Οάνθρωπός μας, άνθρωπος ευγενής και κάθε άλλο παρά συνειδητά τουλάχιστον ρατσιστής, παίρνοντας τον λόγο σε μια ολιγομελή συντροφιά που συζητούσε για τους πρόσφυγες, είπε θέλοντας να δικαιολογήσει την κοπασμένη πια εν μέρει αγανάκτηση των κατοίκων της Λέσβου σε σχέση με τους ξένους που έχουν κατακλύσει το νησί τους: «Πώς να το κάνουμε; Ξέρεις τι είναι να βλέπεις τον τόπο σου να μεταβάλλεται σε σκουπιδότοπο;». Κανείς δεν έδειξε να ταράζεται στο άκουσμα της λέξης αυτής. Ενας μόνον από τους πέντε φίλους που συζητούσαν αναψοκοκκίνισε και αντέτεινε με φωνή βροντερή: «Ντροπή σου να χαρακτηρίζεις βασανισμένους ανθρώπους ως σκουπίδια». Ο άνθρωπος που είχε προφέρει την επίμαχη λέξη σχεδόν ξέπνοα και φανερά μεταμελημένος ακούστηκε να λέει: «Μα δεν εννοούσα αυτό που νομίζεις».

Οταν όμως ένας τρίτος τον ρώτησε «Θα χαρακτήριζες ποτέ τη Λέσβο ως σκουπιδότοπο αν δεν την είχαν κατακλύσει οι πρόσφυγες;», επειδή αισθάνθηκε πως οτιδήποτε και αν πρόσθετε πια θα ήταν καθαρή δικαιολογία, δεν ξανάνοιξε το στόμα του σε όλη την υπόλοιπη βραδιά, ακόμη και όταν η συζήτηση στράφηκε σε θέματα ανώδυνα. Μέγιστο ωστόσο μάθημα θα χαρακτήριζε κανείς τα συμπεράσματα που προέκυπταν αυθόρμητα χάρη σε μια συζήτηση που περισσότερο γινόταν για να περάσουν την ώρα τους πέντε άνθρωποι παρά που τους ενδιέφερε να αντιμετωπίσουν, στον μικρό τους έστω χώρο, υπεύθυνα και σοβαρά, ένα πρόβλημα που κατά τα φαινόμενα δεν θα πάψει να απασχολεί την ανθρωπότητα εις το διηνεκές.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και επειδή κάποια λύση οριστική δεν φαίνεται να διαγράφεται στον ορίζοντα, θα έπρεπε κάθε λέξη ή φράση που εκφέρεται για το πρόβλημα αυτό να είναι τόσο μελετημένη σάμπως και η διατύπωσή της θα προοριζόταν να συνδράμει ουσιαστικά στην καυτή αυτή υπόθεση. Λέξη ή φράση είτε την εκστομίζουν επίσημα είτε ανεπίσημα χείλη. Το Προσφυγικό είναι ένα πρόβλημα που κατά θαυμαστά εύγλωττο τρόπο αναδεικνύει πως δημόσιος χώρος και ιδιωτική αντίδραση δεν είναι δύο απομονωμένες περιοχές, αλλά επικοινωνούν μεταξύ τους σε απόλυτο βαθμό, ώστε η πρώτη να υπαγορεύει και να προεξοφλεί το πώς θα αντιδράσει η δεύτερη.

Ο άνθρωπος που χαρακτήρισε μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου τους πρόσφυγες ως «σκουπίδια», και θα ήταν ενδεχομένως έτοιμος να αναλάβει το βάρος της προσβλητικής έκφρασής του μεμφόμενος τον εαυτό του, θα ήταν αδύνατο να υποψιαστεί πως την ίδια στιγμή που απερίσκεπτα χρησιμοποιούσε τη λέξη αυτή, σιγοψιθύριζε στο αφτί της κρατικής εξουσίας πως οποιοδήποτε μέτρο και αν υλοποιούσε, οσοδήποτε σκληρό και απάνθρωπο και αν ήταν, για την αντιμετώπιση των προσφύγων, είχε ήδη αποσπάσει τη συναίνεσή του. Ετσι φτάνουμε στο τραγικά παράδοξο να είναι συχνά η κρατική εξουσία, αν και μια ουσιαστικά απρόσωπη δύναμη, που διατηρεί ως διάθεση τουλάχιστον μια πρόθεση ανακουφιστική για τα δοκιμαζόμενα άτομα. Ενώ οι ίδιοι οι άνθρωποι, που ως μεμονωμένες υπάρξεις υποτίθεται πως επικοινωνούν ανάμεσά τους μ’ ένα αυθόρμητο αίσθημα αλληλεγγύης, να είναι εκείνοι που ζητούν να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο η συνθήκη ήδη εξαντλητικά βασανισμένων συνανθρώπων τους.