Η μη βία και η δύναμή της
Η μη βία δεν είναι μία μορφή μη δράσης, αλλά η ενεργή προσπάθεια όλων όσοι υφίστανται τις συνέπειες μιας δομικής επισφάλειας και ευαλωτότητας να απαντήσουν με την επιμονή τους στις μορφές εξουσίας που τις/τους απειλούν
- Το χαρτόσημο φεύγει… το ψηφιακό τέλος έρχεται
- «Δεν έχουμε πυρομαχικά, πρέπει να εστιάσουμε στο Ιράν και να απομονώσουμε τη Χαμάς» είπε ο Νετανιάχου
- Πολλά «σύννεφα» θολώνουν την εικόνα της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν – Τι θα γίνει με το «Pfizergate»;
- ΣΥΡΙΖΑ: Η εκδίκηση της Ιστορίας για το αντισύριζα μέτωπο, τα απομνημονεύματα Μέρκελ
Στα ηθικά και πολιτικά ερωτήματα που σχετίζονται με τη μη βία επιστρέφει στο πρόσφατο βιβλίο της «The Force of Non-Violence» (Η ισχύς της μη βίας) η Τζούντιθ Μπάτλερ. Σκοπός της δεν είναι απλώς να επιστρέψει σε μια μακρά θεωρητική και πολιτική παράδοση, στην οποία πάντα ξεχωρίζουν τα ονόματα του Μαχάτμα Γκάντι και του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, παράδοση που υπερασπίστηκε τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα που μπορεί να έχει απέναντι στη βαναυσότητα και την καταπίεση μια στρατηγική μη βίαιης αντίστασης. Κυρίως θέλει να διατυπώσει ένα ηθικό και πολιτικό επιχείρημα για το πώς η στρατηγική της μη βίας συνδέεται με ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό αίτημα κοινωνικής χειραφέτησης.
Η Μπάτλερ δεν αγνοεί την απήχηση των κλασικών επιχειρημάτων υπέρ της χρήσης βίας από τη μεριά όσων αγωνίζονται για τη χειραφέτηση και την ισότητα, όπως είναι η τακτική αποτελεσματικότητα απέναντι σε καταπιεστικά καθεστώτα, η ανάγκη αυτοάμυνας, η χρήση της βίας ως μέσου προς ανώτερο σκοπό. Ωστόσο, την ίδια στιγμή αναγνωρίζει και τα όριά τους: τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από την εργαλειοποίηση της βίας, όταν αυτή αντιμετωπίζεται ως τακτική ή μέσο, ή τα ερωτήματα για το πώς οριοθετούμε, μέσα σε ένα πλήθος κοινωνικών σχέσεων, τον ατομικό ή συλλογικό εαυτό που μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα στην αυτοάμυνα.
Για την Μπάτλερ η μη βία είναι λιγότερο μια ηθική επιλογή ως προς τη δράση και περισσότερο μια συλλογική κοινωνική και πολιτική πρακτική που αντιστέκεται σε συστημικές μορφές καταστροφής και ταυτόχρονα εντάσσεται στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός κόσμου που μετασχηματίζει την καθολική αλληλεξάρτησή μας σε αιτήματα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ισότητας και ελευθερίας. Η μη βία μπορεί να είναι έκφραση οργής, αγανάκτησης ή ακόμη και επιθετικότητας απέναντι σε όσους καταπιέζουν. Ούτε αποκλείει πρακτικές που παρότι μη βίαιες καθαυτές, έχουν ως αποτέλεσμα να υψώνουν εμπόδια, να παρεμποδίζουν, να διαταράσσουν, συχνά με έναν άμεσο σωματικό τρόπο. Αυτό μπορεί να κάνει κάποιες στιγμές δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ βίας και μη βίας, όμως για την Μπάτλερ η όποια αμφισημία δεν αναιρεί τη σημασία της μη βίας ως κατευθυντήριας γραμμής.
Απάντηση στην εξουσία
Κατά συνέπεια η μη βία δεν είναι μία μορφή μη δράσης, αλλά η ενεργή προσπάθεια όλων όσοι υφίστανται τις συνέπειες μιας δομικής επισφάλειας και ευαλωτότητας να απαντήσουν με την επιμονή τους στις μορφές εξουσίας που τις/τους απειλούν και με αυτό τον τρόπο να αρνηθούν ότι οι ζωές τους είναι αναλώσιμες, να αρνηθούν δηλαδή τις κοινωνικές πρακτικές και τη συστημική βία που σήμερα αρνείται σε πλήθος ζωές όχι μόνο το δικαίωμα να είναι αξιοβίωτες αλλά ακόμη και το δικαίωμα να είναι θρηνήσιμες.
Για την Μπάτλερ μια στρατηγική της μη βίας δεν μπορεί παρά να είναι ριζικά εξισωτική, γιατί έχει ως αφετηρία την άρνηση του ατομικισμού και την παραδοχή μιας θεμελιώδους αλληλεξάρτησης των ανθρώπινων υπάρξεων που μας οδηγεί να δούμε τη βία στον άλλον ως βία στον εαυτό. Γι’ αυτό επιμένει ότι μια κρίσιμη αφετηρία είναι να παραδεχτούμε ότι όλες οι ζωές είναι εξίσου θρηνήσιμες. Αυτό για την Μπάτλερ πηγαίνει πέρα από την κλασική παραδοχή της ισότητας όλων, γιατί κυρίως παραπέμπει σε όλες εκείνες τις ζωές που οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις τις θεωρούν μη θρηνήσιμες, από τους μετανάστες που πνίγηκαν στα νερά της Μεσογείου μέχρι τον ατέλειωτο κατάλογο των θυμάτων γυναικοκτονιών, άρα υποδεικνύει τις δομικές ανισότητες – οικονομικές, πολιτικές και έμφυλες – με τις οποίες συγκρούεται μια «εξισωτική προσέγγιση στη διατήρηση της ζωής» που κατά την Μπάτλερ συνεπάγεται ένα αίτημα ριζοσπαστικής δημοκρατίας.
Σε αυτό το φόντο η στρατηγική της μη βίας, ως διαρκούς αντίστασης στη συστημική βία που καθιστά τις ζωές όλο και πιο επισφαλείς, συνιστά στην πραγματικότητα μια συνεχή αγωνιστική αναδιαπραγμάτευση της ευαλωτότητας. Οχι μια διαγραφή του πόσο ευάλωτες μπορεί να είναι οι ζωές των γυναικών, των μαύρων, των μεταναστών, των τρανς, αλλά του τρόπου που η ευαλωτότητα μπορεί να συνυπάρχει με την αντίσταση, τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη, σε πρακτικές εντός των οποίων η επιμονή αυτών των ζωών να υπάρχουν συνιστά την «τελική ήττα της βίαιης εξουσίας».
Αυτό δείχνει κατά την Μπάτλερ τη δύναμη της μη βίας ως αντίστασης και επιμονής, ως μιας «γεμάτης οργή αγάπης» και αλληλεγγύης. Είναι η δύναμη του απεργού πείνας απέναντι στη βία του εγκλεισμού, η πολιτική ανυπακοή που κάνει ορατή την αδικία ενός νόμου, το σπάσιμο ενός φράχτη φτιαγμένου για να μην αφήνει τους ανθρώπους να κινηθούν προς ένα καλύτερο αύριο, η εργατική απεργία ως άρνηση της εκμετάλλευσης, το μποϊκοτάζ που κάνει εμφανή τη βαναυσότητα ενός κράτους που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οταν η μη βία βαφτίζεται βία
Στη βάση των προηγουμένων δεν είναι τυχαίο ότι τόσο σε επίπεδο δημόσιου λόγου όσο και σε επίπεδο κρατικών θεσμικών πρωτοβουλιών υπάρχει διεθνώς μια αυξημένη τάση μορφές μη βίαιης διαμαρτυρίας να παρουσιάζονται ως βίαιες πρακτικές και ενίοτε να αντιμετωπίζονται ως ιδιώνυμα αδικήματα. Αρκεί να αναλογιστούμε το πώς αντιμετωπίζονται οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις δημόσιων χώρων ή κτιρίων, οι ειρηνικές παρεμποδίσεις δημόσιων οργάνων ή οι εκκλήσεις για μαζική ανυπακοή σε άδικα μέτρα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις