Ο μονόκερος του Τσβάιχ
Από την Αυστρία, ο Στέφαν Τσβάιχ πήγε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, τη Λότε, στην Αγγλία και κατόπιν στον Νέο Κόσμο: βάση του έγινε η Νέα Υόρκη, παρά την απέχθεια που του προκαλούσαν η πολυκοσμία και η κουλτούρα του σκληρού ανταγωνισμού της
Ο Στέφαν Τσβάιχ έγραψε το προσχέδιο της αυτοβιογραφίας του «Ο κόσμος του χθες» το καλοκαίρι του 1941, μέσα σε έναν συγγραφικό πυρετό, ενόσω οι τίτλοι των εφημερίδων επιβεβαίωναν πως τον πολιτισμό τον κατάπινε το σκοτάδι. Η αγαπημένη του Γαλλία είχε πέσει την προηγούμενη χρονιά στα χέρια των ναζί. Το Μπλιτς, ο βομβαρδισμός του Λονδίνου από τη Λουφτβάφε, είχε κορυφωθεί τον Μάιο, με σχεδόν 1.500 νεκρούς Λονδρέζους μέσα σε μία μόνο νύχτα. Η «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα», η εισβολή των δυνάμεων του Αξονα στη Σοβιετική Ενωση, είχε ξεκινήσει τον Ιούνιο. Τα Αϊνζατσγκρούπεν του Χίτλερ, τα τάγματα θανάτου, ακολουθούσαν τη Βέρμαχτ σφαγιάζοντας Εβραίους και άλλες διασυρμένες ομάδες ανθρώπων, συχνά με τη βοήθεια της τοπικής αστυνομίας και απλών πολιτών.
Ο ίδιος ο Τσβάιχ είχε εγκαταλείψει προληπτικά τη γενέτειρά του, την Αυστρία, το 1934. Στη διάρκεια του σύντομου, αιματηρού εμφύλιου πολέμου της χώρας εκείνον τον Φεβρουάριο, όταν ο Ενγκελμπερτ Ντόλφους, ο πρώην καγκελάριος και δικτάτορας πλέον της Αυστρίας, είχε καταστρέψει τη σοσιαλιστική αντιπολίτευση, η αστυνομία είχε πραγματοποιήσει έρευνα στο σπίτι του στο Ζάλτσμπουργκ ψάχνοντας δήθεν για κρυμμένα όπλα που προορίζονταν για τους αριστερούς αντάρτες. Ο Τσβάιχ ήταν την εποχή εκείνη ένας από τους πλέον γνωστούς ουμανιστές/πασιφιστές διανοούμενους της Ευρώπης: ο παραλογισμός και η χοντροκοπιά της αστυνομικής ενέργειας τον εξόργισαν τόσο που άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του την ίδια εκείνη νύχτα.
Από την Αυστρία, ο Στέφαν Τσβάιχ πήγε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, τη Λότε, στην Αγγλία και κατόπιν στον Νέο Κόσμο: βάση του έγινε η Νέα Υόρκη, παρά την απέχθεια που του προκαλούσαν η πολυκοσμία και η κουλτούρα του σκληρού ανταγωνισμού της. Τον Ιούνιο του 1941, λαχταρώντας ένα διάλειμμα από τους άλλους εμιγκρέδες που τον πολιορκούσαν εκλιπαρώντας για κάθε λογής βοήθεια, το ζευγάρι νοίκιασε ένα ταπεινό σπιτάκι στο Οσάινινγκ, μια κωμόπολη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, κοντά στις φυλακές Σινγκ Σινγκ. Εκεί ο Τσβάιχ βάλθηκε να γράφει σαν τρελός – «σαν επτά διάβολοι χωρίς ούτε έναν περίπατο», όπως το έθεσε – την αυτοβιογραφία του. Κάπου 400 σελίδες βγήκαν από μέσα του μέσα σε μερικές εβδομάδες.
Αυτή η δημιουργικότητα αντανακλούσε την αίσθηση του κατεπείγοντος που ένιωθε: το βιβλίο του, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Printa, σε μετάφραση των Αλεξίας Καλανταρίδου και Τατιάνας Λιάνη, συνελήφθη ως ένα είδος μηνύματος για το μέλλον. Είναι νόμος της ιστορίας, έγραφε, να μη βλέπουν, να μην αναγνωρίζουν οι σύγχρονοι άνθρωποι τα πρώιμα ξεκινήματα των μεγάλων κινημάτων που θα καθορίσουν την εποχή τους.
Για το καλό των επόμενων γενιών, που θα επιφορτίζονταν με το έργο της ανοικοδόμησης της κοινωνίας μέσα από τα ερείπια, αυτός ο πιονέρος της ευρωπαϊκής ιδέας, που ονειρευόταν μια ανεκτική Ευρώπη χωρίς σύνορα και έδωσε τέλος στη ζωή του τον Φεβρουάριο του 1942, μαζί με τη Λότε, απελπισμένος για το μέλλον της Ευρώπης και του πολιτισμού της, ήταν αποφασισμένος να καταγράψει τον τρόπο με τον οποίο είχε καταστεί δυνατή η ναζιστική βασιλεία του τρόμου, τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος και τόσο πολλοί άλλοι είχαν αποδειχθεί ανήμποροι να δουν το ξεκίνημά της.
Εχει άραγε δίκιο ο αμερικανός δοκιμιογράφος και μελετητής Τζορτζ Πρόχνικ να αναρωτιέται «πόσο μακριά στην κλίμακα του ηθικού εκφυλισμού θα έκρινε ο Τσβάιχ την Αμερική στη σημερινή της κατάσταση»; Εχει δίκιο να προειδοποιεί πως «η αβάσταχτη δύναμη της αυτοβιογραφίας του έγκειται στον πόνο του να κοιτάζεις πίσω και να βλέπεις πως υπήρξε ένα μικρό παράθυρο κατά το οποίο μπορούσες να αντιδράσεις, κι έπειτα να ανακαλύπτεις πόσο αιφνίδια και τελεσίδικα μπορεί να κλείσει αυτό το παράθυρο ερμητικά;».
Εχει δίκιο το «New Yorker» που αναδημοσίευσε μόλις πρόσφατα αυτό το άρθρο, το οποίο γράφτηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 2017, ακριβώς 17 ημέρες αφότου ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, θυμίζοντας πώς ο Τσβάιχ και οι σύγχρονοί του διανοούμενοι απέτυχαν να αντιληφθούν εγκαίρως τη σοβαρότητα του Χίτλερ, πώς ακόμα και τη δεκαετία του 1930 οι μεγάλες δημοκρατικές εφημερίδες, αντί να προειδοποιούν τους αναγνώστες τους, τους καθησύχαζαν καθημερινά «πως το κίνημα… θα κατέρρεε αναπόφευκτα σε χρόνο μηδέν», πώς εκείνα τα χρόνια πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να αντιληφθούν πως «μια νέα τεχνική συνειδητής κυνικής ανηθικότητας» βρισκόταν επί το έργον;
Είτε έχουν δίκιο είτε όχι, δυο πράγματα κράτησα από τις φετινές καλοκαιρινές διακοπές: ένα, αυτό το άρθρο με τίτλο «Πότε είναι πολύ αργά να σταματήσει ο φασισμός, σύμφωνα με τον Στέφαν Τσβάιχ» και, δύο, εκείνη την ιστορία με το τρίχρονο κοριτσάκι το γαντζωμένο πάνω στον φουσκωτό μονόκερό του που διασώθηκε ανοιχτά του Ρίου – γιατί έκανε τον γύρο του κόσμου αυτή η ιστορία, αναδημοσιεύτηκε από το γαλλικό «L’ Obs» μέχρι τους αμερικανικούς «New York Times», με έμφαση «στα μαγικά του μονόκερου», που μακάρι να μας βοηθήσουν όλους μας εδώ που έχουμε φτάσει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις