Απατεώνες κι απατεωνιές
Απατεώνας είναι «το πρόσωπο που κάνει απάτες, που συστηματικά εξαπατά τους άλλους προς όφελός του».
Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης κατηγόρησε τον Πρωθυπουργό ότι «ο μεγαλύτερος πολιτικός απατεώνας που πέρασε ποτέ από τη χώρα είστε εσείς» (Βουλή, 7/9).
Το έχει πει έως τώρα δυο ή τρεις φορές. Αν παρακάμψουμε τον παράταιρο πληθυντικό ευγενείας για μια τέτοια μομφή, το εντυπωσιακό είναι ότι ο Πρωθυπουργός δεν απάντησε.
Κι ότι τελικά η μομφή στον Μητσοτάκη εξελίχθηκε σε ζήτημα αντιδικίας στον ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ Τσίπρα και Τσακαλώτου.
Τι ακριβώς όμως εννοούσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ;
Σύμφωνα με το Λεξικό Μπαμπινιώτη η απάτη είναι «μεθοδευμένη ενέργεια που αποσκοπεί στην παραπλάνηση κάποιου ώστε να ωφεληθεί αυτός χάριν του οποίου γίνεται η συγκεκριμένη ενέργεια».
Κατά προέκταση απατεώνας είναι «το πρόσωπο που κάνει απάτες, που συστηματικά εξαπατά τους άλλους προς όφελός του».
Σύμφωνα με το «Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας» της Ακαδημίας Αθηνών απάτη θεωρείται «κάθε συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σκόπιμα εσφαλμένη αντίληψη στον άλλον με σκοπό να αποκομίσει παρανόμως οικονομικά οφέλη ή να επιφέρει βλάβη σε ξένη περιουσία».
Με άλλα λόγια, ο ορισμός της απάτης (και του απατεώνα) εμπεριέχει απαρέγκλιτα δυο στοιχεία: την παραπλάνηση και το όφελος.
Πάμε, για παράδειγμα, στη Συμφωνία των Πρεσπών. Θα συμφωνήσουμε ότι ο Μητσοτάκης είχε πολιτικό όφελος από την αντίθεσή του σε αυτήν.
Αλλά δεν υπάρχει παραπλάνηση. Αντιθέτως είχε πάντα προειδοποιήσει πως αν η Συμφωνία κυρωθεί από τη Βουλή θα δεσμεύει τη χώρα και είναι υποχρεωμένος να την εφαρμόσει.
Ακόμη κι ο ισχυρισμός πως «υποσχέθηκε ότι θα ασκήσει βέτο στην ένταξη στην ΕΕ» (κύριο άρθρο, «ΕφΣυν», 30/9/2020) ουδόλως ανταποκρίνεται στη δήλωση Μητσοτάκη ότι «δεν απεμπολώ το δικαίωμα του βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Εξήγησε μάλιστα στη συνέχεια ότι «υπάρχουν εκεί τριάντα πέντε κεφάλαια που απαιτούν έγκριση στην αρχή και στο τέλος τους», άρα θα μπορεί να ασκεί μια συνεχή πίεση στη γειτονική χώρα κατά τις διαπραγματεύσεις για την ένταξή της (Βουλή, 8/2/2019).
Σε στοιχειώδη ελληνικά το «υποσχέθηκε» και το «δεν απεμπολώ» είναι διαφορετικά πράγματα.
Οταν λοιπόν οι πολίτες προσέρχονταν σε διαδηλώσεις ή στις κάλπες γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν πως ακόμη και με τον Μητσοτάκη στην κυβέρνηση η Συμφωνία θα ισχύσει.
Δεν είναι προφανές ότι την ίδια βεβαιότητα είχαν και όσοι το 2015 ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ που υποσχόταν (τότε) ότι θα καταργήσει τα Μνημόνια «με έναν νόμο και ένα άρθρο».
Ο Αλ. Τσίπρας θα μπορούσε ενδεχομένως να επικαλεστεί ότι μετεκλογικά προέκυψε μια ριζική μεταβολή των συνθηκών. Είναι η συνήθης δικαιολογία όσων κατηγορούνται ότι παραπλάνησαν προεκλογικά τους ψηφοφόρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Γ. Παπανδρέου, το 2009.
Αλλά ο Τσίπρας δεν το επικαλέστηκε. Αντιθέτως όταν έκρινε σκόπιμο να δικαιολογηθεί μίλησε για «αυταπάτες». Υπονόησε δηλαδή ότι στον ΣΥΡΙΖΑ παραπλάνησαν τον ίδιο τους τον εαυτό λόγω άγνοιας, απειρίας, ιδεοληψιών ή ανεδαφικών πεποιθήσεων.
Αν όμως πιστεύει ότι ο ίδιος εξαπατήθηκε από τον εαυτό του στο Μνημόνιο είναι λογικό να νομίζει ότι κάτι ανάλογο έκανε κι ο Μητσοτάκης με τους άλλους στο Μακεδονικό.
Ενα πιο σύνθετο και αποφορτισμένο παράδειγμα είναι «η δημοκρατική και προοδευτική παράταξη» την οποία επικαλείται σήμερα ένα τμήμα της αντιπολίτευσης.
Εδώ έχουμε καταφανώς να κάνουμε με μια ανιστόρητη κατασκευή.
Αφενός επειδή ανακατεύει μήλα και πορτοκάλια. «Δημοκρατικούς» και «Προοδευτικούς».
Αφετέρου επειδή δεν έχει καμία αναφορά στην ελληνική πολιτική παράδοση.
Η «Δημοκρατική Παράταξη» συγκροτήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920 από τα βενιζελογενή κόμματα που υποστήριζαν την αβασίλευτη Δεύτερη Δημοκρατία.
Είναι η παράταξη των «δημοκρατικών» (όχι των «δημοκρατών») και προσδιορίζεται σε αντίθεση με τη «μοναρχική» ή τη «βασιλική παράταξη».
Κατά τη λιτή έκφραση του Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι «αι δυο μεγάλαι πολιτικαί παρατάξεις αίτινες προέκυψαν από τον διχασμό του 1915» (1956).
Αντιθέτως η «προοδευτική παράταξη» προσδιορίζεται σε αντίθεση με τη «συντηρητική».
Είναι ένας αυθαίρετος ιδεολογικός αυτοπροσδιορισμός, τον οποίο πριν από τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου ή την Προοδευτική Συμμαχία είχαν επιστρατεύσει πολλοί και διαφορετικοί. Από τον Πλαστήρα και τον Καφαντάρη έως τον Μαρκεζίνη.
Αν μάλιστα η έννοια «προοδευτικός» εκληφθεί ως ευρύτερος ιδεολογικός χώρος κάποιας Αριστεράς τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.
Διότι μιλάμε πλέον για δυο εντελώς διαφορετικές παρατάξεις.
Η Δημοκρατική Παράταξη ουδέποτε συμπεριέλαβε την Αριστερά κι ακόμη λιγότερο την «Ακρα Αριστερά» (όπως την αποκαλούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου) στους κόλπους της.
Συχνά συγκρούστηκε μαζί της (ιδιώνυμο Βενιζέλου, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος 1946-49) ενώ το 1963 η Ενωση Κέντρου αρνήθηκε να στηριχτεί στην εμπιστοσύνη ή την ανοχή της ΕΔΑ για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Η έντονη αυτή αντίθεση εκτονώθηκε σταδιακά μετά το 1974 και περίπου ατόνησε καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος όδευε στη λήξη του.
Παρά ταύτα, Δημοκρατική Παράταξη και Αριστερά ουδέποτε ενώθηκαν «εις σάρκα μίαν».
Συνεπώς «η δημοκρατική και προοδευτική παράταξη» είναι ένα παραπλανητικό εφεύρημα όσων θέλουν απλώς να πάνε από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ και ψάχνουν άλλοθι.
Δηλώνει κάτι που δεν είναι. Και διεκδικεί κάτι που δεν υπάρχει.
Είναι όμως απάτη;
Δεν είμαι βέβαιος. Περισσότερο θυμίζει κατεργαριά.
Ακόμη κι αν μπορώ να διακρίνω το ατομικό όφελος όσων επικαλούνται μια ψευδεπίγραφη κατασκευή, δεν είναι προφανές ότι το όφελος αυτό αφορά το σύνολο ή έστω την πλειοψηφία των οπαδών και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Υποθέτω άλλωστε ότι οι περισσότεροι εξ αυτών ακούνε Τζάκρη, Ραγκούση ή Μπίστη και βγάζουν φλύκταινες.
Θέλετε ένα συμπέρασμα; Η θεωρία της απάτης είναι συνήθως το καταφύγιο της ανευθυνότητας.
Ο Τσίπρας προτιμάει να θεωρεί ότι ο Μητσοτάκης «εξαπάτησε» τον ελληνικό λαό παρά ότι ο ίδιος απέτυχε, αποδοκιμάστηκε από τον λαό κι απομακρύνθηκε από την εξουσία.
Προτιμάει δηλαδή να κοροϊδεύει τον εαυτό του ότι δεν έχασε, απλώς ο άλλος κορόιδεψε τους άλλους.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις