Σε περίπου δύο εβδομάδες ξεκινά ο αντιγριπικός εμβολιασμός, με στόχο να οχυρωθεί ο πληθυσμός – με έμφαση στους πολίτες που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες – από τον ιό της γρίπης. Η παράλληλη όμως κυκλοφορία του με τον νέο κορωνοϊό δημιουργεί ένα σύνθετο παζλ συμπτωμάτων για δυνατούς λύτες, καθώς πολλές από τις εκδηλώσεις της λοίμωξης που προκαλούν είναι κοινές.

Οπως προκύπτει από την προστιθέμενη εμπειρία των τελευταίων εννέα μηνών της πανδημίας, τα πλέον συχνά σημάδια που προειδοποιούν για πιθανή μόλυνση από τον SARS-CoV-2 είναι τα εξής:

  • Υψηλός πυρετός
  • Επίμονος βήχας
  • Αλλαγή η απώλεια στην αίσθηση της όσφρησης και της γεύσης
  • Δυσκολία στην αναπνοή

Οπως όμως διαπιστώνει κανείς, οι δύο πρώτες εκδηλώσεις όπως αναφέρονται παραπάνω είναι «βασικοί ύποπτοι» και για τον ιό της γρίπης αλλά και για τον νέο κορωνοϊό, γεγονός που πιθανόν να προκαλέσει σύγχυση τους επόμενους μήνες. Γι’ αυτό και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) έχουν συντάξει ένα «λυσάρι» συμπτωμάτων, όπου μεταξύ άλλων διευκρινίζουν για παράδειγμα ότι ο πανδημικός ιός δεν ευθύνεται για το φτέρνισμα!

Πυρετός

Η υψηλή θερμοκρασία, πάνω από 37,8°C, αποτελεί ένδειξη ότι ο οργανισμός πολεμά μια λοίμωξη – όχι όμως απαραίτητα την COVID-19. O πυρετός εκδηλώνεται και εξαιτίας της γρίπης ή άλλης ίωσης, παρ’ όλα αυτά κρίνεται απαραίτητο να επικοινωνήσει κανείς αμέσως με τον γιατρό του, ενώ κρίσιμος είναι και ο αυτοπεριορισμός.

Είναι σημαντικό εντούτοις να διευκρινιστεί ότι ανάλογα με τη μέθοδο θερμομέτρησης αλλάζει και η φυσιολογική θερμοκρασία σώματος. Με τα ψηφιακά θερμόμετρα μασχάλης, το φυσιολογικό εύρος κυμαίνεται μεταξύ 35°C-36,9°C ενώ με τα ψηφιακά θερμόμετρα στόματος το φυσιολογικό εύρος της θερμοκρασίας κυμαίνεται μεταξύ 35,7°C-37,4°C.

Οι χρήστες θερμομέτρων στόματος πρέπει ωστόσο να συνυπολογίσουν ότι τα επίπεδα της θερμοκρασίας επηρεάζονται από τις ειδικές συνθήκες (π.χ. κατανάλωση κρύων ή ζεστών αφεψημάτων).

Επιπρόσθετα, το φυσιολογικό εύρος της θερμοκρασίας αφτιού και μετώπου είναι 35,8°C-37,5°C και 33,3°C-35,6°C αντιστοίχως.

Βήχας

Ο βήχας είναι σύνηθες σύμπτωμα της γρίπης και του κοινού κρυολογήματος. Ειδικότερα, η γρίπη εκδηλώνεται κατά κανόνα με μυϊκούς πόνους, ρίγη, πονοκεφάλους, κόπωση, πονόλαιμο και ρινική καταρροή – εκτός από τον βήχα.

Από την άλλη τα κρυολογήματα τείνουν να εξελίσσονται πιο σταδιακά και να είναι λιγότερο σοβαρά, αν και δεν παύουν να ταλαιπωρούν τους ασθενείς με το αίσθημα της γενικής αδιαθεσίας. Ο βήχας, το φτέρνισμα, ο πονόλαιμος και η ρινική καταρροή είναι τα σημάδια του κοινού κρυολογήματος, ενώ αντιθέτως ο πυρετός, τα ρίγη, οι μυϊκοί πόνοι και ο πονοκέφαλος είναι σπάνια.

Ο βήχας όμως που προκαλεί η πανδημική νόσος είναι διαφορετικός και επίμονος, με τους ασθενείς να εκδηλώνουν πολλά επεισόδια εντός του 24ώρου. Εκείνοι δε, που ούτως ή άλλως βιώνουν εκδηλώσεις από το αναπνευστικό (π.χ. άνθρωποι που έχουν διαγνωστεί με Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια) το πιθανότερο είναι να βιώνουν εντονότερο βήχα από το συνηθισμένο σε περίπτωση που νοσούν από τον πανδημικό ιό.

Γι’ αυτό και οι ειδικοί εφιστούν την προσοχή των πολιτών στην περίπτωση που εμφανίσουν επίμονο βήχα που διαρκεί ακόμη και για μία, δύο ή τρεις ώρες.

Φτέρνισμα

Πρόκειται για το πλέον… αθώο σύμπτωμα την περίοδο της πανδημίας, καθώς δεν σχετίζεται με τη λοίμωξη COVID-19. Συνεπώς, εάν δεν συνοδεύεται από πυρετό, βήχα, ανοσμία ή απώλεια γεύσης δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας.

Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι μέσω του φτερνίσματος τα σταγονίδια ταξιδεύουν στον αέρα, συνεπώς υπάρχει η πιθανότητα μετάδοσης άλλων λοιμώξεων.

Η χρήση χαρτομάντιλου κάθε φορά που κάποιος φτερνίζεται κρίνεται απαραίτητη, το οποίο εν συνεχεία πρέπει ο χρήστης να πετάξει αμέσως.

Καταρροή

Οσο πιο βαθιά μπαίνουμε στο φθινόπωρο και στον χειμώνα τόσο η μπουκωμένη μύτη θα γίνεται ακόμη μια συνηθισμένη κατάσταση – όπως τα προηγούμενα χρόνια.

Είναι ενδεικτικό ότι οι πλύσεις της ρινικής κοιλότητας των παιδιών που παρουσιάζουν συχνά-πυκνά καταρροή μέσα στον χειμώνα είναι ο κανόνας για την πλειονότητα των γονιών.

Παρ’ όλα αυτά, η καταρροή ή η μπουκωμένη μύτη δεν αποτελεί σύμπτωμα για να εξεταστεί κανείς για λοίμωξη COVID-19, στην περίπτωση που δεν συνοδεύεται από άλλες ενοχλήσεις.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σχετικά δεδομένα από το Ηνωμένο Βασίλειο με τα συνήθη συμπτώματα της πανδημικής νόσου στα παιδιά δείχνουν ότι ο πυρετός, οι πονοκέφαλοι, η αδυναμία αλλά και οι δερματολογικές αντιδράσεις είναι τα πλέον ύποπτα… σημάδια.

Απώλεια οσμής ή γεύσης

Η είδηση την περασμένη άνοιξη ότι ο νέος κορωνοϊός επηρεάζει τη γεύση και την όσφρηση προκάλεσε αίσθηση. Ενδεχομένως ορισμένοι στάθηκαν με δυσπιστία απέναντι στα πρώτα εκείνα ευρήματα, καθώς ήταν νωρίς για να καταλήξει κανείς σε ένα ασφαλές συμπέρασμα.

Πλέον, τα δύο αυτά συμπτώματα αποτελούν σημαντικό «οδηγό» για την αξιολόγηση της κλινικής εικόνας ενός ασθενούς. Ειδικότερα, η απώλεια της όσφρησης είναι – σύμφωνα με τις μαρτυρίες ασθενών – μία «ιδιαίτερη» αίσθηση, όταν οφείλεται στη λοίμωξη COVID-19.

Το σύμπτωμα αυτό είναι αιφνίδιο και διαφορετικό, υπό την έννοια ότι η μπουκωμένη μύτη ή η καταρροή κακά κανόνα απουσιάζει, συνεπώς οι ασθενείς δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι ξαφνικά «χάνουν» τις μυρωδιές.

Αντίστοιχα, η απώλεια γεύσης δεν σημαίνει αλλοίωση της μέχρι πρότινος έντονης αίσθησης όταν κανείς τρώει το μεσημεριανό του. Είναι ενδεικτικό ότι ασθενείς με την πανδημική λοίμωξη δεν μπορούσαν να διαχωρίσουν την πικρή από την ξινή ή τη γλυκιά γεύση, γεγονός που υποδηλώνει ότι το συγκεκριμένο σύμπτωμα δεν έχει καμία σχέση με το κοινό κρυολόγημα ή τη γρίπη.