Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει πολιτικές που εφάρμοσε ο ίδιος και αναζητά την αριστερή έμπνευση στον… νεοφιλελευθερισμό
Ο ΣΥΡΙΖΑ υψώνει τους τόνους πολεμικής απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά παραβλέπει ότι ορισμένες πολιτικές είχαν ξεκινήσει επί των ημερών των δικών του κυβερνήσεων
Ιδιαιτέρως επιθετική ήταν η τομεάρχης Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Έφη Αχτσιόγλου με αφορμή τη συνέντευξη του επικεφαλής οικονομικού συμβούλου του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Πατέλη.
«Η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, κατά το μοντέλο του «ασφαλιστικού Πινοσέτ», επανέρχεται στο προσκήνιο ως κεντρική προτεραιότητα της κυβέρνησης», υποστήριξε σε δήλωσή της, επιμένοντας ότι «σοκάρει η αντίληψη της ΝΔ για το ασφαλιστικό». Για να συμπληρώσει: «Ο στενός συνεργάτης του κ. Μητσοτάκη, με την κανιβαλική δήλωση ότι «σταματάμε να παίρνουμε τα λεφτά των νέων και να τα δίνουμε στους ηλικιωμένους», ουσιαστικά αναιρεί με μία φράση τον χαρακτήρα της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, την αναδιανεμητική της λειτουργία και κάθε στοιχείο αλληλεγγύης των γενεών».
Υπό κανονικές συνθήκες η τοποθέτηση αυτή θα ήταν αναμενόμενη, έως και αυτονόητη. Ένα από τα σημεία που ορίζουν όντως μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά είναι η αντίληψη για το ασφαλιστικό σύστημα και το εάν προκρίνεται ένα αναδιανεμητικό σύστημα, όπου οι τωρινοί εργαζόμενοι πληρώνουν με τις εισφορές τους τις συντάξεις των τωρινών συνταξιούχων, ή ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα όπου η αυριανή σύνταξη κάθε ασφαλισμένου στηρίζεται στη συσσώρευση των σημερινών εισφορών του.
Μόνο που οι συνθήκες είναι κάπως διαφορετικές. Και αυτό γιατί στην Ελλάδα το κεφαλαιοποιητικό σύστημα έχει ήδη εισαχθεί και μάλιστα επί των ημερών της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα. Ήταν ο λεγόμενος «νόμος Κατρούγκαλου», ο 4387/2016 που πρώτος έκανε την αποφασιστική μετατόπιση προς την αντίληψη ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος, καθώς παρότι το σύστημα παρέμεινε τυπικά αναδιανεμητικό εισήχθη η λογική του οιονεί ατομικού λογαριασμού για τον υπολογισμό των τελικών παροχών που παραπέμπει στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Δεν είναι το μόνο παράδειγμα σχετικής παλινωδίας: μια ματιά σε δημοσιεύματα και ανακοινώσεις θα εντοπίσει αρκετές επικριτικές αναφορές στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Και εδώ μπορεί να κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται για μια εύλογη αριστερή κριτική, εφόσον αποτελεί έναν κοινό τόπο ότι πρακτικές όπως τα ΣΔΙΤ αποτελούν έμμεσες μορφές ιδιωτικοποίησης. Μόνο που η κριτική αυτή θα ακουγόταν πιο βάσιμη εάν δεν ήταν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που επέλεξε να υιοθετήσει την πρακτική των ΣΔΙΤ και να τα προωθήσει σε κρίσιμους κλάδους.
Η κριτική στην έκθεση Πισσαρίδη και το ξεχασμένο «ολιστικό» αναπτυξιακό σχέδιο
Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ έχει με διάφορους τρόπους ασκήσει έντονη κριτική στις προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη, με πιο χαρακτηριστική ίσως την αποστροφή του Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι «πιο ΔΝΤ δεν γίνεται». Και πάλι θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει εύλογη και αναγκαία αυτή την κριτική σε ένα κείμενο που όντως αποτυπώνει σε μεγαλύτερο βαθμό από όσο θα περίμενε κανείς ένα συνδυασμό ανάμεσα σε πιο ιδεολογικές τοποθετήσεις και περισσότερο γενικές προτάσεις.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν στη διακυβέρνηση επίσης δεν κατάφερε να διατυπώσει όντως ένα εναλλακτικό αναπτυξιακό σχέδιο. Ακόμη, και όταν διατύπωσε την το λεγόμενο «ολιστικό» αναπτυξιακό σχέδιο στο τέλος του τρίτου μνημονίου («Ελλάδα: μια στρατηγική ανάπτυξης για το μέλλον), οι προτάσεις που έκανε δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιδιαίτερα προοδευτικές, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι ξεκινούσε με τη δημοσιονομική πειθαρχία, δηλαδή την τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων ως τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Όταν ο Ευκλείδης Τσακαλώτος υπερασπίζεται το Υπερταμείο και το «μαξιλάρι»
Ακόμη πιο εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που εντός του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν να υπερασπίζονται συγκεκριμένες επιλογές που έκαναν στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας τους.
Ενδεικτική εδώ η επιμονή του Ευκλείδη Τσακαλώτου να υπερασπίζεται το Υπερταμείο υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν ένα εργαλείο ιδιωτικοποιήσεων, παρότι όλες και όλοι θυμόμαστε πολύ καλά ότι η επιμονή της Τρόικας για τη συγκρότησή αφορούσε ακριβώς τη δυνατότητα να μπορεί να «αξιοποιηθεί η δημόσια περιουσία», που προφανώς συμπεριλάμβανε και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Αντίθετα, για τον τότε υπουργό Οικονομικών το ζήτημα είναι «να μιλήσουμε σοβαρά για το Υπερταμείο που, παρά τα όσα λέγονται, δεν είναι ένα ταμείο ιδιωτικοποιήσεων. Είναι ένα εργαλείο που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη, όπως την έχουμε εμείς στο μυαλό μας. Ζήτημα που δεν είναι ανεξάρτητο από γενικότερα ερωτήματα για το πώς θα χρηματοδοτηθεί το σύνολο της οικονομίας, και ποιος είναι ο ρόλος της Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Με ανάλογο τρόπο σε πρόσφατη παρέμβασή του στην εφημερίδα Αυγή, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος υπερασπίστηκε τις πολιτικές λιτότητας που επέτρεψαν το σχηματισμό του λεγόμενου «μαξιλαριού» διαφωνώντας με όρους υποστηρίζουν ότι θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να είχε προχωρήσει σε πολιτική μικρότερης λιτότητας και μεγαλύτερων κοινωνικών παροχών: «Αποδείξαμε ότι δεν είμαστε σαν τους άλλους και γλιτώσαμε τη χώρα από μια χρεοκοπία που, αν δεν υπήρχε το μαξιλάρι, σήμερα θα είχε πραγματοποιηθεί.»
Η αντιπολιτευτική ευκολία και η στρατηγική αμηχανία
Οι ταλαντεύσεις και οι ανακολουθίες αυτές αποτυπώνουν την αντίφαση που διαπερνά σήμερα την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μια, η ίδια η δυναμική της πολιτικής αντιπαράθεσης ωθεί τον ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετεί ξανά βασικές πλευρές μιας κλασικής αριστερής κριτικής στον νεοφιλελευθερισμό, που επιτρέπουν υψηλούς αντιπολιτευτικούς τόνους και φαινομενικά τουλάχιστον φιλολαϊκή ρητορική.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να μην έχει αρθρώσει ένα πολιτικό και κυβερνητικό πρόγραμμα αρκούντως συγκροτημένο και κυρίως διακριτό από την κυβερνητική του πρακτική που περιλάμβανε ουκ ολίγες επιλογές που μόνο ως «νεοφιλελεύθερες» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις