Τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη εκτυλίσσονται συνήθως στην Ελλάδα, συχνά στην Αθήνα και πάντα διανθίζονται με στοιχεία της ελληνικής επικαιρότητας: Σκηνοθετώντας τις ιστορίες του συνήθως στην πρωτεύουσα, έχοντας ήδη γράψει για φόνους με φόντο τα μεταναστευτικά κύματα από την Αλβανία κατά τη δεκαετία του 1990, το ελληνικό ποδόσφαιρο, για εκβιασμούς και διεφθαρμένους πολιτικούς, αστυνομικούς και δημοσιογράφους, ο Πέτρος Μάρκαρης τοποθετεί τον αστυνόμο Χαρίτο και πάλι στην Αθήνα του σήμερα, συνδέοντάς αυτή τη φορά τους φόνους με την προσφυγική κρίση και τους ξένους επενδυτές.

Η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ συνοδεύει ως μεταφράστρια για το γερμανόφωνο κοινό τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Μάρκαρη από τα τέλη της δεκαετίας 1990 και το πρώτο βιβλίο, το «Νυχτερινό Δελτίο», μέχρι σήμερα: αυτή την περίοδο μεταφράζοντας το τελευταίο του έργο, «Ο Φόνος είναι Χρήμα». Παράλληλα μεταφράζει «Τα ψάθινα καπέλα», ένα μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, το οποίο κυκλοφόρησε το 1946 – μία «νέα ανακάλυψη» για το γερμανόφωνο αναγνωστικό κοινό, όπως σημειώνει.

Το γερμανόφωνο κοινό του Πέτρου Μάρκαρη

Ο Μάρκαρης έχει εδώ και χρόνια φανατικό κοινό στη Γερμανία. Το 2005 βρέθηκε στην 3η θέση, μετά τον Ίαν Ράνκιν και τον Άρνε Νταλ, στη διεθνή κατηγορία του περίφημου Γερμανικού Βραβείου Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Όπως παρατηρεί η Πρίντσιγκερ, έχει «καταφέρει να «παρακάμψει» ή και να «λύσει» το πρόβλημα της περιορισμένης προβολής, το οποίο αντιμετωπίζει γενικά η σύγχρονη ελληνική πολιτιστική παραγωγή», κάτι που τον καθιστά τον πιο γνωστό και δημοφιλή σύγχρονο Έλληνα συγγραφέα.

Ως Έλληνας με άπταιστη γνώση γερμανικών, αλλά και βαθιά κατανόηση της κοινωνίας, της ιστορίας και της πολιτικής στην Ελλάδα, έχει βρεθεί συχνά μάλιστα και σε ρόλο σχολιαστή της ελληνικής επικαιρότητας στα γερμανικά ΜΜΕ, ενώ παράλληλα ταξιδεύει με τα βιβλία του τους αναγνώστες του στην Ελλάδα. Αυτό, σύμφωνα με την μεταφράστρια, οφείλεται όχι μόνο στη χιουμοριστική ματιά του και στην αποστασιοποιημένη στάση του, που πηγάζουν από το κοσμοπολίτικο βιογραφικό του υπόβαθρο, αλλά και στο ότι επιλέγει να θίγει παγκόσμιου χαρακτήρα ζητήματα, με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί τόσο το ελληνόφωνο, όσο και το γερμανόφωνο κοινό.

«Ένα γνώρισμα της λεγόμενης ψυχαγωγικής και της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι η δημιουργία σειράς βιβλίων, το πλάσιμο αναγνωρίσιμων ηρώων, ενός επιθεωρητή ή ενός ντετέκτιβ, ενώ η αγωνία κλιμακώνεται και το αίνιγμα τελικά λύνεται. Από την άλλη πλευρά, το αστυνομικό μυθιστόρημα ως δημοφιλές ανάγνωσμα έχει και κοινωνικές διαστάσεις Στρέφοντας την προσοχή σε κοινωνικές αδικίες, τοποθετείται απέναντι σε ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία», παρατηρεί η Πρίντσιγκερ.

Η εδραίωση του Πέτρου Μάρκαρη στη γερμανόφωνη αστυνομική λογοτεχνία επιβεβαιώνει και την καινοτομία του. Σύμφωνα με τη μεταφράστρια, αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι «έχει βρει ένα ξεχωριστό ύφος, του οποίου η έκφραση εντοπίζεται πρωτίστως στη σταθερά επανερχόμενη φιγούρα του επιθεωρητή Χαρίτου και στον τρόπο που εκείνος βλέπει τον κόσμο, στο χιούμορ και στις γλωσσικές εικόνες του».

Τα ελληνικά ως «λογοτεχνική γλώσσα» του Πέτρου Μάρκαρη

«Κάθε τόσο αναγνώστες και αναγνώστριες ρωτούν για ποιον λόγο δεν κυκλοφορεί η γερμανική μετάφραση σχεδόν ταυτόχρονα με το ελληνικό πρωτότυπο, ή τουλάχιστον χρονικά λίγο πιο κοντά στην έκδοσή του», λέει η Πρίντσιγκερ. Αυτό δεν είναι βέβαια εφικτό, καθώς, όπως σημειώνει και η ίδια, οι εκδοτικοί οίκοι στις γερμανόφωνες χώρες έχουν εξαιρετικά μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ενώ παράλληλα συνηθίζεται να μεταφράζει κανείς το έργο από την τελική, δημοσιευμένη μορφή του και όχι από το χειρόγραφο ταυτόχρονα με τη συγγραφή του. Αναφερόμενη στο συγγραφικό στυλ του Μάρκαρη, η Πρίντσιγκερ εκφράζει τον θαυμασμό της: «Κάποτε, σε ένα από τα πρώτα μυθιστορήματά του, το κάναμε αυτό το πείραμα και με εντυπωσίασε πόσο μελετημένος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας δίνει το στίγμα του και κατά τη διάρκεια της ροής της γραφής».

Ο Πέτρος Μάρκαρης γράφει τα λογοτεχνικά του έργα στα ελληνικά, αρθρογραφεί και γράφει δοκίμια στα γερμανικά, ενώ μιλάει πολύ καλά και την τουρκική γλώσσα. «Είμαι από τη φύση μου ένας άνθρωπος μετέωρος. Είμαι παιδί μιας μικτής οικογένειας με Αρμένη πατέρα, Ρωμιά μάνα, μεγαλωμένος στην Πόλη αλλά σπουδαγμένος σε αυστριακά σχολεία, που έζησε στη Βιέννη και ζει τώρα στην Ελλάδα. Ένα τουρλουμπούκι που λέμε στα ελληνικά. Αισθάνομαι πάρα πολλές φορές τον εαυτό μου σε μία κατάσταση μετέωρη, να μην ανήκω πουθενά (…)», είχε πει στην Πρίντσιγκερ στα πλαίσια μίας συνέντευξης.

Αναγκασμένος έτσι να επιλέξει ποια από αυτές τις γλώσσες θα χρησιμοποιούσε ως λογοτεχνική του γλώσσα, ο συγγραφέας επέλεξε τα ελληνικά. «Το να έχεις την επιλογή να αποφασίσεις ποιον πολιτισμό θα διαλέξεις είναι εντελώς διαφορετικό από ό,τι όταν έχεις γεννηθεί μέσα σε αυτόν. Τους φίλους σου τους διαλέγεις εσύ, την οικογένειά σου πάλι όχι», λέει η Πρίντσιγκερ.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα, η τεχνολογία και η τέχνη της μετάφρασης

Η συνεργασία ανάμεσα στην Μιχαέλα Πρίντσιγκερ και τον Πέτρο Μάρκαρη αναπτύχθηκε σε μία περίοδο, κατά την οποία η τεχνολογία γίνεται αισθητή και στις μεταφράσεις. Τα τυπωμένα χειρόγραφα και η αποστολή τους μέσω ταχυδρομείου μετατρέπονται σταδιακά σε pdf και email… Αναφερόμενη στην περίοδο εκείνη η Πρίντσιγκερ σημειώνει: «Η συνεργασία μου με τον Πέτρο Μάρκαρη σφραγίστηκε από το πέρασμα της γραφής και της μετάφρασης στην ψηφιακή εποχή. Όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα βιβλία, ο Πέτρος Μάρκαρης έμενε ακόμη στο Πεδίον του Άρεως, και το σπίτι του είχε υπέροχη θέα στο άλσος. Τότε συναντιόμασταν ακόμη για να συζητήσουμε εκκρεμή ερωτήματα. Αργότερα, η επαφή μας εξελίχτηκε ολοένα και περισσότερο σε ψηφιακή πνευματική ανταλλαγή απόψεων».

Χρύσα Βαχτσεβάνου