Το κάστρο (από τα λατινικά: castrum‎) είναι οχυρωμένη κατασκευή η οποία χτιζόταν στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή κατά τον Μεσαίωνα, από τους ευγενείς της εποχής οι οποίοι τo χρησιμοποιούσαν ως την κατοικία τους.

Δεν πρέπει να συγχέεται με το παλάτι, το οποίο δεν είναι οχυρωμένο, ή με το φρούριο, το οποίο δεν ήταν απαραίτητα κατοικία κάποιου ευγενούς, αν και υπάρχουν αρκετές κατασκευαστικές ομοιότητες με το τελευταίο.

Κατά τη διάρκεια των περίπου 900 ετών στην οποία χτιζόταν κάστρα, αυτά απέκτησαν πολλές μορφές και χαρακτηριστικά, αν και μερικά όπως η περικύκλωση από οχυρωμένους τοίχους και η ύπαρξη σχισμών στους τοίχους για τα όπλα των αμυνόμενων ήταν κοινά χαρακτηριστικά.

Ως Ευρωπαϊκή καινοτομία, τα κάστρα εμφανίστηκαν τον 9ο και 10ο αιώνα, μετά την πτώση της Καρολίγγειας δυναστείας, και την περιοχή της που αναδιανεμήθηκε ανάμεσα σε ανεξάρτητους λόρδους και πρίγκιπες.

Οι ευγενείς αυτοί έκτισαν τα κάστρα ως μέσο ελέγχου της περιοχής γύρω τους, ως βάσης απ’ όπου μπορούσαν να εκτελέσουν επιδρομές καθώς και να προστατευτούν από εχθρούς.

Επίσης χρησιμοποιήθηκαν ως κέντρα διαχείρισης και σύμβολα ισχύος. Τα αστικά κάστρα χρησιμοποιούνταν για να ελέγξουν τον τοπικό πληθυσμό και τις σημαντικές εμπορικές διόδους, και αυτά της υπαίθρου ήταν τοποθετημένα κοντά σε περιοχές οι οποίες ήταν σημαντικές για την κοινότητα, όπως μύλοι και καλλιέργειες.

Βέβαια, κάστρα αναφέρονται και στις αρχαίες εποχές, και ειδικά στον ελληνικό χώρο συναντώνται από τη μυκηναϊκή εποχή (αρχαιότερη πηγή τα Ομηρικά Έπη) ως «πτολίεθρα» (οχυρωμένες ακροπόλεις, εντός των περιτειχισμένων πόλεων).

Αυτή η τακτική οχύρωσης πόλεων, και ειδικά του τμήματος της πόλης στο οποίο κατοικούσαν οι άρχοντες ως τελευταία γραμμή άμυνας, συνεχίστηκε από τους μυκηναϊκούς χρόνους μέχρι και τον 18ο αιώνα, σύμφωνα με το el.wikipedia.org.

Φωτογραφίες