Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και το πρώτο πολεμικό συμβούλιο της Επανάστασης του 1821
200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το Ιστορικό Αρχείο των Εφημερίδων «TO ΒΗΜΑ» & «TA ΝΕΑ» και το in.gr ακολουθούν τον δρόμο των Ελλήνων προς την Ελευθερία
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Ακριβώς πριν από 200 χρόνια, αρχές Οκτωβρίου του 1820, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης μεταβαίνει από την Οδησσό, στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, που βρίσκεται νότια της σημερινής Μολδαβίας, στην Ουκρανία, για μία από τις σημαντικότερες συνεδριάσεις στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης.
Τα ηγετικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας έπρεπε να αποφασίσουν για τον χρόνο και τον τόπο έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα.
Ο Σπύρος Μέλας, 90 χρόνια πριν από σήμερα και 110 μετά τα εξιστορούμενα γεγονότα, αφηγείται όσα έγιναν στο Ισμαήλιο, στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» του Μαΐου 1930.
Πιάνουμε το νήμα της Ιστορίας λίγο νωρίτερα, όταν ακόμα ο Υψηλάντης βρίσκεται στην Οδησσό, την «ακρόπολη του μυστικισμού», όπως αναφέρει ο Σπύρος Μελάς και υπό άκρα μυστικότητα έρχεται σε επαφές με πρωτεργάτες της επανάστασης.
«Ο πρίγκηψ είχε την πρώτη συνάντησι με τον Παπαρρηγόπουλο στο σπίτι του Κουμπάρη, νύχτα, χωρίς να είνε παρών κανένας. Πήρε το γράμμα του πατριάρχη γρηγορίου, το διάβασε: Του συνιστούσε φρόνησι. Η μυήσεις της εταιρείας είχαν απλωθή στα κάτω στρώματα, με τρόπο π’ άρχισε να γίνεται πάνδημος και πανηγυρικός»
Έξι χρόνια μετά την ίδρυσή της, η Φιλική Εταιρεία είχε αποκτήσει τέτοιο εύρος μυημένων μελών, που ουσιαστικά είχε πάψει να είναι μυστική. Από τους στενούς του συνεργάτες ήταν και ο Ιωάννης Παπαρηγόπουλος, Έλληνας διπλωμάτης της Ρωσίας και μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Η ετοιμότητα του Μοριά
«Ο Παπαρηγόπουλος, παίρνοντας αφορμή απ’ αυτό το γράμμα, παράστησε στον Υψηλάντη ότι και στο Μωρηά ο ενθουσιασμός των εταίρων τούς είχε φέρη σε τέτοια σφάλματα, ώστε μερικές δυνάμεις, φιλικές στην Τουρκία, της άνοιξαν τα μάτια και προσπαθούσε τώρα να παρακολουθή καλλίτερα της κινήσεις των ραγιάδων»
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εκφράζει την πρόθεσή του, η Ελληνική Επανάσταση να ξεκινήσει από τη Μάνη
« – Ακριβώς γι’ αυτό, είπε ζωηρά ο Υψηλάντης, πρέπει να βιαστούν οι Πελοποννήσιοι, να ετοιμαστούν όσο μπορούν πιο γρήγορα. Εγώ θα κατέβω σε λίγο στο Τριέστι κι από ‘κει στη Μάνη να κινήσω την επανάστασι κατά των τυρράνων.
– Δεν υπάρχει μεγαλείτερος κίνδυνος για το γένος, υψηλότατε, του αποκρίθη σταθερά ο Παπαρρηγόπουλος, από το ν’ αρχίσετε την επανάστασι από το Μωρηά. Το κίνημα δε θα πετύχη.
– Γιατί; Ρώτησε κατάπληκτος ο πρίγκηψ. Λείπει ο ενθουσιασμός;
– Ούτε αυτό λείπει, ούτε ο πατριωτισμός, ούτε η πίστι στο Θεό. Λείπουν όμως τα εφόδια του πολέμου. Τίποτε δεν είν’ έτοιμο εκεί κάτω».
»Η κατάπληξι του Υψηλάντη κορυφώθηκε. Τον γελούσαν τάχα ο Αναγνωσταράς κι ο Δικαίος, που τούχαν παραστήση, με γραπτές εκθέσεις ότι σε Πελοπόννησο και Στερεά ήταν έτοιμοι δέκα χιλίαδες; (…) Όχι, βέβαια! Τη στιγμή όμως αυτή, που έμπαινε για πρώτη φορά, στην πράξι και όχι στο χαρτί, το μέγα πρόβλημα πότε και πού έπρεπε να αρχίση ο πόλεμος, παρουσιαζότανε το βασικό ελάττωμα της φιλικής εταιρείας, μοιραίο σ’ όλες τις μυστικές συνωμοτικές οργανώσεις: Ο καθένας, για να προσηλυτίζη ευκολώτερα, έλεγε στον κατηχούμενο πώς όλα ήταν υπερέτοιμα, χρήματα, εφόδια και στρατός. Έτσι κανένας δεν είχε σκεφθή σοβαρά γι’ αυτά. Ο ένας πίστευε ότι φρόντιζε ο άλλος»
Ο Παπαρηγόπουλος, για να πείσει τον Υψηλάντη, του έδειξε «επίσημη έκθεσι των δεσποτάδων και των προεστών του Μωρηά γι’ αυτά όλα»
«Πρέπει ν’ αναβάλουμε την επανάστασι» αναφώνησε ο Υψηλάντης όταν διάβασε την έκθεση, όμως ο Παπαρηγόπουλος είχε άλλη γνώμη: «Όσο μεγάλος είνε ο κίνδυνος φώναξε, αν αρχίση τώρα η επανάστασι στην Πελοπόννησο, άλλος τόσος κι ακόμα μεγαλείτερος είνε αν αναβληθη»
Όπως εξήγησε ο Παπαρηγόπουλος «Οι Τούρκοι σχεδίαζαν να ξερριζώσουν ολότελα τους Έλληνας από την προαιώνια γη τους, να τους πάνε, σαν κοπάδι πρόβατα,στην Ασία και να φέρουν Μουσουλμάνους στο Μωρηά. (…). Η επανάστασις – έλεγε ο Παπαρρηγόπουλος – δεν πρέπει, λοιπόν, ν’ αναβληθή. Πρέπει όμως ν’ αρχίσει από της ηγεμονίες. Αν άρχιζε από την Πελοπόννησο, κίνδυνος ήταν να δώσουν οι Τούρκοι αμνηστεία στον Αλή πασά, για να κτυπήσουν μαζί τους Έλληνας. Αν άρχιζε από της ηγεμονίες, θ’ ανάγκαζε τους Τούρκους να στείλουν στρατό, προς τα εκεί, από φόβο μήπως εισβάλουν οι Ρώσσοι. Θα συγκρατούσε τον Αλή στην αντίστασί του με την ελπίδα ρωσσοτουρκικού πολέμου. Και τέλος θ’ ανακούφιζε την Ελλάδα που θα μπορούσε να ετοιμαστή και να επαναστατήση με περισσότερη ευκολία»
Ο Υψηλάντης εξήγησε ότι προτιμούσε να αρχίσει από τον Μοριά, όχι μόνο γιατί τον είχαν βεβαιώση ότι όλα ήταν έτοιμα για την επανάστασι, αλλά και γιατί ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού, φίλος και υπασπιστής του Τσάρου, δεν ήθελε να εκθέσει τη Ρωσία στα μάτια της Ιεράς Συμμαχίας.
«Ο Παπαρηγόπουλος ρώτησε τότε, αν έπρεπε οι Έλληνες να ελπίζουν υλική συνδρομή από τη Ρωσία.
– Όχι του απάντησε ξερά ο Υψηλάντης.
– Τα ίδια μού είπε κι ο Καποδίστριας»
Στο Ισμαήλιο
Μέσα σε αυτό το νέφος προβληματισμού για τον τόπο από τον οποίο θα έπρεπε να ξεκινήσει η Επανάσταση, ο Υψηλάντης φτάνει την 1η Οκτωβρίου στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας.
«Έχει προσκαλέση πολλούς από τους κυριώτερους εταίρους σε μεγάλο πολεμικό συμβούλιο. Κι έχουν φτάση με ζηλευτή προθυμία, οι περισσότεροι: Ύπατρος, Ξάνθος, Περραιβός, Γρυπάρης, Ρήγας, Γαϊτάνος, Ζάκας, Θέμελης Μαρκέζης, Τρικεριώτης, Μαζαράκης, ο φλογερός κι ακράτητος Δίκαιος Παπαφλέσσας, κι ένα σωρό άλλοι»
Οι έλληνες συνωμότες όμως βρίσκονται σε καραντίνα.
«Η μεγάλη επιδημία της πανούκλας πούχε πέση τότε στην Ευρώπη, δεν είχε σβύση ακόμα. Όλους τους εταίρους τους βρήκε κλεισμένους στο λοιμοκαθαρτήριο. Κι ήταν υποχρεωμένους [ο Υψηλάντης], από το σπίτι του Καλαματιανού, όπου είχε καταλύση να γλυστράη κρυφά κάθε νύχτα, σ’ ένα διαμέρισμα πούταν κοντά στο κατάστημα πούκαναν οι φιλικοί την κάθαρσί τους, για να προεδρεύη στης ατελειώτες συνεδριάσεις. (…)
»Ο Υψηλάντης ήθελε να τους ακούση για πολλούς λόγους: Δεν γνώριζε καθόλου την Ελλάδα και δεν είχε θετικές και καθαρές πληροφορίες για τα πράγματά της. Έπειτα στα μάτια του, οι εταίροι αποτελούσαν μια εκπροσώπησι όλου του ελληνικού λαού. Και τέλος ήθελε, αφού ώριζαν ένα τελειωτικό σχέδιο, νάχη κοντά του μερικά όργανα, να δώση διαταγές και να κάμη αποστολές για την πραγματοποίησί τους. (…) Οι εταίροι έβαλαν κάτω τα μεγαλείτερα προβλήματα του τολμηρού έργου πούχαν αναλάβη. Και θα πελάγωναν, χωρίς άλλο, αν τη συζήτησι δεν περιώριζε το ‘γενικό σχέδιο του πολέμου’ πούχε συνταχθή στην Κωνσταντινούπολι κι είχε συμπληρωθή στη Βλαχιά, από ιδιώτες Πελοποννησίους»
Το περίφημο «Σχέδιον Γενικόν» των Φιλικών πρόβλεπε λαϊκή εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη και πυρπόληση του οθωμανικού στόλου, μετάβαση του Υψηλάντη στη Μάνη και εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, για λόγους αντιπερισπασμού.
Στις συνομιλίες αναφέρθηκε η ανάγκη για από κοινού δράση με άλλους υπόδουλους βαλκανικούς λαούς «Πρώτα – πρώτα έπρεπε να ξεσηκωθή χωρίς άλλο η Σερβία για να μη μπορέσουν οι Τούρκοι να τσακίσουν τον Αλή πασά και ν’ αφανίσουν ύστερα το Μωρηά. (…) Το πολεμικό συμβούλιο βρέθηκε σύμφωνο σ’ αυτά. Κι επήρε απόφασι να στείλη στη Σερβία τον Αριστείδη Παπά. Το σχέδιο μιλούσε αμέσως ύστερα για τους Μαυροβουνίους»
Φυσικά το πιο παράτολομο σκέλος του Σχεδίου ήταν το ξέσπασμα της επανάστασις στην Κωνσταντινούπολη μέσω στάσης «των ελληνικών πληρωμάτων του τουρκικού στόλου, με σκοπό να τον κάψουν ή να τον πάρουν, για σύλληψι αυτού του σουλτάνου ακόμα».
Ο καυγάς για τον Μοριά
Για το τέλος κράτησαν το «πολυτάραχο ζήτημα του Μωρηά. Αφού η σκέψι του αρχηγού ήταν ακόμα ότι εκεί έπρεπε να κατέβη ο ίδιος να κηρύξη την επανάστασι, το θέμα παρουσίαζε τη μεγαλείτερη σημασία.»
»Η συζητήσεις δεν ήτανε διόλου ήσυχες. Ο Υψηλάντης βρέθηκε πολύ μακρυά από την επιστημονική και πειθαρχημένη ατμόσφαιρα που γινότανε η πολεμικές συζητήσεις στο αυτοκρατορικό επιτελείο.
»Πρέπει να κατέβη ο Υψηλάντης στην Πελοπόννησο; Και το δευτέρο: Πρέπει να κατέβη αμέσως ή κάπως αργότερα; Στο πρώτο συμφώνησαν όλοι, αφού ο αρχηγός δήλωσε ότι δε θέλει να εκθέση τη Ρωσσία, τραβώντας το σπαθί στης ηγεμονίες. Στο δεύτερο άρχισαν οι φουρτούνες.
»Ο Περραιβός έσχιζε τα ρούχα του. Ούτε στην Πελοπόννησο, ούτε στη Στερεά, που είχε τόσον κόσμο εμπειροπόλεμο, δεν είχε γίνη καμμιά σοβαρή ετοιμασία. Τότε σηκώθηκε ο αβάσταγος Παπαφλέσσας, να βεβαιώση με τη βαρεία φωνή του:
– Αυτά είναι χαμένες κουβέντες. Ο Μωρηάς είνε μια βαρέλα μπαρούτι. Ένα καρβουνάκι κι άναψε!
Ο Υψηλάντης τον έβλεπε για πρώτη φορά. Ψηλός, ασήκης, στόμα ελεύθερο, μάτια φλογερά, όλος παραφορά, το ράσο – που δεν του πήγαινε καθόλου – ανεμιζότανε από αέρα πολέμου Ο αρχηγός τον πρόσεξε. Είδε στο φλογερό αυτόν άνθρωπο μιάν αδελφή ψυχή»
Ο Παπαφλέσσας κάνει ό,τι μπορεί για να πείσει το συμβούλιο:
«Έχω δω ένα χαρτί., όλος ο Μωρηάς είνε στο πόδι έτοιμος. Διαβάστε! Κι έδωσε μιά έκθεσι με πολλές υπογραφές Πελοποννησίων, που βεβαιούσαν τα λόγια του. Ο Περραιβός άναψε:
– Αυτό το χαρτί τώφτιαξες μοναχός σου!
Ο Παπαφλέσσας φωνάζει, ορκίζεται, βρίζει, προκαλεί, Ο Κορφινός χάνει την υπομονή του.
– Κάτσε κάτου, παπά! Εσύ να διαβάζης το ψαλτήρι σου. Αυτές δεν είνε δικές σου δουλειές. Σ’ ερώτησα πρωτήτερα πόσον καιρό λείπεις από την Ελλάδα και μου είπες τριάμιση χρόνια. Εγώ λείπω από κει μόνο εφτά μήνες και δεν είδα τίποτα απ’ αυτά που λέει το χαρτί σου! Εχρειάστηκε να μπη ση μέση ο Υψηλάντης για να μη πάρη ο καυγάς άσχημο δρόμο. Τέλος παίρνουν την απόφασι να στείλουν τον Περραιβό στην Ήπειρο και τον Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο, με τα λεπτά που τούς είχε δώση καθώς ξέρουμε ο Ξάνθος, να σπρώξουν τις ετοιμασίες»
»Ο αρχηγός, για να δυναμώση το φρόνημα στην Ελλάδα, γράφει την πρώτη γενική προκήρυξι στους αρχιερείς, άρχοντες, προεστούς, ‘όλους τους προύχοντας του γένους’ της Ελλάδος και των νησιών. (…) Μ’ αυτήν ζητάει να βγάλη απ΄το μυαλό των Ελλήνων την ιδέα, ότι μπορούν να περιμένουν από ξένους την ελευθερίαν τους: «Ποτέ ξένος, τους γράφει, δεν βοηθεί ξένον χωρίς μεγαλώτατα κέρδη. Όταν όμως μόνοι μας αποσείσωμεν τον ζυγόν της τυραννίας τότε και η Ευρώπη θα κλείση με ημάς συμμαχίας και επιμαχίας αδιαλύτους»
Ο Υψηλάντης γράφει και ξεχωριστή επιστολή προς τον Μοριά: «Όταν έλθη η ευτυχέστατη της ζωής μου ώρα – τους γράφει – να καταφιλήσω το ιερόν της πατρίδος έδαφος και να ευρεθώ εις το μέσον των Πελοποννησίων, να είνε τα πάντα διατεταγμένα ίνα κινηθώμεν αμέσως με την βοήθειαν του Θεού».
Το πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε να μεταβεί ο Υψηλάντης από την Τεργέστη στην Πελοπόννησο και να είναι εκείνος που θα ορίσει την ακριβή ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης περίπου στα τέλη Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου του 1820.
Ως την έναρξη όμως του Αγώνα θα μεσολαβήσουν ακόμα πολλές και μεγάλες ανατροπές…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις