Η ελληνική «δίκη της Νυρεμβέργης»: Μια ιστορική απόφαση – μια μεγάλη πρόκληση για το πολιτικό σύστημα
Η απόφαση του δικαστηρίου για τη Χρυσή Αυγή αποτέλεσε σπάνια περίπτωση εναρμόνισης ανάμεσα στη δικαιοσύνη και το λαϊκό αίσθημα. Όμως, η πρόκληση της αναμέτρησης των υπαρκτών ακροδεξιών και φασιστικών λογικών παραμένει ενεργή
- Πού βρίσκεται η Ahoo Daryaei; - «Αν την έχουν πειράξει θα πάρουν φωτιά οι δρόμοι»
- Όσα συνέβησαν μέσα στην έπαυλη του Φρανκ Σινάτρα – Τζόγος και κρυφές ερωτικές συναντήσεις
- Νέες ισραηλινές σφαγές σε Βηρυτό και Γάζα που παραπέμπει στην «Αποκάλυψη»
- Πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας: Μήπως είναι πολύ αργά για να αλλάξει η πορεία του;
Ήταν μια απόφαση που σε πάρα πολλούς ανθρώπους προκάλεσε ένα μίγμα χαράς και μεγάλης συγκίνησης. Το έβλεπες στην έκρηξη χαράς που ακολούθησε την ανακοίνωση της απόφασης και κυρίως την ανακοίνωση ότι ο «Φύρερ» Μιχαλολιάκος καταδικάστηκε για όλες τις σε βάρος του κατηγορίες, ως αυτό που ήταν δηλαδή ηγέτης μιας νεοναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης. Το έβλεπες στα δάκρυα που ακολούθησαν από όσους αναλογίζονταν τον Παύλο Φύσσα και τον Σαχζάτ Λουκμάν.
Από πολλές απόψεις ήταν μια απόφαση που συντονίστηκε με το λαϊκό αίσθημα. Αυτό είχε φανεί και τα προηγούμενα χρόνια στις μεγάλες αντιφασιστικές κινητοποιήσεις αλλά και την ημέρα της ανακοίνωσης της απόφασης στις εντυπωσιακής μαζικότητας συγκεντρώσεις σε όλη την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της λαοθάλασσας στην Αθήνα.
Ήταν, επίσης, μια απόφαση που την ήθελε το σύνολο του πολιτικού συστήματος, όπως έγινε με διάφορους τρόπου σαφές το τελευταίο διάστημα. Άλλωστε, ήδη από το 2013 είχε φανεί ότι υπήρχε μια πολιτική απόφαση, με ευρύτερη συναίνεση για την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης, χωρίς αυτό να αναιρεί το υπαρκτό πρόβλημα ότι πριν τη δολοφονία Φύσσα είχαν υπάρξει διάφορων ειδών σκέψεις για το εάν μια πιο «εξευγενισμένη» εκδοχής της Χρυσής Αυγής θα μπορούσε να είναι κομμάτι ενός νέου «δεξιού πόλου».
Η απόφαση αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σε διεθνές επίπεδο, καθώς θέτει ένα παράδειγμα (και ένα προηγούμενο) για το πώς μπορεί να διωχθεί ένα φασιστικό μόρφωμα ως εγκληματική οργάνωση, όταν η δράση του περιλαμβάνει ακριβώς και οργανωμένες δολοφονικές επιθέσεις και άλλες μορφές οργανωμένης εγκληματικότητας. Σε μια Ευρώπη που αυτή τη στιγμή αποδέχεται κυβερνήσεις με ανοιχτά ακροδεξιά ρητορική και παραβιάσεις του Κράτους Δικαίου, αυτή η απόφαση στέλνει ένα σαφές μήνυμα.
Ταυτόχρονα, η απόφαση αυτή θέτει έναν τρόπο και μια σαφή πολιτική αλλά και θεσμική διαχωριστική γραμμή απέναντι στο είδος φασιστικής ακροδεξιάς που θέλησε να εκπροσωπήσει η Χρυσή Αυγή, καθιστώντας σαφές ότι αυτή είναι «εκτός πλαισίου» από όλες τις πλευρές.
Με αυτό τον τρόπο η απόφαση αυτή κάνει σαφές και σε όσους ανθρώπους ψήφισαν ή στήριξαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη Χρυσή Αυγή, ότι αυτό που υποστήριξαν δεν ήταν ένα πολιτικό κόμμα αλλά μια εγκληματική οργάνωση, που η ηγεσία της οργάνωνε δολοφονικές επιθέσεις όπως αυτή κατά του Παύλου Φύσσα ή πογκρόμ κατά μεταναστών.
Η πρόκληση για το πολιτικό σύστημα
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα σε όλες τις εκφάνσεις του προφανώς και επιθυμούσε μια τέτοια απόφαση. Αυτό προέκυψε και από την αντίθεση σε αυτά που πρεσβεύει η νεοναζιστική οργάνωση αλλά και από την ανάγκη να μην λειτουργεί αυτή η οργάνωση ως πόλος έλξης μιας εκδοχής δεξιάς ψήφου διαμαρτυρίας.
Ούτως ή άλλως εξ αρχής είχε εκτιμηθεί ότι η ποινική καταδίκη των ηγετών της Χρυσής Αυγής για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης θα ενίσχυε την απονομιμοποίησή της στα μάτια του ακροατηρίου της, ιδίως από τη στιγμή που οι εκλογές του 2014 και 2015 έδειξαν ότι μόνη η παλλαϊκή κατακραυγή για την δολοφονία Φύσσα δεν ήταν αρκετή για να υπάρξει μια σημαντική υποχώρηση της εκλογικής δύναμης της Χρυσής Αυγής, παρά την ανάπτυξη ενός πολύμορφου αντιφασιστικού κινήματος.
Αυτό, όμως, δεν αναιρεί τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος σε ένα βάθος χρόνου για τη μαζικοποίηση της Χρυσής Αυγής.
Από τη μια είναι προφανές ότι η Χρυσή Αυγή μαζικοποίησε την εκλογική της απήχηση σε μια περίοδο βαθιάς πολιτικής κρίσης, που επέτρεψε στη Χρυσή Αυγή να διεκδικήσει ρόλο «πατριωτικής αντισυστημικής δύναμης».
Από την άλλη, είναι επίσης προφανές ότι το έκανε αυτό ακριβώς επειδή μπορούσε να εκμεταλλευτεί ιδεολογικές αναφορές και αναγνωρίσεις –εθνικιστικές, ρατσιστικές, ξενοφοβικές, αυταρχικές και συντηρητικές– τις οποίες με διάφορους τρόπους τμήματα του επίσημου πολιτικού σκηνικού είτε υπέθαλπαν, είτε ενίοτε και ενίσχυαν. Δηλαδή, μπορούσε η Χρυσή Αυγή να εμφανίζεται ως «συνεπής» και «μαχητική» εκπρόσωπος που και άλλοι χώροι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υποστήριζαν.
Αυτό δεν είναι, βέβαια, μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Σε όλη την Ευρώπη έχει διαπιστωθεί ότι όσο περισσότερο το πολιτικό mainstream, δηλαδή τα κεντροαριστερά και κεντροδεξιά κόμματα, προσπαθούν να ενσωματώσουν προληπτικά πλευρές της ατζέντας της ακροδεξιάς, στο τέλος είναι η τελευταία που βγαίνει ενισχυμένη.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και μια διάσταση ακόμη. Το γεγονός ότι στην περίοδο των μνημείων διαμορφώθηκε μια ιδιότυπη «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», με κοινοβουλευτικές διαδικασίες που ουσιαστικά απλώς επικύρωναν προειλημμένες απόψεις, ή νομοθετική παραγωγή που συχνά είχε περισσότερο το χαρακτήρα υπαγόρευσης αξιώσεων των δανειστών, διαμόρφωνε ένα πεδίο όπου μπορούσε η βαθιά αντιδημοκρατική και αντικοινοβουλευτική λογική της Χρυσής Αυγής να φαντάζει ως «απάντηση» στα μάτια ενός κοινού που εντός μιας βαθύτερης πολιτισμικής κρίσης ούτως ή άλλως θελγόταν από τέτοιες επιδείξεις αυταρχισμού και βαναυσότητας.
Οι προκλήσεις από εδώ και πέρα
Τόσο η ελληνική όσο και η διεθνής εμπειρία δείχνουν ότι τα φαινόμενα ανόδου ακροδεξιών και φασιστικών απόψεων έχουν να κάνουν πάντα με συνολικότερες διεργασίες που αφορούν και την κοινωνική συνθήκη και το πολιτικό σύστημα.
Οι συνθήκες κοινωνικής κρίσης ενισχύουν τέτοια φαινόμενα, ιδίως όταν ευρύτερα κοινωνικά τμήματα δεν μπορούν να βρουν συλλογικούς τρόπους να μετασχηματίσουν την αγανάκτηση σε διεκδίκηση.
Με αυτή την έννοια, εάν κάτι εξακολουθεί να είναι ανησυχητικό στην ελληνική περίπτωση είναι ακριβώς ο συνδυασμός ανάμεσα σε επιδείνωση της κοινωνικής θέσης ευρύτερων στρωμάτων και απουσία τόσο θετικών οραμάτων όσο και μορφών συλλογικής οργάνωσης που να μπορούν να διεκδικήσουν αυτά τα θετικά οράματα. Μια πιο κατακερματισμένη και εξατομικευμένη κοινωνία, αντιμέτωπη με την κρίση, διαμορφώνει ξανά ευνοϊκή συνθήκη για παραλλαγές ακροδεξιάς ή / και φασιστικής ιδεολογίας.
Αντίστοιχα, η συνεχιζόμενη υιοθέτηση πλευρών της ατζέντας της ακροδεξιάς, κυρίως σε σχέση με τα ζητήματα της πολιτικής για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό, συχνά και με ανάλογη ρητορική, αντικειμενικά νομιμοποιεί τις παραλλαγές της ακροδεξιάς σε μια κρίσιμη αιχμή.
Το ίδιο ισχύει και για την υπαρκτού ρίσκου επιλογή να θεωρείται ότι η ενσωμάτωση απόψεων (και των φορέων τους) που προέρχονται από την ακροδεξιά εντός πολιτικών σχηματισμών του «συνταγματικού τόξου» ή κυβερνητικών συνασπισμών. Και αυτό γιατί τέτοιες επιλογές επίσης δεν λειτουργούν πάντα ως «αφοπλισμός» τέτοιων απόψεων, αλλά και ως ενίσχυσή τους. Δεν είναι τυχαίο ότι μια ορισμένη ακροδεξιά «υποκουλτούρα» σήμερα αναπαράγεται με διάφορους τρόπους, ακόμη και όταν σπεύδει σε δηλώσεις αποκήρυξης της Χρυσής Αυγής.
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά…
Στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό η περιορισμένη απήχηση σε προηγούμενα χρόνια ανοιχτά ακροδεξιών απόψεων είχε να κάνει με την απαξία που είχε στα μάτια της κοινωνίας η κληρονομιά της Χούντας αλλά και με το γεγονός ότι η μεταπολιτευτική εκδοχή δικομματισμού δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια στα δεξιά. Όμως, η άνοδος της Χρυσής Αυγής έδειξε ότι μέσα σε μια συνθήκη ταχείας ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού και των παραδοσιακών δεσμών εκπροσώπησης ακόμη και μία σχετικά περιθωριακή νεοναζιστική ομάδα και εγκληματική οργάνωση μπορούσε να πετύχει την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Η αποδιάρθρωση της ίδιας της Χρυσής Αυγής –που προηγήθηκε της ποινικής καταδίκης– δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος διαμόρφωσης εκ νέου μιας δυναμικής υπέρ ακροδεξιών απόψεων έχει παρέλθει.
Και αυτή είναι μια πρόκληση που φέρνει, ως ένα βαθμό, το πολιτικό σύστημα αντιμέτωπο με τον εαυτό του.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις