Νυρεμβέργη, 1η Οκτωβρίου 1946 : Η καταδίκη των ηγετών του ναζιστικού καθεστώτος
Το βαρύτατο κατηγορητήριο κατά των ηγετικών στελεχών του ναζιστικού καθεστώτος συνέθεταν τα εγκλήματα κατά της ειρήνης, τα εγκλήματα πολέμου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, καθώς και η συνωμοσία που είχε εξυφανθεί για τη διάπραξη των προαναφερθέντων εγκλημάτων
Η Δίκη της Νυρεμβέργης, όπως κατεγράφη στις δέλτους της ιστορίας της ανθρωπότητας, έλαβε χώρα από τις 20 Νοεμβρίου 1945 έως την 1η Οκτωβρίου 1946.
Οι δικαστές και οι δημόσιοι κατήγοροι στην ιστορική αυτή δίκη προέρχονταν από το στρατόπεδο των Συμμάχων (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Σοβιετική Ένωση, Γαλλία), οι δε κατηγορούμενοι ήταν 21 αξιωματούχοι των ναζιστικών κυβερνήσεων, που προέρχονταν από τους κόλπους των ενόπλων δυνάμεων, της διπλωματίας, της πολιτικής και της οικονομίας.
Τρεις εκ των αρχικά 24 κατηγορουμένων που είχαν συμπεριληφθεί στο αρχικό κατηγορητήριο δεν έμελλε να δικαστούν, καθώς είχαν αυτοκτονήσει πριν από το πέρας του πολέμου: ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Χάινριχ Χίμλερ και ο Γιόζεφ Γκέμπελς.
Οι κανόνες της δίκης είχαν τεθεί από τους Συμμάχους περί το τέλος του πολέμου, είχαν δε προκύψει έπειτα από λεπτούς συμβιβασμούς μεταξύ του ευρωπαϊκού και του αγγλοσαξονικού δικαιοδοτικού συστήματος.
Τα προηγηθέντα
Ήδη από το χειμώνα του 1942 οι κυβερνήσεις των Συμμάχων είχαν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης τούς ναζιστές εγκληματίες πολέμου.
Αν και ορισμένοι ηγέτες είχαν εισηγηθεί τις συνοπτικές και άνευ δίκης εκτελέσεις των εγκληματιών πολέμου, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν τελικά να συγκροτήσουν ένα διεθνές στρατιωτικό δικαστήριο, ώστε οι ενδεχόμενες καταδικαστικές αποφάσεις να κριθούν ευμενώς από την ιστορία και, παράλληλα, να μη δοθεί η δυνατότητα στους Γερμανούς να ισχυριστούν ότι η ομολογία των εγκλημάτων πολέμου και η αποδοχή της ενοχής τους ήταν απόρροια πιέσεων που τους είχαν ασκηθεί.
Σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Μόσχας, που είχαν συνυπογράψει οι Ρούσβελτ, Τσώρτσιλ και Στάλιν στις 30 Οκτωβρίου 1943, τα άτομα που θα κρίνονταν υπεύθυνα για εγκλήματα πολέμου εν καιρώ συνθηκολόγησης θα έπρεπε να μεταφέρονται στις χώρες στις οποίες είχαν διαπραχθεί τα εγκλήματα και να δικάζονται σύμφωνα με τους νόμους του ενδιαφερόμενου κράτους.
Επίσης, για την τιμωρία εγκληματιών πολέμου που τα εγκλήματά τους δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν σε συγκεκριμένη γεωγραφική τοποθεσία θα αποφάσιζαν από κοινού οι κυβερνήσεις των Συμμάχων.
Το κατηγορητήριο
Η δίκη των κορυφαίων ναζιστών αξιωματούχων ενώπιον του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου ξεκίνησε επισήμως στη Νυρεμβέργη στις 20 Νοεμβρίου 1945, μόλις εξήμισι μήνες μετά τη συνθηκολόγηση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.
Στις 18 Οκτωβρίου 1945 οι επικεφαλής εισαγγελείς του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου είχαν ολοκληρώσει την απαγγελία του κατηγορητηρίου κατά των ηγετικών στελεχών του ναζιστικού καθεστώτος.
Το βαρύτατο κατηγορητήριο συνέθεταν τα εγκλήματα κατά της ειρήνης (επιθετικοί πόλεμοι στην Ευρώπη), τα εγκλήματα πολέμου (εξόντωση αιχμαλώτων αλλά και πολιτών), τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (μαζικές εκτελέσεις, γενοκτονία Εβραίων, τσιγγάνων, ομοφυλόφιλων κ.ά.), καθώς και η συνωμοσία που είχε εξυφανθεί για τη διάπραξη των προαναφερθέντων εγκλημάτων.
Η ετυμηγορία
Οι δικαστές ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους την 1η Οκτωβρίου 1946.
Αυτή ήταν καταδικαστική για όλους τους κατηγορουμένους πλην τριών.
Οι 11 εξ αυτών καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ οι υπόλοιποι επτά σε φυλάκιση (ορισμένοι σε ισόβια κάθειρξη).
Η κριτική
Όσον αφορά την κριτική που ασκήθηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης, αυτή επικεντρώθηκε στον εξευτελισμό του γερμανικού έθνους και στην παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου.
Στην εν λόγω δίκη, κατά την άποψη όσων επέκριναν την όλη διαδικασία, δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη, αλλά εφαρμόστηκε το δίκαιο του νικητή. Επρόκειτο, κατ’ ουσίαν, για μια πολιτική δίκη εκδίκησης.
Από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου, οι προαναφερθέντες επισήμαναν, μεταξύ άλλων, ότι ο λεγόμενος «επιθετικός πόλεμος» συναρτάται άμεσα με τα εθνικά δίκαια των λαών, ότι οι διεθνείς συνθήκες δεν τιμωρούν άτομα αλλά κράτη διά της οικονομικής και της διπλωματικής οδού, καθώς και ότι η επέκταση της ευθύνης ήταν άγνωστη στο γερμανικό και σε πολλά άλλα δίκαια.
Επίσης, τόνισαν ότι οι γερμανοί κατηγορούμενοι είχαν μεν δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν συνηγόρους υπεράσπισης της επιλογής τους, αλλά δεν είχαν απέναντί τους ένα αμερόληπτο σώμα, καθώς όλα ανεξαιρέτως τα μέλη του προέρχονταν από κράτη εχθρικά προς τη Γερμανία.
Εξάλλου, σύμφωνα πάντα με τις θέσεις όσων αποδοκίμασαν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης, εξίσου ένοχοι εγκλημάτων πολέμου ήταν και οι Σύμμαχοι, αλλά οι δικαστές δεν είχαν καν δικαίωμα να κρίνουν τις πράξεις τους.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις