Η περιοχή της Μαδρίτης -επίκεντρο της επιδημίας του κοροναϊού στην Ισπανία- ζήτησε σήμερα τη βοήθεια του στρατού προκειμένου να κάνει τεστ και απολυμάνσεις, ενώ ανέφερε πως θα ανακοινώσει την Παρασκευή την επέκταση των περιοριστικών μέτρων και σε άλλες συνοικίες.

Ο αντιπρόεδρος της περιφέρειας Ιγνάθιο Αγουάδο ανακοίνωσε πως η περιφερειακή κυβέρνηση θα ζητήσει αύριο, κατά τη διάρκεια σύσκεψης με την κεντρική κυβέρνηση, την «επείγουσα υλικοτεχνική στήριξη του στρατού για την (…) διεξαγωγή τεστ και βασικών εργασιών απολύμανσης» στις πλέον πληγείσες ζώνες.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της επιδημίας, ο στρατός είχε αναπτυχθεί σε ολόκληρη τη χώρα για να συνδράμει σε αυτού τους είδους τις αποστολές.

Η Μαδρίτη θα ζητήσει, επίσης, την ανάπτυξη 220 αστυνομικών για την τήρηση της καραντίνας και των περιορισμών που βρίσκονται σε ισχύ σε ορισμένες περιοχές.

Σχεδόν 1 εκατομμύριο κάτοικοι της ισπανικής πρωτεύουσας και των περιχώρων της έχουν υποβληθεί από τη Δευτέρα σε αυστηρούς περιορισμούς στις μετακινήσεις τους.

Οι περισσότεροι από 850.000 κάτοικοι, τους οποίους αφορά το μέτρο (εκ των 6,6 εκατομμυρίων κατοίκων στην περιοχής), δεν μπορούν να φύγουν από τη συνοικία τους, εκτός κι αν πρόκειται για πολύ συγκεκριμένους λόγους: να πάνε στη δουλειά τους ή για σπουδές, να πάνε στον γιατρό, να ανταποκριθούν σε κλήτευσή τους ή να ασχοληθούν με πρόσωπα τα οποία εξαρτώνται από αυτούς.

Αντιθέτως, έχουν δικαίωμα να κυκλοφορούν εντός της συνοικίας τους και επομένως δεν είναι υποχρεωμένοι να παραμείνουν στα σπίτια τους.

Κατά τη διάρκεια μιας άλλης συνέντευξης Τύπου, το νούμερο δύο των περιφερειακών υγειονομικών αρχών, ο Αντόνιο Θαπατέρο, ανακοίνωσε πως η περιφέρεια «εξετάζει και αναλύει» τα επιδημιολογικά δεδομένα προκειμένου να επιβάλει ίδιου τύπου περιορισμούς και σε άλλες συνοικίες.

Η Μαδρίτη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια «κατάσταση συνεχούς αύξησης» μολύνσεων, υπογράμμισε, προτού επισημάνει ότι ο στόχος αυτών των μέτρων είναι να αποφευχθεί με κάθε τίμημα το «lockdown» της περιφέρειας, που θα είχε «τραγικές» οικονομικές και κοινωνικές «επιπτώσεις».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ