Σπιναλόγκα, το νησί των ξεχασμένων ψυχών
Θέματα και γεγονότα που, σαν σήμερα, απασχόλησαν την ελληνική και διεθνή επικαιρότητα μέσα από το Ιστορικό Αρχείο των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
- Με τι δεν είναι ικανοποιημένοι οι εργαζόμενοι - Και δεν είναι ο μισθός η μεγαλύτερη ανησυχία τους
- Το ύστατο μήνυμα του Κώστα Χαρδαβέλλα στους θεατές του: Μέσα μας υπάρχει μία βόμβα χιλίων μεγατόνων, η ψυχή
- Πρόστιμα 5,5 εκατ. για αισχροκέρδεια σε 8 πολυεθνικές - Για ποιες εταιρείες χτυπάει η καμπάνα
- O Έλον Μασκ στο μικροσκόπιο για διαρροή κρατικών μυστικών
Τον Σεπτέμβριο του 1935, τα «Αθηναικά Νέα» δημοσιεύουν σε συνέχειες την αφήγηση του εμβληματικού χρονικογράφου του 20ου αιώνα, Παύλου Παλαιολόγου στη Σπιναλόγκα, το μικρό νησί που για δεκαετίες αποτέλεσε μία απάνθρωπη «αποθήκη ψυχών».
Ήταν ο τόπος εξορίας όσων προσβάλλονταν από λέπρα. Ο Παλαιολόγος συνόδευε την αποστολή του τότε υφυπουργού Υγείας, Ιωάννη Νικολίτσα, σε μια σπάνια ιστορική στιγμή, δημόσιας επίσημης επίσκεψης πάνω στο μικρό νησί – λεπροκομείο.
Η Σπιναλόγκα βρισκόταν από τον 13ο αιώνα υπό την κατοχή των Ενετών, οι οποίοι στα μέσα του 16ου αιώνα έχτισαν σε αυτήν ένα απόρθητο φρούριο.
Το 1905 με απόφαση της Κρητικής Πολιτείας, άρχισε να χρησιμοποιείται ως τόπος εγκλεισμού των λεπρών, αρχικά της Κρήτης και μετά την ένωση με την Ελλάδα, το 1913, όλης της χώρας.
Ακριβώς 85 χρόνια μετά, η αφήγηση του Παλαιολόγου μάς μεταφέρει σήμερα στον τόπο εκείνον του μαρτυρίου.
«Δεν πλησιάζει κανείς εύκολα την Σπιναλόγκα. Μακρά και επίπονος είνε η διαδρομή. Δρόμος ανώμαλος, μισοκατεστραμμένος με κορδέλλες ατελείωτες που συνεχίζεται επί δυόμισυ ώρες από το Ηράκλειον έως τον Αγ. Νικόλαον. (…) Τίποτα δεν ημπορεί να απομακρύνει από τα μάτια μας την εικόνα που μας περιμένει. Καθείς την έχει σχηματίση κατά τον τρόπον του. Γιατί να μην είμεθα ειλικρινείς; Και ο οίκτος ακόμη υποχωρεί εμπρός εις τον τρόμον που εμπνέει η λέπρα. (…)
»Είναι η πρώτη νόσος της οποίας απεμόνωσαν τα θύματα. Η δυσμορφία που προκαλεί εκίνησε το δέος. Δεν υπήρξε πόνος δια τον λεπρόν. Υπήρξεν αποστροφή. (…) Τον απέβαλαν από την κοινωνίαν των ανθρώπων. (…) Υπήρξαν περίοδοι που τον έκαψαν. Του εκρέμασαν κουδούνια διά ν’ απομακρύνωνται οι υγιείς εις τον ήχον των. (…) Κατάρα είναι η λέπρα. Και την κατάραν δεν την πλησιάζουν οι άνθρωποι»
Η αποστολή των επισκεπτών πλησιάζει στην Σπιναλόγκα.
«Εις το λιμανάκι του Αγίου Νικολάου μάς περιμένει το βενζινόπλοιον πού θα μας μεταφέρη εις την Σπιναλόγκα (…) Παρά πέρα ο οικισμός της Πλάκας, ο πλησιέστερος προς την Σπιναλόγκαν. Εδώ παραμένει το προσωπικόν του λεπροκομείου. Οι ολίγοι κάτοικοί του αποζούν από την εκμετάλλευση των λεπρών. (…) Και το νησί της κολάσεως διακρίνεται ολοκάθαρα (…) Μια μαύρη τελεία αγκυροβολημένη μεταξύ της Πλάκας και της νησίδος Κολοκύθας. (…) Εφθάσαμεν. Ο υπουργός πρώτος πατεί το πόδι εις το νησί της λέπρας. Τον ακολουθούμε σιωπηλοί. Εις την πύλην του φρουρίου συνωστίζονται οι τριακόσιοι λεπροί.»
«Ανοίξτε τόπο!»
«‘Ανοίξτε τόπο!’ Φωνάζουν οι ίδιοι οι λεπροί. Ξέρουν ότι γεννούν την φρίκην και συγκεντρωμένοι καθώς είνε προ της πύλης του κάστρου, ανοίγουν ένα στενόν διάδρομον διά να περάσουν οι επισκέπται των. (…) Το θέαμα ξεπερνά τα όρια της φαντασίας. Είχαμε σχηματίση μια εικόνα κολάσεως. Ήτο παράδεισος η κολάσις εκείνη εμπρός εις το θέαμα που αντικρύζομεν. Ο Ντάντε βιάσθηκε πολύ. Δεν είδε τίποτε. Έγραψε την «Κόλασί» του χωρίς να γνωρίση την Σπιναλόγκα (…)
»Πρόσωπα πρισμένα, άλλα με πλάκες κόκκινες με πληγές ανοιγμένες. Πρόσωπα τυλιγμένα σε επιδέσμους με βρωμισμένα βαμβάκια, που μόλις αφήνουν να φαίνωνται δυό σβυσμένα μάτια, ή μια μύτη που αρχίζει κι αυτή να παραμορφώνεται. Και όλοι χωρίς φρύδια (…) Πολλοί φορούν μαύρα γυαλιά. Τους έχει κτυπήση η αρρώστεια στα μάτια. Όσους δεν τύφλωσε ακόμη, τους τυφλώνει σιγά-σιγά. (…) Άλλων φαγώθηκαν τα πόδια. Σύρονται με δεκανίκια. Όταν δε η λέπρα έχει ρημάξη πόδια και χέρια, μένουν καθηλωμένοι στις πόρτες τους και βογγούν».
Ο Νικολίτσας απευθύνεται στους κάτοικους – τρόφιμους.
« – Ο σκοπός μου που ήρθα εδώ είνε να λύσω τα ζητήματά σας…
Μια βοή των διακόπτει:
– Σαπίζουμε, λίγο – λίγο.
– Θα προσπαθήσω να σας συγκεντρώσω σε ένα άλλο μέρος. Να σας κάμω χωριό, ναχετε το σπίτι σας, το σχολείο σας, τον κήπο σας…
– Χώμα και νερό θέλουμε! Διακόπτουν οι λεπροί.
Πάρτε μας από δω και θα πεθάνουμε ευχαριστημένοι!
Να πεθάνουν ευχαριστημένοι. Αυτό ζητούν; Να γιατρευθούν; Το ξέρουν. Θεραπεία δεν υπάρχει. (…) Σπαράζει την ψυχή. Υπάρχουν λοιπόν σε μια γωνιά ελληνικής γης άνθρωποι που συνώψισαν τον κατάλογο των αιτημάτων τους σε δυό μόνο λέξεις: ‘Νερό και χώμα’. Και κανείς δεν βρέθηκε ακόμη να τους δώση ούτε το ένα, ούτε το άλλο».
«Κάποτε κοιταζόμουν κι εγώ»
Οι επισκέπτες μπαίνουν στο δωμάτιο ενός ζεύγους λεπρών.
«Ποσή νοικοκυρωσύνη μέσα σ’ αυτή την καμαρούλα (…)Εικόνες αγίων σε μια γωνιά και εις τους τοίχους φωτογραφίες φίλων που βρίσκονται «έξω στον κόσμο» και ούτε τους γράφουν, ούτε τολμούν ν’ ανοίξουν τα γράμματα που αυτοί τους στέλνουν. Ένας καθρέφτης και μερικά στοιχειώδη σύνεργα καλλωπισμού στο τραπέζι.
– Έτσι για να θυμόμαστε το σπίτι μας, εξηγεί ο άνδρας.
Η γυναίκα ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στον καθρέπτη της. Και με τη λέπρα γυναίκα είνε.
– Κάποτε κυτταζόμουν κι εγώ χωρίς να τρομάζω…Και κυττάζει με τα λάγνα μάτια της λεπρής, σαν να ζητή αναδρομικώς τον φόρο – θαυμασμού προς την ωμορφιά που έχει σπαραχθή από την αρρώστεια.»
Παρά την κατάσταση της υγείας τους, οι έγκλειστοι στην Σπιναλόγκα, μέσα σε άθλιες συνθήκες συνεχίζουν να είναι γαντζωμένοι στη ζωή.
«Εις τον ιερέαν των λεπρών δίδεται από καιρού εις καιρόν η ευκαιρία να ευλογή τας ενώσεις των. Φορούν τότε τα καλά τους, συγκεντρώνονται εις την εκκλησίαν, γίνεται η τελετή, ανταλλάσσονται χειραψίαι και κουρδίζεται το γραμμόφωνον εις το καφενείον ‘Αναψυχή’. (…) Υπάρχουν ζεύγη λεπρών που διατηρούν με ευλάβειαν τους συζυγικούς δεσμούς. Προσήλωσις δυσχερεστάτη εις ένα τόπον όπου ο πυρετός και η φαντασία εξάπτουν τα πάθη. Υπάρχουν και άλλα εις τα οποία η χαλαρότης φθάνει εις βαθμόν τρομακτικόν. Μας ωμίλησαν περί τριγώνων, περί τετραγώνων και πολυγώνων ακόμη συζυγικών (…) Μέσα εις την απαθλίωσιν όμως αυτήν η οποία τσαλακώνει την έννοιαν της ανθρώπινης αξιοπρεπείας υπάρχει μια άλλη πτυχή. (…) Της γυναίκας του πόνου και του ελέους. (…) Εκείνο που είδαμεν και επιστεύσαμεν είνε η γυναίκα η οποία, χωρίς να πάσχη ηκολούθησε τον άνδρα της εις την εξορίαν του. Πέντε τέτοιες γυναίκες μας έδειξαν. Έχουν την απλότητα όλων των μεγάλων ηρωίδων»
Τα παιδιά
«Ένα ολόξανθο κοριτσάκι έως οκτώ ετών. Καθαρό, περιποιημένο με χρυσά μαλλάκια ριχμένα πίσω. Κανένα σημείον λέπρας, ούτε εις το πρόσωπο, ούτε εις τα χέρια. Διαυγέστατα τα μάτια του, ολοκάθαρα τα γαμπάκια του. Άρρωστο κι αυτό:
– Δεν είμαι ακόμη.
Και το λέγει με τόση απλότητα αυτό το «ακόμη» σαν να λέγη ότι δεν έβγαλε τα δοντάκια του. Δεν είνε ακόμη, αλλά θα γίνη. Το περιμένει σαν αναπόδραστο. (…) Έξη παιδιά την στιγμή αυτή ζουν επάνω στον βράχο. Τα δύο θηλάζουν το γάλα των λεπρών τους μητέρων, Τα άλλα γυρίζουν ανάμεσα στις πέτρες και περιμένουν. Περιμένουν να γίνουν κι αυτά λεπρά.
Η επίσκεψη του υφυπουργού Υγείας ολοκληρώνεται.
«Θα σας μεταφέρω αλλού, τους λέγει ο κ. Νικολίτσας.
– Θα σας κάμω μια κοινότητα όπου να έχετε τα μαγαζιά, το καφενείο, το κουρείο σας, ένα μικρό κήπο να καλλιεργήτε.
– Αυτό θέλουμε κι εμείς, αντιφωνούν οι λεπροί.
– Ευχαριστώ για τα καλά αισθήματα που μου δείξατε. Σας δίνω την βεβαίωσι να βρω κατάλληλο μέρος όπου πεθανετε σαν άνθρωποι.
Να πεθάνουν σαν άνθρωποι. Μήπως εζήτησαν και τίποτε άλλο;»
Δεν μεταφέρθηκαν πουθενά. Έμειναν έγκλειστοι εκεί και πέθαναν σε έναν τόπο χωρίς νερό και χωρίς χώμα, που δεν ήταν αρκετό ούτε για μια αξιοπρεπή ταφή.
Είκοσι δύο χρόνια όμως μετά, το 1957, η Σπιναλόγκα έκλεισε.
Βρέθηκε η θεραπεία με τη χρήση αντιβιοτικών και όσοι ασθενείς είχαν επιζήσει θεραπεύτηκαν. Ίσως ανάμεσά σε αυτούς να ήταν το ξανθό κοριτσάκι και τα υπόλοιπα πέντε παιδιά, που συνάντησε ο Παλαιολόγος τον Σεπτέμβριο του 1935.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις