ένα γενικευμένο φαινόμενο. Ναι, σίγουρα, δεν είναι μόνο ελληνικό. Μοιάζει περισσότερο με ένα πλοκάμι εγωκεντρικής φαντασιοπληξίας που μπορεί να ενώνει τον διανοούμενο Αγκαμπεν με τον playboy Μπριατόρε και τον άτεγκτο Παπακωνσταντίνου (αυτόν της «Μοσχαροκεφαλής» εννοώ). Εμένα, ωστόσο, με ενδιαφέρει τι γίνεται στη χώρα μου. Από πού προέκυψε αυτή η βεβαιότητα της άγνοιας που προσβάλλει όλο και περισσότερους; Πού βρίσκεται η άκρη της «κόκκινης κλωστής δεμένης στην ανέμη τυλιγμένης» που δίνει κλώτσους στην πραγματικότητα χάριν του παραμυθιού (ή της προσωπικής παραμύθας του κάθε «ποιητή του κάρου»;).

Προσωπικά, τη βρίσκω εκεί κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Για να θυμηθούμε εκείνα τα χρόνια. Η ιδιωτική τηλεόραση είχε φέρει μια καινούργια γλώσσα και μια φρέσκια αισθητική. Μαζί όμως και τα αναπόφευκτα «φερτά υλικά» των μικρών καναλιών που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Πέτρες, χώματα και καδρόνια υποκουλτούρας. Ηταν τότε που το κιτς, έτσι όπως περιγράφεται στην εξαιρετική έκδοση «Κάτι το ωραίον» (1984), έγινε καλτ. Μετατράπηκε δηλαδή σε ένα είδος κουλτούρας που υιοθετήθηκε από όσους ήθελαν – και καλά – να βγάλουν τη γλώσσα τους στο κατεστημένο. Από αυτούς που έκαναν μόδα εκπομπές σαν το «Ερωτοδικείο» και το «Αυτόφωρο», που ανήγαγαν σε τηλεοπτικούς αστέρες τον Πέτρο Λεωτσάκο, την Πέπη Τσεσμελή και κάτι Αννες Γούλες, που εκχυδαΐσανε τους τρανσέξουαλ περιφέροντας από εκπομπές σε κλαμπ θλιβερές ρεπλίκες της Μαρίας Κάλλας και ανήγαγαν σε «μεγάλους» καλλιτέχνες τον Τερλέγκα και τη Θώδη. Αγνοώντας (ή μπορεί και γνωρίζοντας) ότι ο χλευασμός και ο θαυμασμός είναι, πολλές φορές, συγκοινωνούντα δοχεία.

Κάπου εκεί άρχισε να χάνεται το μέτρο και μαζί η αίσθηση της άγνοιας (το να πω η αιδώς ακούγεται ως πολυτέλεια σήμερα). Η αντικειμενική αξία και η αναγνώρισή της αντικαταστάθηκαν από το «εγώ γουστάρω». Και αφού εσύ (κοπελιά ή παλικάρι μου) γουστάρεις τον Βολάνη και τον Μίστερ Εθνικά Μπούτια και αποκαλείς «θεά» τον Ανδρέα Ευαγγελόπουλο (προφανώς διότι ο εγωκεντρισμός σου θέλει ακόμη και τα είδωλά σου να είναι κατώτερα από εσένα), ποιος θα σου φέρει αντίρρηση; Από κει και πέρα, η διαδρομή μέχρι το να ανακηρύξεις τον εαυτό σου ειδικό επί των πάντων και κάτοχο της απόλυτης αλήθειας μπορεί να φαίνεται μεγάλη αλλά, στην πραγματικότητα, είναι τόση δα.

«Η καταγραφή του εκπεσμού της ποιότητας ζωής σε όλον τον κορμό της νεοελληνικής κοινωνίας δίνει την εντύπωση μιας πανδημίας που απλώνεται […] Πρόβλημα προσωπικό κάθε πολίτη, να δει πάλι και εξαρχής τον περίγυρό του και να δει το μέρος της δικής του ευθύνης και συμμετοχής σε όσα συντελούνται…». Αυτά γράφουν στον πρόλογο του «Κάτι το ωραίον» οι φίλοι του περιοδικού «Αντί». Πόσο τραγικά επίκαιρο ακούγεται ύστερα από 36 χρόνια.