Εντίθ Πιάφ: Όταν το «μικρό σπουργίτι» βρέθηκε στην Αθήνα
Πρόσωπα και γεγονότα, που σαν σήμερα απασχόλησαν την ελληνική και διεθνή επικαιρότητα, μέσα από το Ιστορικό Αρχείο των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- Σε 20 χρόνια φυλάκισης καταδικάστηκε ο σύζυγος της Ζιζέλ Πελικό για βιασμούς - Ένοχοι οι 51 κατηγορούμενοι
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- Το «άσχημο» χριστουγεννιάτικο πουλόβερ που όλοι αγαπάμε να μισούμε
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1946 «ΤΑ ΝΕΑ» ανακοινώνουν την άφιξη στην Αθήνα, μιας καλλιτέχνιδος που με την σπάνια χαρακτηριστική της φωνή και τα ατμόσφαιρας καμπαρέ τραγουδιά της θα γινόταν από τις πιο αγαπητές στην υφήλιο. Είναι «η διασημος Γαλλίς ντιζεζ» Εντίθ Πιάφ, που εκ παραδρομής στο δημοσίευμα αναγράφεται ως Πιάθ. Το πραγματικό της όνομα ήταν Εντίθ Τζοβάνα Γκασιόν. Tραγουδώντας στους δρόμους του Παρισιού, μαγεύει τον διευθυντή του πιο κομψού παρισινού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία, ο οποίος της υπογράφει συμβόλαιο και της δίνει το όνομα «Môme Piaf» (το μικρό σπουργίτι).
Οι παραστάσεις είναι προγραμματισμένες για τις 18 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Rex – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη».
Tη χρονιά εκείνη, τo 1946, τραγουδά για πρώτη φορά δημοσίως το τραγούδι που θα την κάνει γνωστή παγκοσμίως, το La vie en rose.
«Μια ντιζέζ της… τσέπης» , γράφει στα «ΝΕΑ» ο δημοσιογράφος Μιχάλης Κυριακίδης. «Απ’ την ώρα όμως που θα τοποθετηθή στην μικρή εξέδρα που ειδικώς της έχουν φτιάξει και στυλώση τα μαύρα υγρά της μάτια στο κενό, ανοίξη τα μεγάλα ως φτερούγες χέρια με τα κέρινα δάχτυλα κι αρχίση να τραγουδά, η ατμόσφαιρα μεταβάλλεται όπως αλλάζη η σκηνογραφία ενός θεάτρου»
»Το ανάστημα ψηλώνει, μεγαλώνει, γιγαντώνεται – να σκεφθή κανείς ότι είνε μόλις ένα μέτρο και 36 πόντους – τα χέρια απλώνονται και αγκαλιάζουν τους ανθρώπους, τα δέντρα, την ορχήστρα, τα φώτα και σε λίγα λεπτά η προσωπικότης επιβάλλεται και κατακτά»
» Η φωνή της ως όργανον επιβολής δεν παίζει κανένα ρόλο. Χρησιμοποιείται ως μέσον εκφράσεως και ως τέτοιο θριαμβεύει (…) Όλα τα αισθήματα που προϋποθέτει ένα τραγούδι, χάρα, πόνο, έρωτα, μίσος, δυστυχία, ερμηνεύονται κατά τρόπο έντονα εκφραστικό, σ’ ένα τόνο ρεαλιστικό και καταθλιπτικό μαζί (…) Όταν τελειώση το τραγούδι της ο κόσμος ξεχνά να χειροκροτήση. Γιατί απλούστατα σκέπτεται».
Τα τραγικά παιδικά χρόνια
Γράφει ο Ταχυδρόμος της 1ης Σεπτεμβρίου 1956 για την Εντίθ Πιάφ: «Σε κείνον που δεν γνωρίζει το παρελθόν της, η Γαλλίδα βεντέττα του τραγουδιού μπορεί να φανή αδικαιολόγητα μελαγχολική: ‘Εχει πλούτη πολλά, πιστούς φίλους σαν τον Κοκτώ, ή την Μάρλεν Ντήτριχ, ένα κοινό που την αποθεώνει…Κι όμως.»
Η γέννηση της λεπτοκαμωμένης και ασθενικής Εντίθ Πιάφ ήταν το αποτέλεσμα των εκτός γάμου σχέσεων μιας θεατρίνας κι ενός ακροβάτη το 1915. Η Εντίθ ήταν μόλις δύο μηνών όταν την εγκατέλειψε η μητέρα της. Όταν αποφάσισε να την αναλάβει ο πατέρας της, έπρεπε τελικά να την αφήσει για να φύγει για το μέτωπο.
Έτσι την ανατροφή της ανέλαβε η γιαγιά της, η μητέρα της μητέρας της, «μία ‘αντρενέζ’ καταγωγίων, περασμένης ηλικίας και περιέργων συνηθειών. Η γυναίκα αυτή απεφάσισε, πως το μπρούσκο κόκκινο κρασί θα «δυνάμωνε» την μικρή πιο γρήγορα παρά το γάλα»
Η Εντίθ έχασε την όρασή της και την ανατροφή της ανέλαβε η άλλη της γιαγιά. Τρία χρόνια μετά η μικρή Εντίθ βρήκε ξανά το φως της.
«Όλοι το θεώρησαν θαύμα πραγματικό. Μεγάλωσε στην συνοικία της Μπελλεβίλ, άσχημο κοριτσάκι με στραβά αδύνατα πόδια, ασθενικό κορμί και, το μόνο της προσόν, την εκφραστική φωνούλα»
Πριν κλείσει τα δώδεκά της χρόνια ο πατέρας της την πήρε μαζί του να δουλέψει σε περιοδεύον τσίρκο. Το σχολείο γι’ αυτόν ήταν περίττο κι έτσι η κόρη του φτάνοντας τα 12 της έτη, συνέχισε να μη γνωρίζει γραφή και ανάγνωση. Στα 15 της αποφάσισε να ζήσει με έναν συνομήλικό της ακροβάτη.
«Δυστυχισμένα πλάσματα – πρόσωπα παιδικής κολάσεως, η Εντίτ και ο Πετί Λουί ξεκίνησαν μια μέρα μόνοι, πιασμένοι χέρι – χέρι, για το Παρίσι. Φυσικά, η ηλικία, η πείνα κι η δυστυχία τους εχώρισαν, μα γεννήθηκε μια κόρη η Μαρσέλ.»
Για να ζήσει την κόρη της, η ανήλικη ακόμα Εντίθ δούλευε το πρωί σε γαλατάδικο, το απόγευμα σ’ ένα μικρό εργοστάσιο παπουτσιών κι ύστερα έβγαινε και τραγουδούσε στο δρόμο.
«Μα η αυταπάρνηση δεν αρκεί για να σώση μια ζωή κι η Μαρσέλ έκλεισε για πάντα τα μάτια σε ηλικία δύο έτων. Η Εντίτ αναρωτιέται ακόμα και τώρα πώς άνθεξε στον πόνο, πώς δεν αυτόκτονησε από την απελπισία, πώς έζησε και αγάπησε και νίκησε στη ζωή, χωρίς να ξεχάση»
Η πρώτη επιτυχία
Η Πιάφ συνέχισε και μαζί της την ακολούθησαν και οι περιπέτειές της.
«Η πρώτη της επιτυχία ‘Ο λεγωνάριος’ ( Mon Légionnaire) βασίσθηκε σε μια δική της περιπέτεια. Γνώρισε ένα νέο παιδί εικοσιπέντε χρονών, τον αγάπησε παράφορα κι ύστερα από δύο μήνες τον έχασε για πάντα, χωρίς να ξέρει το πώς και γιατί. Ο Ραϋμόν Ασσό άκουσε την ιστορία, συνέθεσε ένα τραγούδι με τον τίτλο ‘Ο λεγεωνάριος’ και το χάρισε στην Πιάφ. Εκείνη το διάβασε, δεν το θεώρησε εις το ύψος της δικής της συγκινήσεως και του το επέστρεψε. Μα όταν το άκουσε ερμηνευμένο από μια άλλη τραγουδίστρια ανεπήδησε: ‘Μόνον εγώ μπορώ να το πως όπως πρέπει’»
Και το είπε…Και έγινε η πρώτη της επιτυχία…
«Κι από τότε η φιλάσθενη κι αδάμαστη αρτίστα ανέβηκε σκαλοπάτι, σκαλοπάτι, τραγούδι, τραγούδι, στην σημερινή αδιαφιλονίκητη θέση της: την πρώτη στο «ελαφρό», λεγόμενο τραγούδι.»
Όπως αναφέρει ο Ταχυδρόμος της 23ης Ιουλίου του 1981 «Στον [Δεύτερο Παγκόσμιο] Πόλεμο η Πιάφ αναπτύσσει μια πολύπλευρη δραστηριότητα. Από τη μία μεριά διατηρεί τις καλές της σχέσεις με τον κατακτητή, τρώμει με το Γερμανό διοικητή, τραγουδάει στα γερμανικά στρατόπεδα».
»Κι από την άλλη μοιράζει αφειδώς λεφτά στους αντιστασιακούς και, μαζί με τη γραμματέα της την Αντρέ Μπριγκάρ που δουλεύει για την αντίσταση, προχωρεί ακόμη περισσότερο: Καταφέρνει να φωτογραφίζεται με Γάλλους κρατουμένους στα στρατόπεδα κι ύστερα μεγεθύνει τις φωτογραφίες φτιάχνει πλαστές ταυτότητες και τις διοχετεύει και πάλι στα στρατόπεδα. Χάρη σ’ αυτές τις ταυτότητες πολλοί κρατούμενοι κατάφεραν να περάσουν τα γερμανικά μπλόκα μετά την απόδρασή τους.»
Mε τον Υβ Μοντάν και τον Σάρλ Αζναβούρ
Το 1944, η Πιάφ είναι ήδη καταξιωμένη και στο Παρίσι ανακαλύπτει, ερωτεύεται και βγάζει στο προσκήνιο τον Υβ Μοντάν, θα ζήσουν έναν θυελλώδη και σύντομο έρωτα.
Όπως αναφέρει ο Ταχυδρόμος της 5ης Δεκεμβρίου του 1969, η Εντίθ Πιάφ βοήθησε πολλούς συναδέλφους της: «Ο φίλος μου αυτός, γράφει στα απομνημονεύματά της η Πιάφ, είναι ασφαλώς γνωστός και σε σας, είναι πασίγνωστος, γιατί είναι ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο. Είναι ο Σαρλ Αζναβούρ».
Σε μία από τις πρώτες συναυλίες του, το κοινό παραλυρεί, ο Αζναβούρ μετά την υπόκλισή του κλείνεται στο καμαρίνι του κι γράφει ένα γράμμα προς την Πιάφ.
«Εντίθ, ύστερα από προσπάθειες και κόπους τόσων ετών, επί τέλους ενίκησα! Θέλω όμως να ξέρης, πως όλα τα φύλλα του στεφάνου της δάφνης, με τον οποίο με έστεψε το κοινό, όλα ανεξαιρέτως, από το πρώτο ως το τελευταίο, τα οφείλω σε σένα. Γι’ αυτό θα μου επιτρέψης, μαζί με την ευγνωμοσύνη να σου προσφέρω την επιτυχία που εσημείωσα απόψε. Σου ανήκει»
Η σπάταλη ζωή
Η παγκόσμια επιτυχία της Πιάφ τής απέδωσε κατά τη διάρκεια της καριέρας της τεράστια χρηματικά ποσά, τα οποία όμως κατασπατάλησε:
«Ντρέπομαι», αναφέρει στην αυτοβιογραφία της, «όταν σκέπτωμαι πόσο καλά θα μπορούσα να είχα κάνει με τα λεφτά που πετούσα από το παράθυρο».
Πάντως η Πιάφ συχνά πυκνά ενίσχυε οικονομικά αγνώστους σε αυτήν ανθρώπους.
«Ήμουν καθισμένη σ’ ένα από τα ψηλά σκαμνιά, μπροστά στο μπάρ, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι μου κάποια νέα γυναίκα, που έβγαινε από το μπαρ έξω στο δρόμο σχεδόν τρικλίζοντας (…) Ύστερα προχώρησε και λίγα βήματα παραπέρα έσκυψε, απέθεσε τον μπόγο [που κρατούσε] στο κατώφλι ενός σπιτιού και απομακρύνθηκε. (…) Μέσα στον μπόγο ήταν ένα νεογέννητο»
Η Πιάφ πήρε το μωρό στην αγκαλιά και άρχισε να κυνηγά τη νεαρή γυναίκα. Όταν την πρόλαβε, η γυναίκα της εξήγησε ότι ήταν ανύπαντρη, πως ο πατέρας του παιδιού την είχε εγκαταλείψει και πως οι γονείς της την είχαν διώξει από το σπίτι.
«Θέλωντας και μη με ακολούθησε στο μπαρ. Καθήσαμε σ’ ένα τραπεζάκι (…) Άνοιξα την τσάντα μου, έβγαλα το βιβλίο μου με τα τσεκ, υπέγραψα ένα τσεκ για ένα εκατομμύριο φράγκα και της το έδωσα».
Η «συνάντηση» με τον Μίκη Θεοδωράκη
Το 1960, κυκλοφορεί ο δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη «Λιποτάκτες» με τέσσερα μελοποιημένα ποίηματα του αδερφού του, Γιάννη. Ανάμεσα σε αυτά είναι και το «Θα γίνεις δικία μου» (Όμορφη πόλη).
Το 1962, ο Θεοδωράκης γράφει μουσική για την ταινία του Ρεϊμόντ Ρουλό,«Les amants de Teruel» (Οι εραστές του Τερουέλ). Ένα από τα κύρια μουσικά θέματά της ταινίας βασίστηκε στη μελωδία της «Όμορφης Πόλης» και την ίδια περίοδο αποκτά γαλλικούς στίχους από τον Ζακ Πλαντ.
Το τραγουδά η Εντίθ Πιάφ σε μία από τις τελευταίες της ηχογραφήσεις.
Το«αντίο»
H Πιάφ πέθανε σε ηλικία 48 ετών το 1963.
Η υγεία της είχε κλονιστεί από μακροχρόνια κατανάλωση αλκοόλ και λήψη φαρμάκων για την καταπολέμηση χρόνιας αρθρίτιδας και αϋπνίας.
Έζησε μια ζωή γεμάτη πόνο, ψυχικό και σωματικό, γεμάτη αλκοόλ, αλλά και γεμάτη έρωτες και συγκινήσεις.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις