Ενα ελληνικό υβρίδιο
Οι έλληνες θιασάρχες (Κοτοπούλη, Κυβέλη, Παντόπουλος κ.ά.) το καλοκαίρι σε πατάρια έπαιζαν το ρεπερτόριό τους και τον χειμώνα περιόδευαν στα μεγάλα κέντρα της ελληνικής παροικίας (Πόλη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια)
- Στους 94 έχουν φτάσει οι νεκροί στη Μοζαμβίκη μετά το πέρασμα του κυκλώνα Σίντο
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
- Μηχανική βλάβη σε πλοίο με 115 επιβάτες - Επέστρεψε στον Πειραιά
- Απίστευτο περιστατικό σε κηδεία: 20χρονος χόρευε δίπλα στο φέρετρο και τράβαγε τα γένια των ιερέων
Η Αθηναϊκή Επιθεώρηση, πατέντα, πράγματι, της ελληνικής πρωτεύουσας στα 1894, είναι ένα καλλιτεχνικό είδος που το δημιούργησε η μιζέρια των μέσων και, συνάμα, η τραγωδία του κράτους. Η ευρωπαϊκή ρεβύ ήταν άλλο πράγμα, οι Αθηναίοι την έμαθαν από γαλλικούς, κυρίως, θιάσους που επισκέπτονταν τις βαλκανικές χώρες, παρουσιάζοντας το ρεπερτόριο που είχε ευδοκιμήσει στη χώρα τους και ήθελαν οικονομικά να το ξεζουμίσουν.
Οι Αθηναίοι έμαθαν το «ευρωπαϊκό» αυτό είδος, υπακούοντας, όπως έως σήμερα, στον ευρωπαϊκό συρμό: μόδα, πεζογραφία, ποίηση, εικαστικά, χορός, θέατρο. Το θέατρο, ανακάλυψη των αρχαίων Αθηναίων, αφού σιώπησε για 400 χρόνια και, εξαιτίας της εβραιοαραβικής εντολής «ου ποιήσεις εαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα», επέστρεψε ως αντιδάνειο στην Ελλάδα με τους Βαυαρούς και τους σμυρναίους κοσμοπολίτες, εραστές της μόδας. Στα ευρωπαϊκά πολιτιστικά κέντρα, κυρίως το Παρίσι, το Βερολίνο, τη Ρώμη και το Λονδίνο, με την πολυεθνική τους, συχνά, σύνθεση, ευδοκίμησε ένα είδος θεάτρου ποικιλιών. Ηταν ένα θέαμα και ακρόαμα, όπου συνυπήρχαν λόγος, μίμηση, μουσική, χορός και εικαστική χλιδή. Γιγαντοθεάματα, κυρίως απευθυνόμενα στους επισκέπτες των μεγάλων πρωτευουσών ως ένα συμπλήρωμα της επίσκεψης στα αξιοθέατα, τα μουσεία, τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα και τις αθλητικές εκδηλώσεις. Στην Αθήνα, π.χ., υπήρχαν ταξιδιωτικοί πράκτορες που, οργανώνοντας εκδρομές ή εμπορικές επισκέψεις, γαμήλια ταξίδια στο Παρίσι, μαζί με τα άλλα εφόδια (οδηγούς, συστάσεις, μνημεία) εφοδίαζαν (εντάσσοντάς τα στην τιμή του ταξιδιού) και εισιτήρια για τις παρισινές ρεβύ. Ετσι, όταν ερχόταν στην Αθήνα γαλλικός θίασος ποικιλιών, υπήρχε ένα μεγάλο, αστικό βέβαια κοινό, που, είτε είχε δει ρεβύ στο Παρίσι, είτε επιθυμούσε να απολαύσει ένα είδος θεάματος που είχε από τους θιασώτες του μυθοποιηθεί.
Ηταν καλλιτεχνικό, και κυρίως κοσμικό, γεγονός η επίσκεψη, στα τέλη του 19ου αιώνα, γαλλικής επιθεώρησης. Ηταν, λοιπόν, φυσικό, αφού είχε δημιουργηθεί ένα φανατικό κοινό, κάποιοι ξύπνιοι θεατρώνες, αλλά και κεφαλαιούχοι της πρωτεύουσας, να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν ελληνικό ανάλογο προϊόν. Σε μια Ελλάδα που, σε λίγα χρόνια, θα υποστεί την ταπείνωση του πολέμου του 1897, όπου υπήρχαν μόνον υπαίθρια θερινά θέατρα (τότε θα χτιστεί το Δημοτικό Πειραιώς και σε λίγο το Βασιλικόν – σήμερα Εθνικό – Θέατρο). Οι έλληνες θιασάρχες (Κοτοπούλη, Κυβέλη, Παντόπουλος κ.ά.) το καλοκαίρι σε πατάρια έπαιζαν το ρεπερτόριό τους και τον χειμώνα περιόδευαν στα μεγάλα κέντρα της ελληνικής παροικίας (Πόλη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια). Ο Μινωτής με τον θίασο της Κοτοπούλη έπαιξε «Αμλετ» στην Αλεξάνδρεια και τον είδε ο Καβάφης! Και ο Χορν έπαιξε «Αμλετ» στην Πόλη και ποτέ στην Αθήνα!
Μέσα σε αυτό το κλίμα η χλιδή της ευρωπαϊκής ρεβύ δημιούργησε τάσεις μιμητισμού. Ετσι δημιουργήθηκε η Επιθεώρηση (όρος, μετάφραση της γαλλικής ρεβύ). Η διαφορά με το εισαγόμενο είδος ήταν η έλλειψη εδώ μέσων και πόρων. Ούτε τα θέατρα διέθεταν σκηνές με μηχανισμούς αλλαγής σκηνικών (απλά πατάρια!), ούτε χρηματοδότες για πλούσιο θέαμα, ούτε μεγάλο κοινό (το μεγάλο κοινό στην Αθήνα έβλεπε, βασικά, Καραγκιόζη και κουκλοθέατρο – ο Σουρής έγραψε έργα για κουκλοθέατρο!). Ετσι οι φιλόδοξοι παραγωγοί δημιούργησαν έναν φτωχό συγγενή της ρεβύ, χωρίς πλούσια σκηνικά, χωρίς μπαλέτα, χωρίς ζωντανή ορχήστρα. Οι πρώτες ελληνικές επιθεωρήσεις και τα κωμειδύλλια επιστράτευσαν (κυριολεκτικά) την μπάντα των ανακτόρων για να παίζει τσάμικα! Ευτυχώς, όμως, ισχυρίζομαι, που ήρθαν έτσι τα πράγματα, διότι η φτώχεια του θεάματος έφερε την ευφορία του σατιρικού κειμένου. Οι ευρωπαϊκές ρεβύ δεν είχαν ίχνος σάτιρας. Είχαν, εξάλλου, πολυεθνικό κοινό, χωρίς πολιτικές προσλαμβάνουσες.
Ετσι δημιουργήθηκε ένα θεατρικό υβρίδιο, ένα τερατάκι άγνωστο στην Ευρώπη και πατέντα ελληνική. Χάρτινα μόνιμα σκηνικά, η μπάντα του στρατού, δυο – τρεις χορευτές, μια τραγουδίστρια που κάλυπτε τον χρόνο αλλαγής νούμερων και πάπαλα. Η σάτιρα, όμως, από μιας αρχής ήταν καταλυτική, αλλά συνάμα και προσεκτική. Εκρινε τα κακώς κείμενα στην οικονομία, την εκπαίδευση, την κοινωνική πολιτική και τα ευρωπαϊκά γούστα στη μόδα και την τέχνη, αλλά φυλαγόταν από το να μετάσχει στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, αφού, εξάλλου, το κοινό της ήταν οπαδοί όλων των κομμάτων και των ιδεολογιών. Γινόταν, όμως, πολιτικός παράγοντας τις περιόδους των πολέμων, ευρωπαϊκών και, κυρίως, βαλκανικών. Η δομή της ελληνικής αυτής πατέντας ήταν η μονάδα «νούμερο»: μεγάλοι λαϊκοί μίμοι, αλλά και συχνά καλλιτέχνες ολκής, παρουσίαζαν ένα νούμερο και έπρεπε να αφήσουν το στίγμα τους σε δέκα λεπτά που διαρκούσε, γιατί αμέσως μετά ακολουθούσε ο άλλος κωμικός και πάλι ο άλλος και καθένας έπρεπε να δημιουργήσει έναν τύπο ανεπανάληπτο: τον μεθύστακα, τη Σμυρνιά, τον μάγκα, την «αδελφή», τον νευρικό δικηγόρο και την κουτσομπόλα γειτόνισσα. Η δομή αυτού του υβριδίου ήταν θαυμαστή και για 120 χρόνια δεν άλλαξε ούτε κι από τη νέα γενιά μορφωμένων ηθοποιών, όπως το «Ελεύθερο Θέατρο» την εποχή της χούντας.
Ευδοκίμησε στις μεγάλες ιστορικές κρίσεις και σήμερα μας λείπει τραγικά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις