Δεν πιστεύω στα μάτια μου
Η εθελοτυφλία και οι παραφυάδες της με απασχολούν τακτικά σε αυτήν εδώ τη σελίδα - κυρίως με αφορμή την περίπτωση της Χρυσής Αυγής
Είμαι αυτό που λένε «κριτικός των ΜΜΕ». Δουλειά μου είναι να διαβάζω εφημερίδες, πολλές εφημερίδες, να παρακολουθώ τηλεοπτικές εκπομπές, να προσέχω τι λένε, με ποιον τρόπο το λένε, πώς κατασκευάζουν τις φράσεις τους, ποιες φωτογραφίες χρησιμοποιούν, ποια θέση δίνουν στη μία πληροφορία σε σχέση με την άλλη, πώς θάβεται μια πληροφορία στις μέσα σελίδες ή πώς, αντίθετα, «γίνεται πρωτοσέλιδο» (άρα να εντοπίζω τις ασυνείδητες ιεραρχήσεις). Δουλειά μου, όμως, είναι επίσης να προσέχω τι δεν λένε, τι υπονοούν, τι θα ήθελαν να πουν, τι σκέφτονται τόσο δυνατά που ακούγεται, τα αποσιωπητικά, τους αναστεναγμούς, τους μορφασμούς των παρουσιαστών, τις αμήχανες αλλαγές θέματος.
DANIEL SCHNEIDERMANN «ΒΕΡΟΛΙΝΟ, 1933» (2018)
Η εθελοτυφλία και οι παραφυάδες της με απασχολούν τακτικά σε αυτήν εδώ τη σελίδα – κυρίως με αφορμή την περίπτωση της Χρυσής Αυγής (ίσως το πιο τρανταχτό παράδειγμα σύγχρονης ελληνικής εθελοτυφλίας), αλλά όχι μόνο. Κατά βάθος ποτέ δεν συμφιλιώθηκα με την ιδέα ότι δεν μπορούμε να δούμε το «προφανές». Γιατί δεν πιστεύουμε στα μάτια μας; Γιατί δεν πιστεύουμε σε αυτό που βλέπουμε και, αντιθέτως, βλέπουμε αυτό που πιστεύουμε; Εμμονικές απορίες, αφελείς πιθανόν, παιδαριώδεις, που βασανιστικά έρχονται κι επανέρχονται στη σκέψη μου. Γνώριζα λοιπόν – ήταν αναπόφευκτο, όπως λένε – ότι αργά ή γρήγορα θα σκόνταφτα πάνω στο βιβλίο ενός άλλου εμμονικού, που θα με βοηθούσε είτε να απαλλαγώ από τις δικές μου εμμονές (υιοθετώντας πιθανόν κάποιες καινούργιες) είτε βυθίζοντάς με βαθύτερα στις ίδιες. Από αυτή την οπτική, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι το βιβλίο του 62χρονου γάλλου δημοσιογράφου Ντανιέλ Σνεντερμάν «Βερολίνο, 1933 – Η στάση του Διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ» (εκδόσεις Πόλις, 2020) μου ήρθε κουτί· μη σας πω ότι το έγραψε ο άνθρωπος ύστερα από τηλεπαθητική μου παραγγελία.
Ο Σνεντερμάν είναι ένας sui generis διακεκριμένος δημοσιογράφος και έχει πρόθυμα καταβάλει το ακριβό τίμημα γι’ αυτήν του την ιδιαιτερότητα: έχει απολυθεί δύο φορές, μία από τη διεθνούς κύρους (αλλά και κάπως δυσανεκτική στις κριτικές φωνές, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων) εφημερίδα «Le Monde» και μία από την εξίσου «υπεράνω υποψίας» γαλλική κρατική τηλεόραση. Δίχως να διολισθήσει στον – τόσο της μόδας – δεξιό ή αριστερό κιτρινισμό, ο Σνεντερμάν αρνείται ταυτόχρονα και να παραστήσει τον «αντικειμενικό» ή «αμέτοχο» παρατηρητή. «Ενσταση», σηκώνει το χέρι του στη νοερή δίκη του Διεθνούς Τύπου· «ο ρόλος μας ως δημοσιογράφων, και να με συγχωρείτε που υπενθυμίζω τα στοιχειώδη, είναι ακριβώς να αφυπνίζουμε τις συνειδήσεις. Σίγουρα δεν θα τα καταφέρνουμε πάντα· σπάνια μόνο. Είναι όμως ο πρώτος και κύριος ρόλος μας, να κάνουμε το κοινό να ενδιαφερθεί για πράγματα που δεν θα το ενδιέφεραν αυθόρμητα – διαφορετικά, απλώς χορεύουμε στον σκοπό που μας βαράνε». Λίγο πιο κάτω αναπτύσσει και την ενδεδειγμένη μεθοδολογία: «Το Κακό. Πρώτα να το αναγνωρίζεις. Να προσπαθείς να μυριστείς ότι πλησιάζει. Να μην εμπιστεύεσαι ούτε τον εαυτό σου. Το Κακό είναι όντως το Κακό; Και ύστερα να το ξεσκεπάζεις. Να το κατονομάζεις. Ούτε λίγο, ούτε πολύ. Να μην υπερβάλλεις, ούτε να το υποτιμάς – να το λες με το όνομά του. Πώς να ονομάσεις το ακατονόμαστο; Και να το καταπολεμάς. Να το καταπολεμάς περιγράφοντάς το. Να το κατονομάζεις για να το καταπολεμήσεις. Αυτή είναι η δουλειά του δημοσιογράφου. Η δική μου δουλειά».
Ποιο είναι το επιτακτικό κίνητρο για τον Σνεντερμάν προκειμένου να ενασχοληθεί με αυτό το ειδολογικά ανένταχτο πόνημα – «δεν γράφω ιστορικό βιβλίο», προσδιορίζει, «γράφω το βιβλίο του αυτόπτη μάρτυρα που δεν ήμουν, που ονειρεύτηκα πως ήμουν» – και να βουτήξει στα ταραγμένα νερά του μεσοπολεμικού Βερολίνου, τότε που ο Αδόλφος Χίτλερ «ήταν» και «δεν ήταν» αυτό που «θα γίνει» στη συνέχεια, τότε που εύκολα (πόσο εύκολα άραγε; – το διαρκές ενοχλητικό ερώτημα του Σνεντερμάν) μπορούσες ακόμη να μπερδέψεις ή να επικαλεστείς αργότερα ως άλλοθι ότι μπέρδεψες τις αδιάψευστες μαρτυρίες με τους ευσεβείς σου πόθους; Σίγουρα, οι οικογενειακές εβραϊκές ρίζες του Σνεντερμάν είναι ένα διαχρονικά ισχυρό κίνητρο, αλλά το κυρίως κίνητρό του είναι πιο επικαιρικού χαρακτήρα: το σοκ από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Στα μάτια πολλών δημοσιογράφων η αναλογία του Βερολίνου το 1933 με την Ουάσιγκτον το 2016 είναι κάτι παραπάνω από ανατριχιαστική. Και τότε ένας «παλιάτσος» πήρε την εξουσία, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις των ΜΜΕ. Και τότε κανένας δεν τον έπαιρνε «στα σοβαρά»: καγκελάριος το κακέκτυπο του Τσάρλι Τσάπλιν; Μήπως η Ιστορία θα επαναληφθεί πάλι – και, μάλιστα, όχι ως φάρσα;
Καθώς οι πρώτοι μήνες της θητείας Τραμπ δεν επιβεβαιώνουν το χειρότερο από τα πιθανά σενάρια – «ο Τραμπ είναι παλιάτσος», συμπεραίνει ο Σνεντερμάν, «ο Χίτλερ δεν ήταν» -, ο οδηγός μας στο Τρενάκι του Τρόμου απεγκλωβίζεται από την τήρηση των ιστορικών αναλογιών κι επιπλέον (αυτο)σαρκάζει τον εγκλωβισμό του μνημονεύοντας τον σκωπτικό «νόμο» του Mike Godwin: «Οσο περισσότερο διαρκεί μια διαδικτυακή συζήτηση, τόσο περισσότερο η πιθανότητα να αναφερθεί μια σύγκριση που θα εμπλέκει τους ναζί ή τον Χίτλερ προσεγγίζει τη μονάδα». Σε κάθε σταθμό του ζοφερού του ταξιδιού, ο Σνεντερμάν προσδένεται και στην προσωπική περίπτωση κάποιου πρωταγωνιστή – από εκείνους τους δημοσιογράφους που θέλουν να καταγγείλουν το «Κακό» και το πληρώνουν συνήθως με απέλαση ή ακόμη και θάνατο έως εκείνους που προσπαθούν να βρουν ένα modus vivendi με τη «νέα κατάσταση», να εξευμενίσουν το «θηρίο» (μην τσαντιστεί και δεν πληρώσει το τεράστιο δημόσιο χρέος του) και ψάχνουν απεγνωσμένα για ευφημισμό ώστε να μετονομάσουν την εθελοτυφλία τους: ο «καιροσκόπος» Χίτλερ είναι «μετριοπαθής», οι απανωτές «προτάσεις ειρήνης» του είναι ειλικρινείς και όχι στάχτη στα μάτια για να κερδίσει χρόνο κ.ο.κ.
Κορυφαίος εθελόδουλος ανάμεσά τους ο αμερικανός δημοσιογράφος Λούις Λόχνερ, ανταποκριτής του Associated Press, στην πιο εκκωφαντικά άστοχη πρόβλεψή του εν έτει 1933: «Το ενδιαφέρον με τους δικτάτορες είναι ότι σε θέματα εξωτερικής πολιτικής μοιάζουν ήσυχοι σαν αρνάκια. Δυσκολεύονται τόσο να εδραιώσουν την εξουσία τους στο εσωτερικό της χώρας ώστε θέλουν να αποφύγουν τους μπελάδες στην εξωτερική τους πολιτική. Είναι προφανές ότι ο Χίτλερ δεν επιθυμεί πόλεμο».
Στον καταμερισμό της εθελοτυφλίας δεν εξαιρούνται τα μελλοντικά σφάγια: από την απατηλή «εβραϊκή αλληλεγγύη» της μητέρας του Σνεντερμάν έως το σύνδρομο του «ενοχικού εβραίου» που ταλανίζει τον Αρθουρ Σούλτσμπεργκερ, διευθυντή των «New York Times»: με την αυτολογοκρισία του και τους χαμηλούς του τόνους προσπαθεί να αποδείξει στους ναζί ότι ο αμερικανικός Τύπος δεν… εβραιοκρατείται. «Γκέμπελς από την ανάποδη» καγχάζει ο συγγραφέας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις