Ο Διονύσιος Σολωμός και τα Επτάνησα των παιδικών του χρόνων
200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το Ιστορικό Αρχείο των Εφημερίδων «TO ΒΗΜΑ» & «TA ΝΕΑ» και το in.gr ακολουθούν τον δρόμο των Ελλήνων προς την Ελευθερία
- Αίθριος ο καιρός την Πέμπτη, καταιγίδες από την Παρασκευή - Έρχονται «λευκά» Χριστούγεννα
- Τον απόλυτο εφιάλτη έζησε μαθητής από την Πάτρα σε πενθήμερη - Του έδωσαν ποτό με ούρα και τον χτύπησαν
- Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια γάλλος υπήκοος στο Βανουάτου μετά τον σεισμό των 7,3 Ρίχτερ
- Η Νικόλ Κίντμαν απαντά με «αγένεια» στο κόκκινο χαλί της πρεμιέρας του Babygirl και διχάζει
Οι απελευθερωτικές επαναστάσεις έχουν σαφώς ανάγκη από μαχητές. Ανθρώπους έτοιμους να αρπάξουν τα όπλα και να θυσιάσουν τη ζωή τη δική τους αλλά και όσων σταθούν εμπόδιο στον ιερό σκοπό της ελευθερίας.
Εξίσου αναγκαίοι όμως είναι και αυτοί που ακόμα και αν δεν χτυπούν με το σπαθί ή το καριοφίλι τους, χτυπούν με τα κείμενά τους.
Με τις λέξεις που ξεπηδούν από μέσα τους και καταφέρνουν να παροτρύνουν, να παθιάζουν και να συγκινούν. Κι όταν η ελευθερία κερδηθεί, αυτοί που θα συνεχίζουν να εμπνέουν, να καθοδηγούν και να θέτουν τις πνευματικές βάσεις για τα τόσο σημαντικά πρώτα βήματα ενός νεογέννητου κράτους.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες είχαν την τύχη να έχουν δικό τους, τον επτανήσιο Διονύσιο Σολωμό.
Τον Μάρτιο του 1940, κατά τη διάρκεια του ελληνικού θριάμβου στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και λίγο πριν την γερμανική ναζιστική εισβολή, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» δημοσιεύει τη μελέτη του Ρόμιλι Τζένκινς, μετέπειτα καθηγητή Μοντέρνας Ελληνικής Ιστορίας στα Πανεπιστήμια Camebridge και King’s College.
Η καταγωγή
Αναζητώντας την καταγωγή του Διονύσιου Σολωμού, θα πρέπει να πάμε πολύ πίσω, πριν ακόμα και από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
«Ο Διονύσιος Σολωμός κατήγετο από οικογένειαν παλαιάν ακόμη και με τα κριτήρια της ελληνικής αριστοκρατίας. (…) Η γενηά του βαστάει χωρίς διακοπήν από τον Άγγελον Σαλομόν τον οποίον ανευρίσκομεν ζώντα εις την Κρήτην το 1372.
»Η υπογραφή Βιτάλε Σαλομόν ανευρίσκεται εις υπόμνημα σχετικόν με την ανέγερσιν του κωδωνοστασίου του Αγίου Μάρκου το 1152, ο δε Τζιάκομο ντι Άνταμο, μαρκήσιος Σαλομάν, Δομηνικανός των αρχών του 13ου αιώνος, έτυχε της τιμής της αγιοποιήσεως.»
»Οι Σαλομόν έπεδειξαν δραστηριότητα εις την αποικιακήν υπηρεσίαν της Βενετίας κατά τον μεσαίωνα. Το όνομά των απαντά εις όλην την Εγγύς Ανατολήν. Αλλά ο κλάδος με τον οποίον ασχολούμεθα απεδήμησεν εις την αποικία της Κρήτης προ του τέλους του 14ου αιώνος»
Οι πρόγονοι του Διονύσιου Σολωμού παρέμειναν στην Κρήτη μέχρι την κατάληψή της από τους Οθωμανούς το 1669. Το 1670 πολλές οικογένειες ευγενών εγκατέλειψαν το τουρκοκρατούμενο πλέον νησί για τα Επτάνησα. Ανάμεσά τους και οι Σαλομόν που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο, όπου στα μέσα του 18ου αιώνα γεννήθηκε ο κόμης Νικόλαος Σαλομόν, πατέρα του εθνικού μας ποιητή.
Οι ευγενείς των Επτανήσων
Στην επτανησιακή κοινωνία απόλυτοι άρχοντες είναι οι ευγενείς, στους οποίους ανήκουν και οι Σαλομόν.
«Ο κόμης Νικόλαος Σαλομόν – η γραφή εις ιταλικά ντοκουμέντα ποικίλλει μεταξύ Σαλαμόν, Σαλομόν, Σολομόν ή Σαλομόνε, Σολωμός είναι ο ελληνικός τύπος- ήταν περί τας αρχάς του 19ου αιώνα, ένας από τους πιο τυχερούς της προνομιούχου αυτής τάξεως των ευγενών.
»Ήτο πολύ πλούσιος ακόμη και μεταξύ αυτών, διότι είχε το μονοπώλιον της εισαγωγής καπνού. Διά τούτο ήτο γνωστός με το παρατσούκλι ‘Ταμπακιέρης’.
»Οι ευγενείς, λόγω του ότι κατείχαν την γην και διεχειρίζοντο τα μονοπώλια, ήσαν πάμπλουτοι, τόσον που δεν ήξεραν τι να κάμουν τα λεφτά τους (…) Μεταξύ των μόνον ιταλικά μιλούσαν . Όσα ελληνικά ήξεραν ήσαν ιδιωματικά, γραμματικώς εσφαλμένα, και, εάν εγράφοντο, φρικτά ανορθόγραφα. Η μόρφωσίς των ήτο καθαρώς βενετσιάνικη, οι γυιοί των εξεπαιδευόντο σχεδόν όλοι εις το πανεπιστήμιον της Παδούης, όπου ουκ ολίγοι διεκρίθησαν»
Όπως αναφέρει ο Τζένκινς η εξουσία των ευγενών εις βάρος των κατώτερων τάξεων ήταν απολυταρχικού χαρακτήρα. Ενώ τα δικαστήρια είχαν ουσιαστικά διακοσμητικό χαρακτήρα.
» ‘Ολη η διαδικασία διεξήγετο εις την ιταλικήν, την οποίαν αι κατώτεραι τάξεις δεν μπορούσαν να εννοήσουν, αλλά ουχί σπανίως ο ευγενής επήγαινε και εκαθόταν πλάι στους δικαστάς διά να εξασφαλίση ευνοϊκήν απόφασιν»
Απολύτως δικαιολογημένα λοιπόν, ο ποιητής και δάσκαλος Μαρτελάος, που γνωρίσαμε στην επτανησιακή περιπέτεια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, γράφει:
Δεν μπορεί ανθρώπου γλώσσα
Να ειπή τι συμφορές
Εγεννούσαν των αρχόντων
Οι κλεψιές και οι αδικιές.
Ανθρωπόμορφα θηρία,
που λεγόστε Χριστιανοί…»
Ως προς το εθνικό φρόνημα των ευγενών ο Τζένκινς σημειώνει πως ναι μεν «από απόψεως γλώσσης και μορφώσεως ήσαν Ιταλοί ή και Ευρωπαίοι» από την άλλη όμως «ήσαν σχεδόν όλοι ορθόδοξοι, εις εποχήν δε καθ’ ήν η θρησκεία ήτο τόσον ισχυρόν γνώρισμα δια τον προσδιορισμόν του εθνικού φρονήματος και είχε μεγάλην σημασίαν».
Εν τω μεταξύ οι ευγενείς «εζούσαν αρχοντικά με τις γυναίκες και τις ερωμένες των και εστέριωναν τα σπίτια των εις την πόλιν και εις την ύπαιθρον»
Ο πατέρας του Διονύσιου Σολωμού, Νικόλαος δεν αποτελούσε εξαίρεση. «Είχε τρεις γυιούς και μίαν ιδιαιτέρως ωραίαν ερωμένην»
Ο Νικόλαος είχε παντρευτεί νέος μια κόρη καλής οικογενείας, τη Μαρνέττα Κάκνη, με την οποία απέκτησε τον γιό του Ροβέρτο και την κόρη του Ελένη.
«Όσον όμως η Μαρνέττα εγερνούσεν, αυτός εζητούσε παρηγορίαν αλλού. Και τέλος, το 1796, στην αρχή των γηρατείων του, συνεδέθη με μιαν εξαιρετικά ώμορφη υπηρέτρια που είχε στο σπίτι του. Την έλεγαν Αγγελικήν Νίκλη»
«Είνε μεγάλη ατυχία ότι καμιά προσωπογραφία της δεν σώζεται, λένε όμως ότι είχε κατάμαυρα μαλλιά και ότι έμοιαζε πολύ στο πρόσωπο με τον πρωτότοκον υιόν της τον Διονύσιον»
Ερωτικοί δεσμοί μεταξύ ενός ευγενή και ενός κοριτσιού κατώτερης κοινωνικής τάξης ήταν πολύ συνηθισμένοι. Χαρακτηριστικό είναι ότι «όταν οι κόντηδες, με τον επαρχιώτικον τρόπον τους, επήγαιναν να ψωνίσουν εις την αγοράν, οι έμποροι ερωτούσαν:«Σε ποιο σπίτι να το στείλω, σιόρ κόντε;»
Στο σπίτι δηλαδή της οικογένειας ή της ερωμένης.
«Η Αγγελική ήταν εγκατεστημένη σ’ ένα από τα σπίτια που είχεν ο κόντες στην πόλι και εκεί, την 8ην Απριλίου 1798, έφερε στον κόσμο ένα αρσενικό παιδί. Μετά δύο μήνας το παιδί εβαπτίσθη εις την εκκλησίαν της Αγίας Παρασκευής. Η ληξιαρχική πράξις έχει ως εξής:
΄1798 Ιουνίου 8, εβαπτίσθη παιδίον αρσενικόν, φυσικόν, του ευγενούς κυρίου κόντε Νικολάου Σολωμού και ωνομάσθη παρά του αναδόχου αυτού, εκλαμπροτάτου κυρίου Αντωνίου Καπνίση, Διονύσιος. Ήτο και μηνών δύο».
Το 1801 γεννήθηκε από την Αγγελική ο αδερφός του Διονύσιου, Δημήτριος. Τα δύο αδέρφια μέχρι το 1808, που έφυγαν για την Ιταλία, ζούσαν με τη μητέρα τους στη Ζάκυνθο. Τα χρόνια αυτά αν και φαινομενικά χαρούμενα, θα σημάδευαν την μετέπειτα ζωή του ποιητή.
Σε αυτήν την περίοδο συνέβησαν «επεισόδια, τα οποία [ο Διονύσιος] μισοκαταλάβαινε μόνον τότε, αλλά τα οποία σε χρόνια κατοπινά επανήρχοντο εις την μνήμην του με όλην την τρομεράν σημασίαν των.
»Η Αγγελική ήταν νέα και πρόσχαρη, ο κόντες γέρος, βαρύθυμος και κατάκοιτος. Φαίνεται πως ο πρωτότοκος γυιός της είχε κάποιαν υποσυνείδητον εντύπωσιν των απιστιών της, αλλά σαν παιδί που ήταν, ποτέ δεν ηρώτησεν».
Από τις μεγαλύτερες χαρές του μικρού Διονύσιου ήταν «να φεύγη μόνος του προς την ύπαιθρον του νησιού, να θωρή τη θάλασσα όταν ήταν ατάραχη και οι δασοντυμένοι βράχοι ξεχώριζαν καθαρά επάνω στο υγρόν δάπεδον της και κατόπιν όταν εσυννέφιαζε με το ηλιοβασίλεμμα ή να περιπλανάται ανάμεσα στους γκρίζους ελαιώνες του πατρικού κτήματος στο Ακρωτήρι ή ανάμεσα στα σμαραγδένια αμπέλια του κάμπου κάτω»
Ο Σολωμός παραδόθηκε από νωρίς στη γοητεία της Ζακύνθου.
«Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια είχεν ιδιατέρως ανεπτυγμένην την παρατήρησιν και το συναίσθημα της ωμορφιάς της φύσεως, και η Ζάκυνθος δεν είνε συνειθισμένο νησί: οι Ενετοί, οι οποίοι ήσαν γνώσται των τοπίων του Αρχιπελάγους την ωνόμαζαν ‘Φιόρο του Λεβάντε’» και κανείς από όσους την επεσκέφθησαν δεν θα διαμφισβητήση τον τίτλον».
Ο Διονύσιος και οι συνομίληκοί του
Πόσο εύκολες ήταν οι σχέσεις του Διονύσιου με τους συνομήλικούς του; Σύμφωνα με τον Τζένκινς, δεν αληθεύει «ο ισχυρισμός ότι μερικαί από τας ιδιοτυπίας του χαρακτήρος του Σολωμού στα χρόνια τα κατοπινά ωφείλοντο εις την άνευ συμπαθείας συμπεριφοράν των παιδιών της πόλεως που έπαιζαν μαζί του. Διότι οι σύντροφοι του παιγνιδίου όσον και αν δεν του έδειχναν συμπάθειαν, ήσαν ασφαλώς ολίγοι»
Ο λόγος ήταν ότι δεν επιτρεπόταν στα παιδιά των ευγενών, είτε νόθα, είτε νόμιμα, να συναναστρέφονται παιδιά που ανήκαν σε κατώτερες κοινωνικές τάξεις και με τα οποία έτσι κι αλλιώς μιλούσαν διαφορετική γλώσσα. Ο Σολωμός πάντως συνδεόταν και με τις δύο τάξεις.
«Το γεγονός ότι είχε μητέρα προερχομένην από τα λαϊκά στρώματα τού επέτρεπε να καταλαβαίνη την λαλιά των γηγενών, επίσης ημπορούσε να παρακολουθή την λειτουργίαν, ημπορούμεν όμως να ήμεθα βέβαιοι ότι δεν έκανε συντροφιά με παιδιά της τάξεως της μητέρας του».
Στην εκκλησία
Εκτός από τη φύση, ο Διονύσιος Σολωμός έτρεφε μεγάλη αγάπη και για τη λειτουργία στην εκκλησία.
«Έψαλε το ‘Κύριε Ελέησον’ με την ‘καθαρή και γλυκειά’ του φωνή τενόρου τις Κυριακές στην εκκλησία όπου είχε βαπτισθή και αργότερα εδιάβαζε τον ‘Απόστολο’ στην εκκλησία της Παναγίας των Κομούτηδων, μίαν από τις ωραιότερες ακόμη και από τις εκκλησίες της Ζακύνθου. Μια μέρα καθώς εγύριζε με τον πατέρα του από την εκκλησία:
– Παιδί μου, τον ηρώτησεν αυτός, που ήσουν προτού να γεννηθής;
– Εις τον νουν του Θεού είπεν ο Διονύσιος».
Όπως όμως λέει και ο Τζένκινς, «κάθε άλλο παρά νερόβραστος ήταν ο μικρός».
Αντίθετα ήταν μια πολύ έντονη προσωπικότητα, που πολλές φορές κυριευόταν από θυμούς, ενώ από μικρή ηλικία, αποφασίστηκε ότι θα έπρεπε να παραδοθεί από τους γονείς του στα χέρια παιδαγωγού.
Για τον λόγο αυτό, προσελήφθη ο ιταλός κληρικός, Σάντο Ρόσι, στην επίδραση του οποίου οι μελετητές της ζωής του Σολωμού αποδίδουν την ανάπτυξη «του τρίτου κυριώτερου χαρακτηριστικού της διάνοιας του ποιητού: του φιλελευθερισμού, μιας αγάπης προς την ελευθερίαν στενώτατα συνδεδεμένης με την αγάπην της πατρίδος».
Ο Ρόσι είχε ο ίδιος εξοριστεί από την κατακτημένη από τους Αυστριακούς, Κρεμόνα και είχε βρει καταφύγιο στη Ζάκυνθο, και καλλιέργησε τις φιλελεύθερες ιδέες του και στον μαθητή του.
Επίσης ο Ρόσι «ήσκησε παράδοξον επιρροήν επί του οξυθύμου, υστερικού σχεδόν παιδιού. Φαίνεται ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που ημπορούσε κάπως να το χαλιναγωγήση και τούτο διότι είχε την ευφυίαν να αντιληφθή ότι ένα τέτοιο παιδί μόνον με την εμπιστοσύνην και την μεγαλόκαρδον μεταχείρισιν ημπορούσε να παρακινηθεί».
Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράλογο που το 1857 ο ετοιμοθάνατος Διονύσιος Σολωμός αναφέρθηκε με ευγνωμοσύνη στον πρώτο του δάσκαλο.
Προς το παρόν πάντως βρισκόμαστε λίγο πριν το 1807, πριν δηλαδή τον θάνατο του πατέρα του Διονύσιου Σολωμού και τα συναρπαστικά επόμενα βήματα του στην Ιταλία και τη Ζάκυνθο, τα οποία θα εξετάσουμε τις επόμενες ημέρες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις