Αναπαυθείτε εν ειρήνη
Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ και Ροσάνα Ροσάντα.
- «Η Ειρήνη και η Πόπη προσπάθησαν να πουλήσουν τα παιδιά τους» - Για κυκλώματα κάνει λόγο μάρτυρας «κλειδί»
- Κωνσταντίνος Ράικος: Ο επιχειρηματίας που νίκησε τον καρκίνο όρχεως μιλά στο in για την δική του δοκιμασία ζωής
- Μετέτρεψαν σχολικό σε μίνι βιβλιοθήκη για να μοιράζουν δωρεάν βιβλία
- Κόντρα Ανδρουλάκη, Γεωργιάδη-Βορίδη στη Βουλή: Οι κατηγορίες για λαϊκισμό και το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ
Ηταν δύο σπουδαίες γυναίκες που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο. Και οι δύο αριστερές. Αλλά οι δρόμοι που ακολούθησαν ήταν διαφορετικοί. Η φιλελεύθερη εργάστηκε μέσα στο σύστημα, η κομμουνίστρια έμεινε πάντα απ’ έξω. Τώρα που μας αποχαιρέτησαν με διαφορά λίγων ωρών η μία από την άλλη, δικαιούται κανείς να ρωτήσει: Ποια είχε δίκιο;
Οταν τελείωσε τις πανεπιστημιακές της σπουδές, η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ είχε τρία εμπόδια να ξεπεράσει. Ηταν Εβραία. Ηταν γυναίκα. Και ήταν μητέρα ενός παιδιού 4 ετών. Κανένα δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης δεν ήθελε λοιπόν να την προσλάβει. Ούτε κλητήρα δεν την έπαιρναν. Αλλά εκείνη πείσμωσε. Κι από τις έξι δικαστικές υποθέσεις διακρίσεων λόγω φύλου που ανέλαβε ως εθελόντρια για λογαριασμό της Αμερικανικής Ενωσης Ατομικών Ελευθεριών, κέρδισε τις πέντε. Για την πρώτη, γνωστή ως Reed vs Reed, έγραψε μια έκθεση 88 σελίδων που κατέγραφε όλους τους αμερικανικούς νόμους στους οποίους βασιζόταν η καταπίεση των γυναικών. Από την έκθεση αυτή άντλησαν στη συνέχεια έμπνευση γενιές ολόκληρες φεμινιστριών δικηγόρων.
Υστερα ξεκίνησε μια λαμπρή καριέρα στο Ανώτατο Δικαστήριο, που σημαδεύτηκε από τη φράση «I dissent» (Δεν συμφωνώ), την οποία πρόφερε όταν η άποψή της ήταν αντίθετη από εκείνη της πλειοψηφίας. Στη σημερινή Αμερική του φανατισμού, της πόλωσης και του Τραμπ, αυτή η φράση παραμένει συνώνυμη του θάρρους, της μαχητικότητας και της τόλμης.
Τολμηρή, δυναμική και έντιμη ήταν και η Ροσάνα Ροσάντα. Ηθελε μεγάλα κότσια τον Μάρτιο του 1978, όταν ο Αλντο Μόρο ήταν ακόμη ζωντανός στα χέρια των απαγωγέων του, να γράψει στο «Μανιφέστο», την εφημερίδα που ίδρυσε όταν διαγράφτηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα: «Οποιος υπήρξε κομμουνιστής τη δεκαετία του ’50 αναγνωρίζει αμέσως τη νέα γλώσσα των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Είναι σαν να ξεφυλλίζει το οικογενειακό άλμπουμ». Παρά ταύτα, δεν εγκατέλειψε τις ιδέες της. Οπως κι ένας άλλος μεγάλος διανοούμενος του 20ού αιώνα, ο Ερικ Χόμπσμπομ, παρέμεινε κομμουνίστρια μέχρι το τέλος. Ασκούσε συνεχώς κριτική στα κόμματα, τις οργανώσεις και τα έντυπα που εξέφραζαν, ή νόμιζαν ότι εξέφραζαν, την ιδεολογία της. Αναφερόταν συχνά σε μια φωτογραφία από την εξέγερση του 1956 στην Ουγγαρία, όπου δύο εργάτες κοιτάζουν χαμογελώντας το απαγχονισμένο πτώμα ενός κομματικού αξιωματούχου. «Οι κομμουνιστές που κάνουν τον κόσμο να τους μισεί δεν έχουν ποτέ δίκιο» έλεγε. Αλλά δεν μετάνιωσε ποτέ.
Ποια από τις δύο είχε δίκιο, η Ρουθ ή η Ροσάνα; Και οι δύο. Ποια ήταν πιο αποτελεσματική, ποια άφησε πιο βαριά κληρονομιά, η φιλελεύθερη ή η κομμουνίστρια; Η φιλελεύθερη. Μα η κομμουνίστρια το γνώριζε ήδη από το 1976, όταν ζήτησε αυτοσαρκαζόμενη να γράψουν την εξής φράση στην επιτύμβια πλάκα της: «Αγαπητοί σύντροφοι, η γυναίκα αυτή επέλεξε να κάνει την επανάσταση αντί να πάει στο πανεπιστήμιο, αλλά αποτέλεσμα δεν είδε, ας μην αναπαυθεί εν ειρήνη».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις