Κώστας Κωνσταντίνου*

Είναι πρωί ακόμα αλλά, μια ανάσα πριν τον από Οκτώβρη, η ενοχλητική ζέστη της Λευκωσίας δεν σε αφήνει να το πιστέψεις. Αμανάτι μας έμεινε φέτος. Οπως η εγκατάλειψη στο καθετί εδώ που περπατώ, στη μέση της Νεκρής Ζώνης, μπροστά από το άλλοτε εμβληματικό Λήδρα Πάλας, το ξενοδοχείο που σήμερα κοιμίζει στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών, πλάι σε υπέροχα, ετοιμόρροπα αρμένικα αρχοντικά, όλα χτισμένα μετά την εκδίωξη των ενοίκων τους από τη γραφικότερη συνοικία της Βικτόριας απέναντι, το 1963 με τις δικοινοτικές ταραχές. Και μετά ξανά, από εκεί, το 1974, στην τρίτη προσφυγιά των πλείστων, ως παιδιά με τη Γενοκτονία.

Σε είκοσι μέτρα δρόμου, μετά το Οδόφραγμα, σε ένα κομμάτι γης που δεν ανήκει σε κανέναν, βρίσκει κανείς: τρία τέτοια θαυμαστά ερείπια, το Λήδρα Πάλας που λέγαμε, το Ινστιτούτο Γκαίτε -σ’ ένα αρχοντικό βαμμένο ροζ – και ένα εστιατόριο πολυτελείας με μια αυλή για δεξιώσεις και πάρτι – μια μικρογραφία μάλλον της παράνοιας αυτού του τόπου. Βρίσκει και ένα τέταρτο πρώην ερείπιο που σήμερα στέκει εκεί ως ένα σπάνιο μνημείο στη λογική, το δικοινοτικό Σπίτι της Συνεργασίας, ώστε να μπορούν να συναντιούνται εύκολα Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Που θέλουν.

Τον αναγνωρίζω από τις φωτογραφίες. Κάθεται και ακούει μουσική με τα ακουστικά του τηλεφώνου του χτυπώντας ρυθμικά με το χέρι του στο τραπέζι. Εξηγώ ποιος είμαι, τι θέλω, μου λέει πρόθυμα αλλά απολογητικά πως τα αγγλικά του είναι λίγα, μου το έχουν πει απαντώ, στα τούρκικα αυτή τη φορά. Ενθουσιάζεται. Και κάπως έτσι ένας ελληνοκύπριος δημοσιογράφος, αρχίζει μια κουβέντα στα τούρκικα με έναν ιρανό συνθέτη και πολιτικό πρόσφυγα παγιδευμένο στη Νεκρή Ζώνη της Λευκωσίας. Πιο σουρεάλ; Δύσκολο αλλά όχι απίθανο. Οταν τον ρωτώ τι άκουγε πριν και χτυπούσε το χέρι ρυθμικά, μου λέει, «Θεοδωράκη!» και αρχίζει να μου δείχνει το κανάλι του στο Telegram που είναι γεμάτο με μουσική του Μίκη, μαζί με τη δική του. Ξέρει καλά την ελληνική μουσική.

Είναι άλλωστε μουσικός και ο ίδιος. Γνωστός μάλιστα με χιλιάδες ακόλουθους στο YouTube, το Τelegram και σε άλλες πλατφόρμες, κάτι που τώρα δεν δείχνει να τον βοηθά ιδιαίτερα. Ζει σε ένα τσαντήρι πίσω από το Σπίτι της Συνεργασίας και δεν μπορεί να πάει ούτε στον Νότο, στα ελεγχόμενα από τη Δημοκρατία εδάφη, ούτε πίσω στον Βορρά αφού πλέον δεν έχει τεστ για τον Covid-19 και ξέρει πως από εκεί μάλλον θα απελαθεί στην Τουρκία και από εκείνην πίσω στο Ιράν.

Από το Ιράν στην Τουρκία…

Ολα ξεκίνησαν, μου εξιστορεί ο Ομίντ, όταν πριν από μερικά χρόνια και μη αντέχοντας να παρακολουθεί τα όσα συνέβαιναν στο Ιράν, συνέθεσε τα πρώτα τραγούδια τα οποία περιέγραφαν το σκοτεινό θεοκρατικό καθεστώς, την κατάπνιξη των ελευθεριών, την καταπίεση των γυναικών και πολλά άλλα. «Οταν τελειώσαμε την ηχογράφηση», θυμάται, «πήρα μια τσάντα, αποχαιρέτησα τους δικούς μου και έφυγα νύχτα για την Τουρκία», μια χώρα στην οποία μπορούσε να μπει χωρίς θεώρηση.

Για τα επόμενο διάστημα κατάφερε να μείνει εκεί, συνεχίζοντας να συνθέτει τραγούδια ενάντια στο καθεστώς της Τεχεράνης. Μέχρι που άρχισαν οι απειλές. Στην αρχή ήταν απλώς υβριστικά μηνύματα κάτω από τα βίντεο του, μετά βρήκαν το τηλέφωνό του, μετά του είπαν ότι ήξεραν που μένει. Με τις σχέσεις του Ερντογάν με το καθεστώς και την απέλαση άλλων αντιφρονούντων στο Ιράν, κάποιοι από τους οποίους καταδικάστηκαν σε θάνατο, κατάλαβε πως κάποια στιγμή θα ερχόταν και η σειρά του εάν κάποιος βέβαια υλοποιούσε τις απειλές.

… και την Κύπρο

Ετσι πήρε ένα αεροπλάνο και προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Τύμπου (Ερτζάν) στην Κύπρο, από όπου αφού έκανε το πρώτο PCR και μπήκε σε καραντίνα, έκανε το δεύτερο και μετά ένα τρίτο και πριν από την εκπνοή του διαστήματος που μπορούσε να μείνει στον Βορρά έφτασε στο Λήδρα Πάλας ζητώντας προστασία από την κυπριακή κυβέρνηση. Δεν ήξερε όμως τι τον περίμενε.

Τα «αγκάθια» του ασύλου

Αν και η Λευκωσία επισήμως αποφεύγει να σχολιάσει τέτοια περιστατικά και αφήνει να νοηθεί ότι δεν αρνείται την εξέταση του ασύλου, η πρακτική που εφαρμόζει και την οποία άλλωστε είχε εξαγγείλει δημόσια παλαιότερα είναι πως δεν αποδέχεται τέτοια αιτήματα στα οδοφράγματα -μόνο σε αεροδρόμια και λιμάνια – λόγω της μεγάλης αύξησης αιτητών ασύλου το τελευταίο διάστημα.

Ωστόσο, η μεν αύξηση είναι ευθύνη των ιδίων των Αρχών οι οποίες καθυστέρησαν να προχωρήσουν με τις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές, κάτι που προκάλεσε μεγάλες καθυστερήσεις στην εξέταση των αιτήσεων και έκανε ξανά την Κύπρο ελκυστικό προορισμό για την κατάχρηση μιας τέτοιας διαδικασίας από πολίτες χωρών που δεν τη χρειάζονται, η δε απαίτηση για υποβολή αιτήματος ασύλου σε αεροδρόμια και λιμάνια μόνο είναι αστεία. Ειδικά αυτό το διάστημα στο οποίο κανείς δεν μπορεί να έρθει στην Κύπρο εάν δεν έχει εξασφαλίσει όχι μόνο βίζα αλλά και ειδικό Cyprus Flight Pass, λόγω Covid-19.

Ετσι, η κυβέρνηση Αναστασιάδη έκλεισε ουσιαστικά την πόρτα σε όλους τους αιτητές ασύλου, παρακάμπτοντας τις ευρωπαϊκές και διεθνείς υποχρεώσεις της και αφήνοντας ανθρώπους των οποίων η ζωή κινδυνεύει πίσω στην πατρίδα τους να ζουν, όπως ο Ομίντ, στη μέση του πουθενά σε ένα τσαντήρι, κοντά σε κάδους με σκουπίδια μη ξέροντας πώς να σωθούν και πού να αποταθούν.

Ξέρεις την ιστορία του Θεοδωράκη, ρώτησα κάποια στιγμή. Χαμογέλασε. Εννοείς τη δικτατορία, όταν έφυγε; Ναι του είπα. Χαμογέλασε ξανά, γνέφοντας ναι, χωρίς να πει κάτι. Σ’ όλη μας την κουβέντα, πέρα από τη στοϊκότητα και την αξιοπρέπεια, πρόσεξα και πόσο θετικός ήταν. Χαμογελούσε πάντα. Εμοιαζε δε να αδημονεί να γυρίσει στη μουσική του. Κάπου εκεί τον άφησα αφού ανταλλάξαμε τηλέφωνα.

Για τις χιλιάδες των δημιουργών που αναγκάστηκαν να διαφύγουν από δικτατορίες η μοίρα είναι κοινή. Εκείνο που διαφέρει είναι η αντιμετώπιση. Αναλόγως του πού θα καταλήξουν. Σε χώρες που ξέρουν να διεκδικούν τα δικά τους μόνο ή σε άλλες που ξέρουν να προστατεύουν και τα δικαιώματα των άλλων; Και εδώ, ο Ομίντ ατύχησε μάλλον.

Ο Κώστας Κωνσταντίνου είναι αρθρογράφος στην εφημερίδα «Πολίτης»

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ