Η ελευθερία του τύπου στα μάτια των επαναστατημένων Ελλήνων – Η ιστορία της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά»
Όταν οι επαναστατημένοι Έλληνες πολεμούσαν και στοχάζονταν. Η εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά»
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Γράφει ο Σπύρος Βλαχόπουλος*
Η Επανάσταση των Ελλήνων από το 1821 δεν διεξαγόταν μόνο στα πεδία των μαχών. Διεξαγόταν και στα πεδία του λόγου και του πνεύματος, με κύριο μέσο διάδοσης τις εφημερίδες. Αρκεί να αναλογισθούμε πόσο μεγάλο κατόρθωμα αποτελούσε η έκδοση μιας εφημερίδας διακόσια περίπου χρόνια πριν, όταν οι Έλληνες πολεμούσαν εναντίον των Τούρκων και, δυστυχώς, μεταξύ τους.
Μια από τις σημαντικότερες εφημερίδες των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν τα «Ελληνικά Χρονικά». Εκδίδονταν στο Μεσολόγγι δυο φορές την εβδομάδα από τον Ιανουάριο του 1824 έως τον Φεβρουάριο του 1826. Εκδότης τους ήταν ο Ελβετός φιλέλληνας, Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ και τυπογράφος ο Δημήτριος Μεσθενεύς, εκ Θεσσαλονίκης.
Και οι δύο τους χάθηκαν τη νύχτα της εξόδου του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826). Σημαντική βοήθεια στην έκδοση των «Ελληνικών Χρονικών» πρόσφερε και ο βρετανός συνταγματάρχης Λ. Στάνχοπ, εκπρόσωπος της Φιλελληνικής Εταιρείας του Λονδίνου που συνόδευε τον Λόρδο Μπάϊρον. Πολλές φορές η κυκλοφορία της εφημερίδας αραίωνε ή διακοπτόταν λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, ιδίως μετά τα τέλη Απριλίου 1825 όταν άρχισαν οι κανονιοβολισμοί της τελευταίας πολιορκίας του Μεσολογγίου. Η (συνήθως τετρασέλιδη) εφημερίδα αρχικώς διανεμόταν μόνο σε συνδρομητές, στη συνέχεια όμως δωρεάν πρόσβαση σε ορισμένο αριθμό αντιτύπων είχαν και άλλοι πολίτες.
Τα «Ελληνικά Χρονικά» αποτελούν μια πολύτιμη πηγή γνώσης για την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Στα 226 φύλλα τους που κυκλοφόρησαν συνολικά και που έχουν συγκεντρωθεί σε έκδοση των Χ. Σπανού/Ν. Νίκα (1958), αποτυπώνονται οι πολεμικές συγκρούσεις εναντίον των Τούρκων, οι (δυστυχώς πολυάριθμες) εμφύλιες διαμάχες, το φιλελληνικό κίνημα, τα διπλωματικά παρασκήνια της ελληνικής επανάστασης, η προσπάθεια των επαναστατημένων Ελλήνων να αποκτήσουν στοιχειώδεις κρατικές δομές, ακόμα και τα ιδεολογικά και φιλολογικά ρεύματα της εποχής.
Στα «Ελληνικά Χρονικά» ξεδιπλώνονται οι δραματικές στιγμές της τελευταίας πολιορκίας του Μεσολογγίου, αλλά και πολλές άλλες στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Μέσα από τις σελίδες τους μαθαίνει κανείς πολλά για ιστορικά γεγονότα και για ιστορικά πρόσωπα, όπως λ.χ. για τις ανακρίσεις εναντίον του Γεωργίου Καραϊσκάκη και για τις τελευταίες στιγμές του εθνικού ευεργέτη, Ιωάννη Βαρβάκη. Αν πρέπει να ξεχωρίσει κανείς ένα φύλλο της εφημερίδας, αυτό είναι της 9ης Απριλίου 1824, το μοναδικό σε μαύρο πλαίσιο, που ανήγγειλε τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα : «Απαρηγόρητα θρηνεί μεταξύ των χαρμοσύνων του Πάσχα ημερών η Ελλάς, διότι αιφνιδίως στερείται από τας αγκάλας της τον πολύτιμον αυτής ευεργέτην, τον Λαμπρόν Λόρδον Βύρωνα». Μάλιστα, σε ένα από τα μεταγενέστερα φύλλα (11-2-1825) ο Σπυρίδων Τρικούπης παρουσιάζει και μεταφράζει ένα ηρωικό ποίημα που έγραψε ο Λόρδος Βύρων για τον αγώνα των Ελλήνων τον Ιανουάριο του 1824 κατά την παραμονή του στο Μεσολόγγι. Όπως γράφει ο Τρικούπης, «Μου εφάνη ότι εδιάβαζα την Διαθήκην της καρδιάς του».
«Η δημοσίευσις είναι ψυχή της δικαιοσύνης». Η ελευθερία του τύπου ως πεμπτουσία της Δημοκρατίας
Εάν υπάρχει μια φράση από τα «Ελληνικά Χρονικά» που έχει διασωθεί έως σήμερα, είναι αυτή που αντικρίζει κανείς όταν εισέρχεται στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ στο κτίριο της οδού Ακαδημίας: «Η δημοσίευσις είναι ψυχή της δικαιοσύνης». Πρόκειται για μια εμβληματική φράση που διατυπώθηκε αρχικώς από τον Jeremy Bentham και τυπώθηκε σε ένα από τα πρώτα φύλλα των «Ελληνικών Χρονικών», την 19η Ιανουαρίου του 1824. Μέσα σε μόλις έξι λέξεις περικλείονται συνταγματικές θεωρίες, που ακόμη και σήμερα απαντώνται στα εγχειρίδια συνταγματικού δικαίου: Η ελευθερία του τύπου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θεμελιώδη δικαιώματα και ανήκει στον πυρήνα του νομικού πολιτισμού όλων των ευνομούμενων κρατών. Όχι μόνο γιατί διασφαλίζει την έκφραση των ιδεών των ανθρώπων και συνάμα την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους («τα διανοήματα της ψυχής»), αλλά και επειδή εγγυάται τη δημοσιότητα και τη διαφάνεια, οι οποίες με τη σειρά τους αποτελούν conditio sine qua non για κάθε δημοκρατική και δικαιοκρατούμενη Πολιτεία.
Γράφει λοιπόν ο Ιάκωβος-Ιωάννης Μάγερ: «Η δημοσίευσις είναι ψυχή της δικαιοσύνης … Η δια του τύπου δημοσίευσις διαλευκαίνει και διασαφηνίζει τα πάντα, και δίδει το ακριβέστατον μέτρον των πραγμάτων όλων· της δε επωφελέστατης ταύτης δημοσιεύσεως όργανα είναι αι εφημερίδες. Περί της ελευθερίας του Τύπου. Οι Έλληνες έχουν εις το να γράφωσιν ελευθέρως το αυτό επίσης δικαίωμα, καθώς και εις το να πνέωσι και να ζώσι· και από κανένα νόμον το τοιούτον δεν απαγορεύεται. Οι δε περί του Τύπου νόμοι πρέπει να ήναι όμοιοι με τους περί του προφορικού λόγου, διότι η γραφή δεν είναι και αυτή άλλο τί, ειμή τρόπος, καθ’όν εκφράζομεν τα διανοήματα της ψυχής μας. Έκαστος πολίτης, οποιασδήποτε καταστάσεως, υπόκειται εις ευθύνας των έργων και λόγων του. Αι θύραι των δικαστηρίων μας είναι ανεωγμέναι· και οι νόμοι θεωρούν τον δυσχερέστερον χωρικόν εξ’ ίσου με τον πλουσιώτερον άρχοντα της Ελλάδος. Τουλάχιστον τοιουτοτρόπως εκφράζεται το εξαίρετον πολιτικόν ημών σύνταγμα».
Είναι εντυπωσιακή η ακρίβεια με την οποία συνοψίζεται στις ανωτέρω προτάσεις η συνταγματική προβληματική της ελευθερίας του Τύπου (άρθρο 14 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος): Όλοι –και όχι μόνον κάποιοι επαγγελματίες- έχουν δικαίωμα να εκφράζονται δια του Τύπου. Βέβαια, ο Μάγερ δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη σημερινή εποχή, όπου όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε γίνει δημοσιογράφοι με τα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Περαιτέρω: Βεβαίως και ο Τύπος δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτος, αφού «έκαστος πολίτης υπόκειται εις ευθύνας των έργων και λόγων του». Ελευθερία λοιπόν δεν σημαίνει ασυδοσία. Μόνο που οι όποιοι περιορισμοί του νόμου θα πρέπει να έχουν γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα, να αποσκοπούν στην προστασία σημαντικών εννόμων αγαθών (π.χ. ανθρώπινη τιμή και υπόληψη) και να μην στρέφονται στοχευμένα και ειδικά κατά των εφημερίδων. Είναι αυτό που οι σύγχρονοι συνταγματολόγοι ονομάζουμε ως «γενικούς νόμους». Οι όποιες δε διαφορές θα πρέπει να επιλύονται από τα δικαστήρια, στα οποία θα πρέπει να έχει πρόσβαση ο οποιοσδήποτε πολίτης σε συνθήκες ισότητας. Απέναντι στη Δικαιοσύνη, ο πλουσιότερος άρχοντας πρέπει να είναι στην ίδια θέση με τον φτωχότερο χωρικό! Πρόκειται για το δικαίωμα στη δικαστική προστασία και την αρχή της δικονομικής ισότητας (άρθρο 20 παρ. 1 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος).
«Ο πρώτος και αναγκαίος Νόμος … είναι ο της Δημοσιότητος». Η δημοσιότητα των νομοθετικών οργάνων
Η ελευθερία του τύπου αποτελεί μια πτυχή μιας γενικότερης αρχής: Της δημοσιότητας και διαφάνειας του δημόσιου βίου. Έτσι λοιπόν, στα «Ελληνικά Χρονικά» της 1ης Οκτωβρίου 1824 δημοσιεύεται ένα εξαιρετικό κείμενο του «Άγγλου Νομοδιδασκάλου Κυρίου Ιερεμίου Βενθάμου» για τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων των νομοθετικών συνελεύσεων σε μετάφραση του Αναστάσιου Πολυζωϊδη, ο οποίος μας «χαρίζει» τις δικές του σκέψεις για την αναγκαιότητα της δημοσιότητας: «Οι λόγοι, τους οποίους επιφέρει ο Συγγραφεύς προς σύστασιν του εξαιρέτου της Δημοσιότητος του Νόμου, είναι τωόντι με την στάθμην της Φιλοσόφου κρίσεως εξακριβωμένοι, και αποστομόνουσιν αρκετά εκείνους, όσοι εχθροί άσπονδοι της Δημοσίου παιδεύσεως, και αληθείς Φωτοσβυστήρες, θέλουν όλα να γίνωνται εν σκοτεί και παραβύστω, και να μένη ούτω το Κοινόν εις άγνοιαν και αμάθειαν παντοτεινήν.
Το Ελληνικόν Έθνος, το οποίον, αφού ευτυχώς εσύντριψε τας αλύσσους της τυραννίας, σπεύδει τώρα να μορφωθή πολιτικώς και ηθικώς κατά το παράδειγμα των αειμνήστων της Οικουμένης Διδασκάλων Προγόνων του, και των Συγχρόνων της Ευρώπης και Αμερικής Σοφών Εθνών, με κανέν άλλον τρόπον δεν ειμπορεί να φθάση και ταχύτερον και ασφαλέστερον εις τον οποίον τείνει σκοπόν του, ειμή δια μέσου της Δημοσιότητος· δι αυτής μόνον συνάπτεται ευκόλως με την παριστάνουσαν αυτό Διοίκησιν, και της τοιαύτης συναφής το αποτέλεσμα είναι η αμοιβαία πολιτική και ηθική ωφέλεια· δι’ αυτής μανθάνει να εκτιμά το πολίτευμα, και τας πράξεις των Δημοσίων ανθρώπων, εις όσους εμπιστεύεται την τύχην του, και από τους οποίους ελπίζει την ευδαιμονίαν του. Δι’ αυτής τέλος διακρίνον τους ενάρετους από τους κακούς, τους κοινωφελείς από τους ιδιωφελείς, τους πρώτους τιμά, σέβεται, και ανταμείβει με το πολύτιμον της ευγνωμοσύνης δώρον · κατά δε των δευτέρων υψόνον την φωνήν του, φωνήν Ιεράν, και κατά την Ρωμαϊκήν παροιμίαν, φωνήν Θεού νομιζόμενην ‘’vox populi, vox Dei’’ ρίπτει ευσυνειδότως και αφόβως την μελαινάν την ψήφον. Όστις θέλει να πληροφορηθή περί των καλών, τα οποία εκ της Δημοσιότητος πηγάζουσι, δεν έχει παρά να ρίψη εν βλέμμα εις τα σημερνά φωτισμένα έθνη, εις όσα η Δημοσιότης είναι συγχωρητή, και να ιδή οπόσον αυτά διαφέρoυσι και προέχουσι των απ’ όσα εκείνη δεν είναι παραδεκτή. Η πραγματική δε αυτή απόδειξις αρκεί αντί όλων των επιχειρημάτων της λογικής προς σύστασιν της Δημοσιότητος. Έρρωσθε. 3 Αυγ. 1824. Εν Μεσολογγίω. ο φίλος σας Α. Πολυζωΐδης».
Ακολουθεί σε συνέχειες η πραγματεία του Μπένθαμ, η οποία αρχίζει με τις ακόλουθες διαχρονικές παραδοχές: «ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΟΣ. Ο πρώτος και αναγκαίος Νόμος, δια του οποίου μόνον μία Συνταγματική Πολιτεία ειμπορεί να εκλύση εις εαυτήν την κοινήν εμπιστοσύνην, και να οδεύη σταθερώς και ασφαλώς προς το τέλος της συστάσεώς της, ήγουν εις στον φωτισμόν και ευδιαμονίαν ολοκλήρου του Έθνους, είναι ο της Δημοσιότητος». Στη συνέχεια, ο Μπένθαμ πραγματεύεται όλα τα ειδικότερα ζητήματα που συνδέονται με την προβληματική αυτή: «Δια να λάβωμεν ιδέαν ορθήν τούτου του Νόμου πρέπει να τον θεωρήσωμεν καθ’ όλην την έκτασίν του · πρέπει να εξετάσωμεν. Α’. οποίαι είναι αι δικαιολογούσαι, αυτόν αιτίαι. Β’. οποίαι είναι αι προβαλλόμεναι ενστάσεις κατ’ αυτού και οπόσην ισχύν έχουσιν. Γ’. οποία ταντικείμενα, εις όσα πρέπει να εκτείνεται. Δ’. οποίαι είναι αι εξαιρέσεις του, δηλ. εις ποίας περιστάσεις πρέπει ν’ αναβάλλεται. Ε’. και τελευταίων ποία είναι τα μέσα του να βαλθή εις πράξιν».
Σήμερα γίνεται γενικώς δεκτό ότι η δημοσιότητα των συνεδριάσεων των νομοθετικών σωμάτων αποτελεί ένα από τα αναντικατάστατα χαρακτηριστικά μιας δημοκρατικής Πολιτείας, στο ισχύον δε ελληνικό Σύνταγμα ο κανόνας αυτός κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 66 (όπου προβλέπονται και οι αναγκαίες εξαιρέσεις). Ομοίως, η αρχή της δημοσιότητας επιβάλλεται και για τα δικαστήρια όσον αφορά τις συνεδριάσεις και την απαγγελία των αποφάσεών τους (άρθρο 93), ενώ για την εκτελεστική εξουσία η γενικότερη αρχή της διαφάνειας κατοχυρώνεται μέσω του δικαιώματος κάθε ενδιαφερόμενου πολίτη να έχει πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα (άρθρο 10 παρ. 3).
«αλλά κάθε πράγμα έχει τα όριά του…». Οι περιορισμοί της ελευθεροτυπίας
Στην πράξη, ο σεβασμός της ελευθεροτυπίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όπως μας πληροφορεί ο Νικόλας Κασομούλης στα Ενθυμήματά του, τον Φεβρουάριο του 1826 ο Γιώργος Τζαβέλας «επισκέπτεται» τις εγκαταστάσεις των «Ελληνικών Χρονικών», ενοχλημένος για την ονομασία μιας ντάπιας του πολιορκημένου Μεσολογγίου. Ρωτάει τον τυπογράφο: «Που είναι ωρέ, το φημερίδα όπου έγραψες –για, διάβασέ το να το ακούσω». Ο τυπογράφος δεν μπορεί να κάνει αλλιώς και διαβάζει την εφημερίδα. Όταν φτάνει στο επίμαχο σημείο, ο Τζαβέλας βρίζει και απειλεί. Τότε είναι που οι «Στρατ. Κότζικας, Στορνάρης, Μήτζιος (Κοντογιάννης) … είπον εις τον Μάγερ: ‘Όταν (σκοπεύης να) τυπώσης, ζήτησε δύναμιν να σε δώσωμεν, και γράψε ό,τι γνωρίζεις ελεύθερα, χωρίς συστολήν, τα καλά και τα κακά μας’».
Δύο περίπου χρόνια πριν, τα «Ελληνικά Χρονικά» φαίνεται να υπήρξαν ένα από τα πρώτα θύματα λογοκρισίας στη νεώτερη ιστορία: Στο φύλλο με αριθμό 20 της 8-3-1824 εκθειάζονται ο φιλελληνισμός των Ούγγρων και οι αγώνες τους για την ελευθερία με υπαινιγμούς για τον αγώνα τους εναντίον των Αυστριακών. Το δημοσίευμα αυτό προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες και τον φόβο ότι θα προκαλούσε ακόμη πιο έντονες αντιδράσεις εναντίον της Ελληνικής Επανάστασης στη συντηρητική Αυστρία. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να κυκλοφορήσει το 20ο φύλλο ως διπλό μαζί με το 21ο φύλλο τέσσερις ημέρες μετά, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνεται το «προκλητικό» κείμενο.
Δεν είναι όμως μόνο το περιστατικό αυτό, το οποίο επεσήμανε σε πρόσφατη αρθρογραφία του ο Αριστείδης Χατζής. Οι κίνδυνοι για την ελευθεροτυπία ενίοτε προέρχονται και από τους ίδιους τους φορείς του δικαιώματος: Ενώ θεωρητικώς όλοι είμαστε υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης, όταν έρθει η ώρα να υποστούμε τις δυσμενείς συνέπειες της αρνητικής εις βάρος μας κριτικής, τότε η ανοχή στην κριτική και στη διαφορετική άποψη δεν είναι πάντα εύκολη. Την 24η Ιανουαρίου 1825 και ενώ μαίνονται οι εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων, ο Ανδρέας Ζαΐμης αποστέλλει την ακόλουθη επιστολή: «Προς τον φιλογενέστατον Εκδότην των Χρονικών. Κύριε. Ωμολόγησας πολλάκις εις την Εφημερίδα σου, ότι είσαι φίλος της αληθείας και της ελευθερίας, είπες ότι ο Τύπος σου είναι ελεύθερος, επιστηριζόμενος λοιπόν εις αυτάς σου τας αρχάς, σοί στέλλω την απολογίαν μου αυτήν, την οποίαν παρακαλώ να καταχωρίσης εις την Εφημερίδα σου … Ο Φίλος σας Ανδρέας Ζαΐμης».
Και όμως: Τα Ελληνικά Χρονικά δεν δημοσιεύουν την «απολογία» του «φίλου» Ζαϊμη με την ακόλουθη αιτιολόγηση: «Είναι αληθές ότι η Εφημερίς μας είναι ελευθέρα, και ότι ημείς δεν γνωρίζομεν μήτε θέλομεν ποτέ γνωρίσει κανένα περιορισμόν της ελευθερίας του Τύπου· αλλά κάθε πράγμα έχει τα όριά του, και απολογίαι παρόμοιαι με ταύτην του κυρίου Ζαΐμη αντί να δικαιώσουν μάλιστα εις το παραμικρόν τον αυτουργόν των, δεν είναι παρά εγκύκλια τα οποία τείνουν εις το να εξαπατήσουν τους απλουστέρους, και ν’ αναρριπίσουν την φλόγα των παθών. Γνωρίζομεν πολλά καλά την ελευθερίαν του Τύπου, τα δίκαιά της · αλλ΄ενταυτώ γνωρίζομεν και εις ποίας περιστάσεις αυτή πρέπει να είναι περιωρισμένη από τον ορθόν λόγον και από τους δικαίους Νόμους. Όθεν λέγομεν προς τον κύριον Ζαΐμην ότι η την οποίαν αυτός ονομάζει απολογίαν του, ως ανατρεπτική των καθεστώτων πραγμάτων δεν ειμπορεί να εύρη τόπον εις την Εφημερίδα μας και τον παρακαλούμεν πολύ να απέχη από το να σπείρη του λοιπού, εκ του ξένου ασύλου, όπου ήδη ευρίσκεται, παρομοίους Λιβέλλους, οι οποίοι αντί να τον δικαιόνουν τον καταδικάζουν πλειότερον».
Επειδή σήμερα πλέον ο σύγχρονος νομικός πολιτισμός έχει επίγνωση της δυσκολίας να δέχεται κάποιος την κριτική και την αντίθετη άποψη, προσπαθεί να τα διασφαλίσει με κάθε τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται γενικώς δεκτό, από τη νομολογία τόσο των εθνικών δικαστηρίων όσο και του ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) ότι η κριτική στα δημόσια πρόσωπα –ακόμη και με «σκληρές» εκφράσεις- έχει πολύ ευρύτερα όρια σε σχέση με την κριτική στα πρόσωπα που δεν συμμετέχουν στον δημόσιο βίο. Ειδικά δε όσον αφορά το δικαίωμα απάντησης του θιγόμενου από δημοσιεύματα και εκπομπές, το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 14 παρ. 5 προβλέπει ότι καθένας «ο οποίος θίγεται από ανακριβές δημοσίευμα ή εκπομπή έχει δικαίωμα απάντησης, το δε μέσο ενημέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση πλήρους και άμεσης επανόρθωσης. Καθένας ο οποίος θίγεται από υβριστικό ή δυσφημιστικό δημοσίευμα ή εκπομπή έχει, επίσης, δικαίωμα απάντησης, το δε μέσο ενημέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση άμεσης δημοσίευσης ή μετάδοσης της απάντησης».
Η «ανώνυμος επιστολή δεν ημπορεί να δημοσιευθή». Προστατεύεται η ανώνυμη έκφραση απόψεων;
Ένα από κλασικά ζητήματα συνταγματικού δικαίου που συνδέονται με την ελευθερία του τύπου και της έκφρασης γενικότερα, είναι και το ερώτημα εάν κατοχυρώνεται το δικαίωμα για ανώνυμη έκφραση γνώμης ή άποψης. Από τη μια, η ανωνυμία εξασφαλίζει μεγαλύτερη ελευθερία και ενθαρρύνει την έκφραση άποψης, χωρίς ο φορέας του δικαιώματος να φοβάται ότι θα υποστεί δυσμενείς συνέπειες λόγω της άποψής του. Από την άλλη, η ανωνυμία διευκολύνει την εξύβριση και τη δυσφήμηση και κανένας δεν αναλαμβάνει ευθύνη για τα όσα γράφονται.
Τα «Ελληνικά Χρονικά» (στο φύλλο της 5ης Απριλίου 1824) λαμβάνουν αρνητική θέση στο δίλημμα αυτό: «Η από Ζάκυνθον, προς τον Συντάκτην των Ελληνικών Χρονικών σταλθείσα ανώνυμος επιστολή δεν ημπορεί να δημοσιευθή δια της εφημερίδος ταύτης. διότι εις των πρωτίστων νόμων μας είναι το να μην πειράξωμεν πότε προσωπικώς τινά. αν όστις μας έστειλεν αυτό το άρθρον επιθυμεί δια να το εκδόσωμεν, ας μας γνωστοποιήση το όνομά του δια να ημπορέση ο Συντάκης να πληροφορηθή περί του όποιου μέλλει να δώση απόκρισιν. Ο Συντάκτης των Ελ. Χρ. Ι.Ι. Μάϊερ». Το ζήτημα εξακολουθεί να απασχολεί και τη σύγχρονη συνταγματική θεωρία. Χωρίς βέβαια το ζήτημα να μπορεί να εξαντληθεί στις γραμμές αυτές η σχετική προβληματική, η εξέλιξη στο διαδίκτυο όπου ο καθένας μπορεί «ανέξοδα» να προσβάλλει τον καθένα, πάνω απ’ όλα όμως τα fake news, μάλλον δικαιώνουν τα «Ελληνικά Χρονικά» για την αρνητική θέση που υιοθέτησαν, έστω και σε ένα τελείως διαφορετικό ιστορικό και τεχνολογικό πλαίσιο.
«ελευθερία δεν θέλει να είπη το να κάμνη κανείς ό,τι θέλει». Τα διαχρονικά όρια των ατομικών ελευθεριών.
Το ζήτημα των περιορισμών της ελευθερίας του τύπου θέτει το γενικότερο ζήτημα των ορίων όλων των ατομικών ελευθεριών. Και στο ζήτημα αυτό τα «Ελληνικά Χρονικά» λαμβάνουν θέση: «Λοιπόν, αδελφοί μου Έλληνες, ας μη στοχάζεται κανείς μας, ότι Ελευθερία θέλει να είπη το να κάμνη ό,τι θέλη. Δεν βλέπετε, ο Σουλτάνος έκαμνεν ό,τι ήθελεν· οι πασάδες του έκαμναν ό,τι ήθελαν· ο καθείς Τούρκος έκαμνεν ό,τι ήθελε · Φόβον Θεού δεν είχαν · Δικαιοσύνην δεν εσέβοντο· Νόμους δεν εγνώριζαν· Άλλο δεν ήκουαν παρά τα ανόητα και άδικα πάθη των, και την πλέον ακόμη ανόητον αθεοσέβειάν των. Πλην τι απόλαυσαν ; και τι απολαμβάνουν; Οργήν από τον Θεόν (α), καταφρόνησιν από τα έθνη, μίσος αδιάλλακτον από τους τυραννούμενους, και τέλος πάτων, μας έκαμαν να πιάσωμεν τα όπλα, και να τους πολεμώμεν με κάθε δίκαιον όντας τυράννους και της πίστεως, και της τιμής, και της ζωής μας· Χωρίς λοιπόν να ζητώμεν παραδείγματα εις την ιστορίαν, βλέπομεν ζωντανά ότι ελευθερία δεν θέλει να είπη το να κάμνη καθείς ό,τι θέλει.
Ας υποθέσωμεν ακόμη, αδελφοί μου, δεν σας λέγω εν ολόκληρον έθνος, ή μίαν πόλιν, ή εν χωρίον, ας υποθέσωμεν μίαν μόνην οικογένειαν, εις την οποίαν ο πατήρ να θέλη το ιδικόν του· ποιος δεν θέλει ομολογήσει ότι μία τοιαύτη οικογένεια δεν εμπορεί να έχη ουδέ μίαν ώραν ησυχίαν, ειρήνην εσωτερικήν, και ασφάλειαν; Ποιος δεν θέλει ομολογήσει, ότι μια τοιαύτη οικογένεια θέλει διασκορπισθή και χαθή με γέλωτα και καταφρόνησιν όλων των ξένων; Είναι λοιπόν η πλέον μεγάλη ανοσησία να στοχάζεται κανείς ελευθερίαν το να κάμνη ό,τι θέλη ·Είναι και η πλέον μεγάλη αδικία, και καλήτερα να είπω, τυραννία· διότι τι άλλο είναι ο τύραννος, παρά εις τοιούτος άνθρωπος, ο οποίος κάμνει, ή τουλάχιστον, θέλει να κάμνη ό,τι θέλη;».
Δεν υπάρχουν ίσως πιο απλά –και ταυτόχρονα πιο παραστατικά- λόγια από τα παραπάνω (που δημοσιεύθηκαν στα «Ελληνικά Χρονικά» της 1ης Μαρτίου 1824), για να καταλάβουν και οι μη νομικοί μια από τις βασικότερες παραδοχές του συνταγματικού δικαίου, ότι δηλαδή καμία ελευθερία δεν είναι απεριόριστη και ότι η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που θίγει την ελευθερία του άλλου. Όπως προβλέπει το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 5 παρ. 1, ο καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι «δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Στο Σύνταγμά μας υπάρχουν όμως και άλλες διατάξεις, οι οποίες δυστυχώς είχαν περιπέσει σε αχρησία και τις οποίες θυμηθήκαμε πρόσφατα λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, οπότε και συνειδητοποιήσαμε ότι ο κάθε πολίτης πρέπει να συμπεριφέρεται υπεύθυνα απέναντι στους συνανθρώπους του: Η «καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται» και το «Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (άρθρο 25 παρ. 3 και 4).
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ – Πρόεδρος Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις