Το κράτος, η Εκκλησία και ο Covid-19 στην Ελλάδα
H προστασία της δημόσιας ασφάλειας είναι αναμφίβολα κρατική αρμοδιότητα. Το κοσμικό και δημοκρατικό Κράτος δεν μπορεί να παραιτηθεί της πλήρους κυριαρχίας του
- Trump Force One: Αυτή είναι η ιστορία του χρυσού τζετ του Ντόναλντ Τραμπ
- «Οι Ορέσνικ εκλύουν θερμοκρασία 4000 βαθμών - Μετατρέπουν τα πάντα σε σκόνη» λέει ο Πούτιν
- Πατέρας κατηγορείται ότι ασέλγησε στον 5χρονο γιο του - Σοκαριστική η μαρτυρία του ανήλικου
- «Η Ειρήνη και η Πόπη προσπάθησαν να πουλήσουν τα παιδιά τους» - Για κυκλώματα κάνει λόγο μάρτυρας «κλειδί»
Της Enrica Martinelli Glinos *
Οι σχέσεις ανάμεσα στην Ελληνική Πολιτεία και την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ταυτοχρόνως σύνθετες, εύθραυστες και ανθεκτικές. Η συνταγματική προστασία την οποία απολαμβάνει η Εκκλησία της Ελλάδας, μαζί με το κύρος και τη δημοτικότητά της, επιβάλλουν στο Κράτος μια δύσκολη ενάσκηση της κοσμικότητας (laicità), που γίνεται πάντα σε προσεκτικούς και ήπιους τόνους. Η κοσμικότητα αυτή χρησιμοποιεί μια γραμματική διαφορετική από εκείνη που έχει διδαχθεί ο δυτικός παρατηρητής, σύμφωνα με την οποία η διαδικασία της εκκοσμίκευσης έχει αποβάλει από τη δημόσια συζήτηση τη θρησκεία, την έχει καταστήσει ένα ιδιωτικό σχεδόν συναίσθημα, σεβαστό μεν, αλλά χωρίς άμεση επίδραση στο κοινωνικό σώμα.
Ο υγειονομικός συναγερμός που έχει προκαλέσει όμως η επιδημία του SARS-Cov-2 έχει αφυπνίσει, σχεδόν παντού, την ανάγκη του Θείου. Πράγματι, η κακόβουλη δύναμη του ιού, ο οποίος αποτελεί μια αρχαία και ανθεκτική μορφή ζωής, έχει εκθέσει,τον μύθο της ατρωτότητας του ανθρώπου και των γνώσεών του, αντικαθιστώντας τον με τη βεβαιότητα της επισφάλειας. Όσο πιο αφοπλισμένη δείχνει η επιστήμη, τόσο περισσότερο αντιμετωπίζεται η θρησκεία ως ένα «καλό καταφύγιο».
Η διάδοση σε παγκόσμιο επίπεδο της πανδημίας του CoViD-19 έχει αναγκάσει τις κυβερνήσεις να αναζητήσουν μια διόλου εύκολη ισορροπία ανάμεσα σε δύο θεμελιώδεις απαιτήσεις που έχουν έρθει σε σύγκρουση: την προστασία της δημόσιας υγείας και την υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών.
Oι πολιτικές για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν συγκρουστεί, προσπαθώντας να προστατεύσουν τα ύψιστασυνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιωμάτα της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας των πολιτών, με άλλα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως είναι η ελευθερία της κυκλοφορίας, η ελευθερία του συναθροίζεσθαι και, κατά συνέπεια, η ελευθερία της θρησκείας και της λατρείας. Στην πρώτη φάση της πανδημίας, μπροστά στην ασυγκράτητη αύξηση των κρουσμάτων και τον αυξανόμενο κίνδυνο για την επιβίωση των πληθυσμών, πολλά θρησκευτικά δόγματα δέχθηκαν με θλίψη να υιοθετήσουν στο εσωτερικό των τόπων λατρείας τις διαδικασίες προφύλαξης και πρόληψης που υπέδειξαν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και οι εθνικές Τεχνικές Επιτροπές. Σε πολλές χώρες επιβλήθηκε lockdown και κατά συνέπεια εκκλησίες, συναγωγές, τεμένη και ναοί έκλεισαν και απαγορεύτηκε η συμμετοχή των πιστών στις τελετές.
Στην Ελλάδα, περισσότερο από αλλού, ήταν δύσκολο να επιτευχθεί ένας συντονισμός ανάμεσα στην πολιτική της κυβέρνησης και τη θέση της «επικρατούσας»Εκκλησίας. Ενώ στις αρχές Μαρτίου η κυβέρνηση λάμβανε έκτακτα μέτρα για την πρόληψη και τη συγκράτηση του ιού – απαγορεύοντας τις συναθροίσεις ακόμη και σε ανοιχτούς χώρους και κλείνοντας σχολεία, πανεπιστήμια και δημόσιες υπηρεσίες η Ορθόδοξη Εκκλησία έδειχνε να μη θέλει να αποδεχθεί την πραγματικότητα και να προτιμά να εναποθέσει τις ελπίδες της στο σωτήριο έργο του Ιησού Χριστού.
Οι εκκλησίες παρέμειναν έτσι ανοιχτές στους πιστούς, οι εικόνες συνέχισαν να εκτίθενται σε προσκύνημα και οι λειτουργίες εξακολούθησαν να γίνονται με τη συμμετοχή του χριστεπώνυμου πλήθους που καλούνταν να προσευχηθεί και να ακολουθήσει τις θρησκευτικές παραδόσεις του Πάσχα.
Ακόμη και για τον τρόπο μετάληψης της θείας κοινωνίας – με τη μορφή του Άρτου και του Οίνου που προσφέρεται με το ίδιο κοχλιάριο σε όλους τους πιστούς – και παρά τις ισχυρότατες επιστημονικές αποδείξεις ότι ο ιός μεταδίδεται κατ’ εξοχήν μέσω του σάλιου, οι εκκλησιαστικές αρχές υποστήριξαν ότι στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, ένα «φάρμακο αθανασίας», αποκλείεται να κρύβεται ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας.
Αυτή η θέση – που υιοθετήθηκε σε σύσκεψη την 9η Μαρτίου και επικυρώθηκε στην έκτακτη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου τη 16η Μαρτίου – δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες έκτακτης ανάγκης και κινδύνου για τη δημόσια υγεία και δικαιολογημένα προκάλεσε αντιδράσεις. Δύσκολα όμως θα μπορούσε να είναι διαφορετική, καθώς ερμηνεύει την παραδοσιακή θεολογική ανάγνωση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Επιδεικνύοντας σιδηρά συνοχή, η ανώτατη αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδας περιέβαλε με πίστη και ελπίδα τη σωτηρία της ψυχής αντί για εκείνη του σώματος και εμπιστεύθηκε το ποίμνιό της στη λυτρωτική δύναμη του Χριστού αντί για την αποτελεσματικότητα της ιατρικής επιστήμης.
Το παράδοξο
Μπορεί να αποδοκιμαστεί γι’αυτό; Μπορεί να επικριθεί επειδή πιστεύει και θέτει σε εφαρμογή αλήθειες που κηρύσσουν και άλλες Εκκλησίες; Πολλοί χριστιανοί ζουν σαν να έχει επιλυθεί το παράδοξο μεταξύ θρησκείας και νεωτερικότητας. Σαν να έχει βρεθεί η συνθετική συνταγή που μας επιτρέπει να είμαστε θρήσκοι και νεωτερικοί μαζί. Το παράδοξο αυτό είναι όμως άλυτο. Και το αποδεικνύει αυτή η πανδημία, επιβάλλοντας να θυσιαστούν σημαντικά στοιχεία της λατρείας στον βωμό της επιστήμης. Για την καταπολέμηση του CoViD-19, η επιστήμη είναι χωρίς αμφιβολία η ορθή επιλογή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία όμως, πιστή στον εαυτό της, αποφάσισε να επαναβεβαιώσει το δόγμα και δισχιλιετή της παράδοση.
Μπορεί κανείς ασφαλώς να καταλογίσει μια ακαμψία και μια αντιφατικότητα στις θέσεις των εκκλησιαστικών αρχών, που οδήγησαν τελικά την κυβέρνηση Μητσοτάκη να αποφασίσει στις 17 Μαρτίου, λίγες ημέρες πριν από τον γενικό lockdown, το κλείσιμο όλων των τόπων λατρείας σε εθνική κλίμακα, επιτρέποντας μόνο την ατομική προσευχή, για σύντομο χρονικό διάστημα και με την τήρηση απόστασης τουλάχιστον δύο μέτρων μεταξύ των πιστών.
Το πραγματικό πρόβλημα όμως που δημιούργησε αυτή η κατάσταση είναι το διπλό συνειδησιακό δίλημμα που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν πολλοί πιστοί. Από τη μια πλευρά, η συνειδητοποίηση του τρόπου με τον οποίο μεταδίδεται ο ιός ανάγκασε πολλούς πιστούς να αποφύγουν τη θεία λειτουργία, με αποτέλεσμα να θέσουν εν αμφιβόλω στοιχεία της πίστης τους. Από την άλλη πλευρά, οι πιστοί έζησαν μια σύγκρουση ανάμεσα στην υπακοή στις κυβερνητικές οδηγίες, που τους απαγόρευαν να παραστούν σε οποιαδήποτε συνάθροιση, άρα και να λάβουν μέρος σε θρησκευτικές τελετές σε χώρους λατρείας όπου επικρατεί συνωστισμός, και στο κάλεσμα της Εκκλησίας να μεταλάβουν άφοβα τη Θεία Ευχαριστία, «φάρμακο αθανασίας για την άφεση των αμαρτιών και την αιώνια ζωή».
Δυστυχώς ο ιός δεν αποδυναμώθηκε και η σύγκρουση αυτή δεν επιλύθηκε. Αντιθέτως, τα κρούσματα στην Ελλάδα βρίσκονται σε ανοδική πορεία και εκφράζονται φόβοι ότι μπορεί να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα δεύτερο κύμα της επιδημίας με ανυπολόγιστους κινδύνους για τη δημόσια υγεία.
Το ερώτημα αυτή τη στιγμή είναι αν η κυβέρνηση πρέπει ακόμη να περιμένει τη συγκατάθεση των εκκλησιαστικών αρχών προτού λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη συγκράτηση της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πρέπει να ισχύουν στο εσωτερικό των τόπων λατρείας και κατά τη διάρκεια των λειτουργιών.
Η αρμοδιότητα του κράτους
H προστασία της δημόσιας ασφάλειας είναι αναμφίβολα κρατική αρμοδιότητα. Το κοσμικό και δημοκρατικό Κράτος δεν μπορεί να παραιτηθεί της πλήρους κυριαρχίας του, εκχωρώντας σε άλλες αρχές την δυνατότητα να πάρουν αποφάσεις που ανήκουν στη δική του δικαιοδοσία. Σε μια κατάσταση υγειονομικής έκτακτης ανάγκης όπως η σημερινή, το δημοκρατικό και κοσμικό κράτος πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη να επιβάλλει μέτρα που κρίνει αναγκαία, έστω κι αν δεν είναι δημοφιλή.
Το κοσμικό και δημοκρατικό κράτος σέβεται τις θρησκείες, δεν αναμιγνύεται σε εκκλησιαστικά ζητήματα, και λαμβάνει μια ξεκάθαρη θέσηαπέναντι στους πολίτες του – πιστούς ή μη – όταν πρόκειται για την προστασία της υγείας τους και της ζωής τους.
Υπό το πρίσμα αυτό, νομίζω πως πρέπει να ερμηνευτεί η πρόσφατη κυβερνητική απόφαση, η οποία δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, και ανάμεσα στα μέτρα που προβλέπει για την αντιμετώπιση της διάδοσης του CoViD-19 περιλαμβάνει και την αναστολή μέχρι τις 31 Αυγούστου των θρησκευτικών τελετών οποιουδήποτε δόγματος και θρησκείας εκτός των χώρων λατρείας.
Με τέτοιου είδους επιλογές του κοσμικού κράτους γίνονται σεβαστές όλες οι συνειδήσεις.
*H Enrica Martinelli-Glinos είναι καθηγήτρια Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Nομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ferrara. Είναι επίσης δικηγόρος στο ΑποστολικόΔικαστήριοτης Αγίας Έδρας (Rota Romana)στο Βατικανό.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις