Οι σχέσεις ΕΕ και Κίνας μεταξύ ανταγωνισμού και συνεργασίας
Η πρόσφατη αναγκαστικά διαδικτυακή Σύνοδος Κορυφής ΕΕ και Κίνας ήρθε να υπογραμμίσει την είσοδο σε μια νέα εποχή όπου πλάι στην οικονομική συνεργασία υπάρχει και έντονος ανταγωνισμός
- «Στην Τριχωνίδα τέτοιοι σεισμοί έχουν συνέχεια - Χρειάζεται επιτήρηση» - Λέκκας για δόνηση στο Αγρίνιο
- Αρκάς: Η καλημέρα της Κυριακής έχει γεύση από κουραμπιέδες
- Αμερικανικό μαχητικό καταρρίφθηκε κατά λάθος από αμερικανικό καταδρομικό
- Μέχρι πότε η πληρωμή των τελών κυκλοφορίας – Δεν θα δοθεί παράταση, τι ισχύει για τα πρόστιμα
Η Σύνοδος Κορυφής ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Κίνα επρόκειτο να είναι μία από τις κορυφαίες στιγμές της Γερμανικής προεδρίας της και μια κομβική πλευρά της προσπάθειας του Βερολίνου να δείξει ότι μπορεί η ΕΕ να έχει αναβαθμισμένο και κυρίως αυτοτελή γεωπολιτικό ρόλο στον πλανήτη. Μάλιστα, είχε επιλεγεί ως τόπος για την τριήμερη σύνοδο η ανατολικογερμανική πόλη της Λειψίας.
Όμως, η πανδημία του κοροναϊού άλλαξε τον αρχικό σχεδιασμό και ήδη από τον Ιούνιο η σύνοδος με φυσική παρουσία ακυρώθηκε και αντίθετα άρχισε να σχεδιάζεται μια διαδικτυακή σύνοδος για τις 14 Σεπτεμβρίου.
Το νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται
Λίγα χρόνια πριν μια τέτοια σύνοδος κατά βάση θα αποτιμούσε τις αυξανόμενες οικονομικές σχέσεις, θα συζητούσε τρόπους ώστε να διευκολυνθούν – και να προσπεράσουν διάφορα εμπόδια – οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στην Κίνα και ταυτόχρονα θα γινόταν προσπάθεια να προσελκυστούν ακόμη περισσότερες κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη.
Όμως, με την καμπή να μπορεί να εντοπίζεται στο 2017, το πεδίο άρχισε να γίνεται πιο ανταγωνιστικό. Ούτως ή άλλως, στη μετατόπιση είχαν προηγηθεί οι ΗΠΑ που ήδη αντιμετώπιζαν την Κίνα με όρους σκληρού ανταγωνισμού, κάτι που στη συνέχεια θα κάνει πράξη ο πρόεδρος Τραμπ με την κήρυξη ουσιαστικά ενός εμπορικού πολέμου ενάντια στην Κίνα που ήταν συνάμα τμήμα ενός συνολικότερο γεωπολιτικού ανταγωνισμού, όπου το επίδικο, τουλάχιστο από την αμερικανική πλευρά, ήταν να αποτραπεί το ενδεχόμενο η Κίνα να αμφισβητήσει την αμερικανική ηγεμονία.
Την ίδια ώρα ωστόσο η Κίνα συνέχιζε να προωθεί τη δική της στρατηγική, αυτή που πήρε την επωνυμία «ένας δρόμος, μία ζώνη» και που συχνά περιγράφεται ως ο νέος «δρόμος του μεταξιού». Ο πυρήνας αυτής της στρατηγικής ήταν μεγάλες επενδύσεις και συνεργασίες κυρίως στις υποδομές και στα μεγάλα δίκτυα μεταφοράς προϊόντων, αυτά που διευκολύνουν και τις σύγχρονες αλυσίδες αξίας, με την Κίνα να τις παρουσιάζει ως win-win συμφωνίες που θα ενίσχυαν τις οικονομίες σε τοπικό επίπεδο και όχι μόνο την κινεζική οικονομία και έτσι θα διευκόλυναν και τη διαμόρφωση μιας εκδοχής «παγκοσμιοποίησης» με έμφαση στις παραγωγικές επενδύσεις παρά τους εμπορικούς ανταγωνισμούς.
Από τη μεριά της, η ΕΕ και πρωτίστως η Γερμανία, χώρα που έχει και ιδιαίτερα μεγάλες συναλλαγές με την Κίνα, εφόσον, πέραν όλων των άλλων, η Κίνα υπήρξε και βασικός εξαγωγικός προσανατολισμός των κλάδων βιομηχανικού εξοπλισμού της γερμανικής βιομηχανίας, σταδιακά άρχισε να βλέπει την Κίνα και ως ανταγωνιστή.
Ρόλο σε αυτό έπαιξε και η σταδιακή πίεση από τις ΗΠΑ ώστε να περιοριστεί η κλίμακα των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη, όμως έχει σημασία να δούμε και την αμιγώς ευρωπαϊκή διάσταση του ανταγωνισμού.
Η Κίνα ως «συστημικός ανταγωνιστής»
Την αρχή στη νέα αντιμετώπιση της Κίνας έκανε τον Ιανουάριο του 2019 η Ομοσπονδία των Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) με ένα κείμενο στρατηγικής που παρουσίαζε την Κίνα ως έναν «συστημικό ανταγωνιστή» (systemic competitor)
Η έννοια του «συστημικού ανταγωνισμού» παρέπεμπε στον ανταγωνισμό ανάμεσα σε δύο συστήματα, ένα βασισμένο σε μια φιλελεύθερη και ανοιχτή κοινωνική οικονομία της αγοράς και έναν μια οικονομία στην οποία κυριαρχεί το κράτος.
Για το συγκεκριμένο κείμενο στρατηγικής παρότι η Κίνα παρέμενε μια σημαντική και δυναμικά αναπτυσσόμενη αγορά,, που προσέφερε σημαντικές ευκαιρίες και για τη γερμανική βιομηχανία, εντούτοις προσέφερε και σημαντικές πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις και επέβαλε και τη συνεργασία με άλλες δυνάμεις που είχαν ανάλογη φιλελεύθερη αντίληψη για την οικονομία. Αυτό απαιτούσε και μια εντονότερη ευρωπαϊκή αλλά και διεθνή συνεργασία.
Οι διατυπώσεις του κειμένου απέπνεαν μια χαρακτηριστική αμφισημία που αποτύπωνε την ταυτόχρονη αίσθηση ότι η Κίνα είναι ανταγωνιστής αλλά και συνεργάτης, με τον οποίο μπορούν να υπάρξουν αμοιβαία επωφελείς σχέσεις. Αυτή η αμφισημία, που διαμόρφωνε και μια ιδιότυπη «γκρίζα ζώνη» ως προς τις γερμανο-κινεζικές σχέσεις, αποτυπώθηκε και στις πολιτικές ταλαντεύσεις έναντι τόσο του Πεκίνου, όσο και των αμερικανικών πιέσεων.
Αποτύπωνε επίσης τη διαπίστωση ότι η αντίληψη ότι η ανάπτυξη του εμπορίου και των επενδύσεων θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη πολιτική φιλελευθεροποίηση στην Κίνα, δεν επιβεβαιωνόταν από τα χαρακτηριστικά που έπαιρνε η κινεζική πολιτική.
Αποτύπωνε, όμως, και το φόβο της σταδιακής φθοράς των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που μπορεί να είχε η γερμανική βιομηχανία στις συναλλαγές με την Κίνα, από τη στιγμή που η τελευταία διαρκώς προσπαθεί να αναβαθμίσει και το τεχνολογικό της επίπεδο.
Σε Ευρωπαϊκό Επίπεδο η μετατόπιση αυτή ως προς την αντιμετώπιση της Κίνας αποτυπώθηκε ήδη τον Μάρτιο του 2019 με κοινή ανακοίνωση της Επιτροπής και της Ύπατης Αντιπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, σε ένα κείμενο που περιέγραφε την Κίνα ως «συστημικό αντίπαλο» (systemic rival).
Το κείμενο αυτό αποτιμούσε μεν θετικά τις κινεζικές επενδύσεις, αλλά ταυτόχρονα θεωρούσε ότι υπήρχαν προβλήματα χρηματοοικονομικής και κοινωνικής βιωσιμότητας όπως και ζητήματα ελέγχου πάνω σε στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία και πόρους. Εξ ου και ο στόχος μιας πιο ισορροπημένης σχέσης.
Πώς η κατάσταση στη Σιντσιάνγκ επηρεάζει τις ευρω-κινεζικές σχέσεις
Σε αυτό το πλαίσιο, οι σχέσεις Κίνας και ΕΕ δείχνουν να μπαίνουν σε μια πιο νέα φάση. Το μέγεθος των διμερών οικονομικών σχέσεων είναι σαφές ότι δεν επιτρέπει μια απότομη «αποσύνδεση» των δύο οικονομιών. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι μιλάμε για ένα διμερές εμπόριο ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ την ημέρα.
Όμως, ιδίως από την ευρωπαϊκή πλευρά υπάρχει μεγαλύτερη καχυποψία. Εν μέρει αυτό αντανακλά και τα προβλήματα που συχνά δημιουργεί η ίδια η Κίνα ως προς την είσοδο ξένων επιχειρήσεων στην κινεζική αγορά. Εν μέρει αποτυπώνει ένα φόβο ότι οι όροι παραμένουν άνισοι και η Κίνα αποσπά περισσότερα οφέλη από όσα προσφέρει σε αντάλλαγμα. Κομβικό σημείο και η διαπίστωση ότι με την Κίνα να κινείται στο πλαίσιο μιας στρατηγικής τεχνολογικής αυτάρκειας (δηλαδή να μπορεί να έχει την τεχνική επάρκεια να καλύπτει με δικούς της πόρους κάθε τεχνολογική της ανάγκη) υπάρχει το ενδεχόμενο η όποια τεχνολογική υπεροχή που μπορεί να είχε σε ορισμένους κλάδου η Ευρώπη να καλυφθεί. Αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε και στον ανταγωνισμό της Κίνας με τις ΗΠΑ όπου η απόφαση να αποκοπεί η Huawei από κάθε πρόσβαση σε διαδικασίες παραγωγής μικροτσίπ που χρησιμοποιούν αμερικανική τεχνολογία, πυροδότησε την επιτάχυνση της κινεζικής προσπάθειας για αυτάρκεις και σε αυτή την παραγωγική διαδικασία αιχμής.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι και η Ευρώπη αρχίζει να χρησιμοποιεί και αυτή τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως τμήμα γεωπολιτικών και οικονομικών ανταγωνισμών. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί αναβαθμίστηκε το τελευταίο διάστημα το ζήτημα της παραβίασης των δικαιωμάτων της μειονότητας των Ουιγούρων στην επαρχία της Σιτσιάνγκ, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις που έκανε μετά την διαδικτυακή σύνοδο κορυφής ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.
Δεν είναι λίγοι πάντως αυτοί που επιμένουν ότι αυτή η μετατόπιση της ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στην Κίνα, που συνδυάζει την έμφαση στην αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων, αλλά με καλύτερους όρους, παράλληλα με την αναβάθμιση των ζητημάτων που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, είτε πρόκειται για τους Ουιγούρους είτε πρόκειται για την κατάσταση στο Χονγκ Κονγκ, είναι ο τρόπος να χειριστεί η Ευρώπη το γεγονός ότι βρίσκεται στο μέσο ενός κλιμακούμενου ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις