Ο νεαρός Κολοκοτρώνης και οι κλέφτες του Μοριά
200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το Ιστορικό Αρχείο των Εφημερίδων «TO ΒΗΜΑ» & «TA ΝΕΑ» και το in.gr ακολουθούν τον δρόμο των Ελλήνων προς την Ελευθερία
Αφηγούμενοι τα παιδικά χρόνια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, τον είχαμε αφήσει, να περπάτα μέσα στη νύχτα με τη μητέρα του και κάποιους συγγενείς του, να προσπαθούν να διαφύγουν από τους Τούρκους, που λίγες ώρες πριν είχαν πολιορκήσει τον πύργο που διέμενε κρυφά η οικογένεια Κολοκοτρώνη στη Μάνη.
Με τον πύργο να καταστρέφεται από τα τουρκικά πυρά, οι Κολοκοτρωναίοι αναγκάστηκαν, συν γυναιξί και τέκνοις ,να βγουν αιφνιδιαστικά από το οίκημα αναζητώντας τη σωτηρία τους.
Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής, τραυματίστηκε και για να μην καθυστερήσει τη φυγή των υπολοίπων έμεινε πίσω. Ενώ οι Τούρκοι πρόλαβαν να αρπάξουν κάποια από τα παιδιά της οικογένειας.
Η τύχη του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη
«Ο πατέρας του Θόδωρου γύριζε στο λόγγο. Η λαβωματιά, το αίμα πούτρεχε, τούφεραν αβάσταγη δίψα. Έψαχνε για νερό. Έπεσε απάνω σ’ επτά Τούρκους. Με το γιαταγάνι στο χέρι τους φώναξε:
– Μεριάστε! Ειδεμή κι εγώ θα χαθώ μα κι από σας θα φάω όσους μπορώ.
»Οι Τούρκοι, Μπαρδουνιώτες τον ήξεραν. Έβαλαν κάτω τα όπλα κι ωρκίστηκαν μ’ όλους τους όρκους της θρησκείας τους, να μην τον βλάψουν.
»Τότε τους γύρεψε νερό. Έκαναν δυό – τρεις πως πάνε να του φέρουν, τον χτύπησαν από πίσω, τον χάλασαν, τον έψαξαν, του πήραν τα λεπτά του, τ’ άρματά του και για να μη τους τα γυρέψη ο σερασκέρης , τούκοψαν το κεφάλι και το πέταξαν σ’ ένα γκρεμό»
Ο Θόδωρος, η μητέρα του και ο θείος του, Αναγνώστης κατάφεραν να διαφύγουν και κρύφτηκαν στο χωριό Μηλιά.
«Πρώτη δουλειά τους ήταν να γυρέψουν τ’ άλλα τα μικρά. Κατάφεραν να μάθουν που βρισκόταν ένα – ένα. Το Γιάννη τον είχε κάποιος Τούρκος στο Λιοντάρι. Έστειλαν και τον αγόρασαν. Ο Χρήστος, ύστερ’ από ένα μυθιστόρημα, βρέθηκε στην Ύδρα. Έστειλαν και τον πήραν.
»Ο Νικόλας είχε σωθή από ένα Έλληνα ναύτη του τουρκικού στόλου, που βρέθηκε στην αναμπουμπούλα. Άμα του είπε πως είνε Κολοκοτρώνης τον πήρε στο καράβι του και τον ασφάλισε.
»Απ’ τα ξαδέρφια λίγοι απόμειναν. Οι άνδρες έλειψαν. Το Κολοκοτρωναίικο ήτανε τώρα ορφανοτροφείο με πλήθος ανήλικα ορφανά. (…) Άνδρας γίνηκε η καπετάνισσα για να θρέψη τα παιδιά της.
»Μα δεν μπορούσαν να ζουν στο έλεος των χριστιανών της Μηλιάς. Όταν ησύχασαν τα πράγματα έφυγαν από τον ξένον τόπο κι ανέβηκαν στα μέρη τους»
Παλεύοντας για την επιβίωση
Η μητέρα του Θόδωρου ξενοΰφαινε και έκοβε ξύλα που πουλούσε ο ίδιος, μεταφέροντάς τα με γάιδαρο, στην Τριπολιτσά.
Μια από τις επισκέψεις του στη μεγάλη πόλη της Αρκαδίας, θα τον σημάδευε για πάντα.
«Ήταν δεκατριώ χρονών παιδί , όταν, μια μέρα, πούχε βρέξη πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι φορτωμένο ξύλα στην Τριπολιτσά.
»Το ζώο γλύστρησε στο καλντερίμι, παραπάτησε σε μια λούμπα βρωμόνερα, τινάχτηκαν στα ρούχα κάτι Τούρκων που περνούσαν. Ένας απ’ αυτούς, αγριεμένος τον μπάτσισε δυό φορές.
»Ο Κολοκοτρώνης τον κύτταξε με βουρκωμένα μάτια. Ωρκίστηκε μέσα του να το γυρίση πίσω αυτό το χαστούκι. Και το γύρισε με τον τόκο και με το χέρι του και με το χέρι όλων των Ελλήνων στο πρόσωπο του Σουλτάνου και της αυτοκρατορίας του.
»Από την ημέρα πούφαγε τον μπάτσο δεν ξαναπήγε στην Τριπολιτσά για να μπη, το εικοσιένα, στρατηγός των Ελλήνων, πορθητής κι εκδικητής»
Μοναδικός στόχος του νεαρού Θεόδωρου ,που έμπαινε πλέον στην εφηβεία, ήταν να πάρει τ’ άρματα.
«Η ανηπομονησία του να βγη στο βουνό λες κι αύξαινε πρόωρα το κορμί του. Πολύ συχνά χανότανε στους λόγγους. Σε μια κουφάλα είχε κρεμάση άρματα, πολέμαγε να μάθη να ρίχνη στο σημάδι και γύμναζε το μπράτσο του στο σπαθί.
»Ωστόσο η μιζέρια τους αύξαινε. Από το φόβο των Τούρκων κανένας δεν τους βοηθούσε. Και ζούσανε, μέρα με την ημέρα, με τη λαχτάρα να μην προδοθούν. Ακόμα κι οι φίλοι του πατέρα τούς είχαν αφήση»
Πλησίαζε όμως η ώρα που ο Κολοκοτρώνης αναλάμβανε δράση.
«Σε δυό χρόνια βγήκε στο βουνό. Κι όχι απλός κλέφτης, καπετάνιος, αμούστακο καπετανάκι, ‘χατηρικός’ αρχηγός, όπως λέει ο ίδιος , παλληκαράκι δεκαπέντε – δεκάξη χρονών. Αλλά δεν ήταν μονάχα το όνομα του πατέρα του που τον επέβαλε στους συντρόφους. Σοβαρός, λιγόλογος, έξυπνος, γενναίος όσο και φρόνιμος πήρε την αρχηγία κι από την αξία του: ‘Γέρο’ τον είπαν αμέσως, μ’ αγάπη και με καμάρι και του μεινε»
Στο «σχολείο» του Ζαχαριά
To πρώτο που έκανε ο Κολοκοτρώνης μόλις απέκτησε τη δική του κλέφτικη ομάδα, ήταν να βρει τον παλιό φίλο του πατέρα του, Στασινάκο, που αν και χρωστούσε λεφτά στην πάμπτωχη πλέον οικογένεια του Κολοκοτρώνη, επωφελούμενος του θανάτου του Κωνσταντή, δεν δεχόταν να τους εξοφλήσει.
Όταν εισέπραξε τα χρήματα, τα έστειλε στη μητέρα του και προχώρησε για τον επόμενό του στόχο: να εκπαιδευτεί στην τέχνη του πολέμου.
Έτσι, πήγε «ν’ ανταμώση τον Ζαχαριά, το μεγάλο του δάσκαλο που τ’ όνομά του άρχισε να λάμπη τότε, ήλιος χρυσών ελπίδων, στον ουρανό των ραγιάδων»
«Ο Ζαχαριάς είχε το στρατηγείο του στους πύργους της Μπαρμπίτσας. Ούτε οι ραγιάδες, ούτε η Τουρκιά είχαν δη ως τα τώρα κάτι που να θυμίζη, μακάρι κι από μακρυά, το μοναδικό τούτο πρόδρομο του εικοσιένα»
Οι περιγραφές για τον Καπετάν Ζαχαριά ή Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη μιλούν για ένα αδούλωτο θεριό.
«Ατσαλόκορμος, ελεύθερος σαν αγρίμι, καρδιά λιονταριού, μάστορης τρομερός του πολέμου και μυαλό σπουδαίο, πούβλεπε μακρυά.
»Μετά το αιματηρό σάρωμα πούχε κάμη ο Τσεζαερλής, μ’ αυτόν ξαναφούντωνε, μ’ ορμή δεκαπλάσια η κλεφτουριά. Κανείς, πριν απ’ αυτόν στο Μωρηά, δεν είχεν αδυνατίση κι εξευτελίση τόσο την τουρκική εξουσία (…)
»Κι είχε συλλάβη το μεγαλεπήβολο σχέδιο, που το πραγματοποίησε , για μια στιγμή, ως ένα σημείο: Να ενώση κάτω από τη σημαία του τους κλέφτες. Έφθασε να εξουσιάζη πραγματικά ως εικοσιτέσσερα κατηλίκια, υπογραφότανε ‘αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου’.
– Είσαι παιδί του Κολοκοτρώνη; Ρώτησε ο Ζαχαριάς τον Θόδωρο.
– Πού το ξέρεις;
– Το βλέπω στα σουσούμια σου. Έχεις τον αγέρα του. Κάτσε.
Ο Ζαχαριάς έσφαξε αρνιά για να τιμήσει τη μνήμη του ηρωικού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Ο Θόδωρος είχε σαστίσει με όσα έβλεπε γύρω του.
«Ο Κολοκοτρώνης είδε τους πύργους, σωστούς στρατώνες. Είδε να λειτουργή σχολείο για τα παιδιά των παλληκαριών και τέλος, με κατάπληξι, το Ζαχαριά να κάνη στους ραγιάδες τον κριτή και να δικάζη με την εξάβιβλο του Αρμενόπουλου (σ.σ. συλλογή νομικών κειμένων του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, 1344-1345).
»Ο Ζαχαριάς τον βρήκε δυνατό στο μυαλό, τον έκρινε άξιο να γίνη αρχηγός μια μέρα και του εμπιστεύτηκε το σχέδιο του για τη συνεννόησι όλων των κλεφτών. Ο Κολοκοτρώνης δέχτηκε της ιδέες του μ’ ακράτητο ενθουσιασμό. Γίνηκε πιστός κι αφοσιωμένος άνθρωπός του.
»Κάστρα του ενωμένου στρατοπέδου της κλεφτουριάς του Μωρηά έγιναν η κορυφογραμμές Ταϋγέτου, των βουνών της Αρκαδίας και των Καλαβρύτων ως την Αχαΐα.
»Μέρος της Λακωνίας και της Τσακωνιάς είχε οργανώση ο ίδιος ο Ζαχαριας. Ο Κολοκοτρώνης κράταγε με τους δικούς του Λιοντάρι και Γορτυνίας. (…) Μέσα σ΄όλη αυτή τη δράσι μεγάλωνε τ’ όνομα και η επιρροή του Κολοκοτρώνη»
Ένας οικογενειάρχης κλέφτης
Αυτή ήταν η αφετηρία της στρατιωτικής πορείας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ταυτόχρονα όμως ξεκινά και ένας νέος κύκλος, ο σημαντικότερος στην προσωπική του ζωή.
«Απάνω σ’ αυτή την πρώτη χαραυγή της αρχηγίας και της φήμης του αγαπήθηκε, αγάπησε και δέθηκε για πάντα με την κόρη του προεστού Καρούτσου (σ.σ. Αικατερίνη), από το Άκοβο, πουχε μαρτυρικά θανατωθή από τους Τούρκους. Γίνηκε σύγαμπρος του Τουρκοφάγου Νικηταρά, πουγινε στο είκοσιένα το δεξί του χέρι»
Για τα επόμενα χρόνια ο Κολοκοτρώνης μοίραζε τη ζωή του μεταξύ της οικογενειακής ζωής και της κλεφτούριας.
«Έχτισα σπίτια, λέγει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, επήρα προικιό, εληές, αμπέλι, έγινα νοικοκύρης. Εφύλαγα και το βιλαέτι. Εστεκόμαστε πάντοτε με το ντουφέκι».
Η Ζάκυνθος
Όσο περνούσαν τα χρόνια και ο Κολοκοτρώνης και άλλοι οπλαρχηγοί συνέχιζαν τη δράση τους ,τόσο η Υψηλή Πύλη αύξανε την πίεση με στόχο την εξόντωσή τους.
«Δώδεκα χρόνια είχε ζήση καπετάνιος, από τα 1785 εως τα 1797 μ’ επεισόδια μικρότερης σημασίας. Μα την τελευταία αυτή χρονιά ο ουρανός είχε συγνεφιάση για τα καλά (…) Στο μεταξύ θόλωσαν πολύ τα πράγματα στη Μάνη. Η διαρκείς ανησυχίες και ανταρσίες, το στήριγμα πούβρισκαν σ’ αυτήν οι κλέφτες, η ανάγκη να επιβληθή μια τάξι, έφερε την Πύλη να λάβη άλλα μέτρα»
Στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα ο Κολοκοτρώνης έχει αρχίσει να αναπτύσσει τις πρώτες επαφές του με τη Ζάκυνθο, όπου είχε καταφύγει πλήθος κλεφτών και πνευματικών ανθρώπων, προκειμένου να αποφύγουν τις άγριες πλέον συνθήκες ζωής στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στην Ζάκυνθο εξάλλου είχαν ήδη μεταφερθεί μέλη της οικογένειας του Κολοκοτρώνη.
Η επαφή με τους Ρώσους
Παράλληλα, ο ρωσικός στρατός επιδιώκει τη στρατολόγηση Ελλήνων στις τάξεις του. Πολλοί έλληνες οπλαρχηγοί, ανάμεσά τους και ο Κολοκοτρώνης βρήκαν την ευκαιρία να επικοινωνήσουν με τους Ρώσους για τον κυρίαρχο πόθο τους.
«Σουλιώτες, Ρουμελιώτες και Μωραΐτες οπλαρχηγοί υπόγραψαν, από το άλλο μέρος, αναφορά στον τσάρο, να βοηθήσει την ελευθερία της Ελλάδος. Σ’ αυτήν την αναφορά έβαλε την υπογραφή του κι ο Κολοκοτρώνης (…) Ήταν Αύγουστος του 1805, όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε ότι έφθασε στα Επτάνησα η απάντησι του τσάρου στην αναφορά των οπλαρχηγών»
»Ο Κολοκοτρώνης πήγε στη Ζάκυνθο και συναντήθηκε με τον αρχιστράτηγο Ανρέπ, ο οποίος του είπε ότι ο αυτοκράτωρ τον διέταξε να πάρη στο στρατό μόνον όσους θέλουν να πάνε να κτυπήσουν τον Ναπολέοντα στη Νεάπολι. Ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε.
– Δεν μπαίνω στη δούλεψί σας. Τι έχω να μοιράσω με το Μποναπάρτη; Αν θέλετε όμως στρατιώτες να ελευθερώσουμε την πατρίδα μας, σου υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδες. Βαφτιστήκαμε μια φορά στο λάδι, βαφτιζόμαστε κι αλλή μια φορά στο αίμα για την ελευθερία της πατρίδας μας»
Ήταν η σειρά του Ρώσου να αρνηθεί και έτσι ο Κολοκοτρώνης επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όπου η κατάσταση όμως γινόταν όλο και δυσκολότερη για τον Κολοκοτρώνη
Σφίγγει ο οθωμανικός κλοιός
Γύρω στα 1803 – 1804, ο Καπετάν – Ζαχαριάς δολοφονήθηκε ύστερα από προδοσία.
– Παιδιά, είπε στους κλέφτες ο Κολοκοτρώνης, χάθηκε η κόττα που κανε το αυγό. Σκοτώθηκε αυτός που χώριζε τους Τούρκους σε δυό κι άλλοι τον εχθρεύοντο κι άλλοι τον αγαπούσαν. Ο τόπος δε μας χωράει πια. Να φύγουμε»
Ο Κολοκοτρώνης βρίσκεται πλέον υπό διωγμόν. Εκδίδεται σουλτανικό φιρμάνι που απαιτεί από τους προεστούς της Πελοποννήσου τη θανάτωσή του Κολοκοτρώνη ενώ το Ορθόδοξο Πατριαρχείο τον αφορίζει.
«Ο [σουλτάνος] Σελήμ είχε σκεφθή να βάλη μαχαίρι στο Μωρηά, να στείλη τ’ απομεινάρια των ραγιάδων στην και την Ασία. Ο πατριάρχης αποφάσισε τον αφορισμό για να γλυτώση το μικρό λαό. (…) Ο Κολοκοτρώνης περίλυπος έμαθε και το φερμάνι και τον αφορισμό. Εμάζεψε τα πληκάρια του που ήταν ως εκατόν πενήντα. Τους εξήγησε τα πράγματα, τους είπε ακόμα μία φορά: Να φύγουμε, να πάμε στη Ζάκυνθο»
Οι άντρες του αρνήθηκαν, ο κλοιός όμως γύρω από τον Κολοκοτρώνη σφίγγει ακόμα περισσότερο. Σε μία καταδίωξη προδίδεται από τον συμπέθερό του, Κωνσταντή Δουράκη στην Καστάνιτσα, και γλιτώνει από τα χέρια των Τούρκων την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή.
«Από το μαύρο τούτο χρόνο, το 1806 ως το 1821 είνε η νέκρα των κοιμητηρίων. Και ποιος μπορεί τώρα να ξεσηκωθή; Μέσα, βαθειά, ο Μωρηάς, μετά το μέγα τούτο δράμα του διωγμού είνε σπαρμένος με μνήματα παλληκαριών.
»Η μεγάλη γενηά των Κολοκοτρωναίων έχει σχεδόν αφανισθή. Δεν υπάρχει διάσελο που να μην έχη ταφή κι από ένας. Από τα τριάνταέξ πρωτοξάδερφα του αρχηγού, που τα είχε όλα στο σώμα του μόνον οκτώ γλυτωσαν»
Η κλεφτουριά του Μοριά είχε ουσιαστικά αφανιστεί.
«Ακόμα και στο εικοσιένα πουχε δείξει ατσάλινες ψυχές ο Κολοκοτρώνης τους αποζητούσε, στενάζοντας: Αν ζούσαν οι παληοί, έλεγε, θάχαμε κάμη δέκα φορές τόσα και πολύ πιο γλήγορα. Κι έλεγε ακόμα πως την αρχηγία τη χρώσταγε σ’ αυτό: πως είχαν χαθή πολλή παλαιότερους».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το είχε πάρει πια απόφαση. Η σωτηρία, και η δική του και του αγώνα, θα ήταν η Ζάκυνθος και τα Επτάνησα.
Όπως σημειώνει και ο Σπύρος Μελάς στα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ»:
«Αν ο Μωρηάς ήταν τώρα σβυσμένος, άλλο κέντρο, μ’ άλλους τρόπους, άλλα δεδομένα και περιστατικά, φαινότανε στον εθνικό ορίζοντα: Η Ζάκυνθος και γενικά τα Επτάνησα. Εκεί εδούλευε ο νους και η καρδιά της Ελλάδος»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις