Ναζί στη φυλακή: Η πορεία του Χίτλερ από το κελί μέχρι την εξουσία
Το 1924 ο Αδόλφος Χίτλερ καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία. Το 1933, όμως, θα γινόταν Καγκελάριος της Γερμανίας.
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Εν μέσω – απολύτως δικαιολογημένων – πανηγυρισμών για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, είναι εύκολο να ξεχάσουμε ότι η ναζιστική οργάνωση που έσπειρε τον τρόμο σε μετανάστες και άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και διενέργησε δολοφονικές επιθέσεις εναντίον αριστερών και αντιφασιστών, δεν «άνθισε» στο κενό. Επομένως, ακόμη και αν η ίδια «σβήσει» με την απόφαση του δικαστηρίου, αφήνει πίσω της μια φρικτή παρακαταθήκη.
Για αυτό και ίσως θα ήταν χρήσιμο να κοιτάξουμε στο παρελθόν για να συνειδητοποιήσουμε τα όρια της ικανότητας του δικαστικού συστήματος να βάλει την ταφόπλακα σε ένα εξτρεμιστικό πολιτικό κίνημα, το οποίο κατόρθωσε επί σειρά ετών να κερδίσει τις ψήφους και την έμπρακτη υποστήριξη εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στη χώρα.
Αν και η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται πάντοτε, ούτε σαν τραγωδία ούτε σαν φάρσα, η εξέτασή της μπορεί να μας βοηθήσει να εξάγουμε ορισμένα διδάγματα.
Ο πνευματικός «μπαμπάς» των Χρυσαυγιτών, Αδόλφος Χίτλερ, είχε επίσης βρεθεί πίσω από τα κάγκελα, αν και για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα. Η φυλάκισή του, όμως, όπως και η συνακόλουθη απαγόρευση κάθε δημόσιας ομιλίας του επί δύο χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, όχι απλώς δεν σταμάτησαν την πολιτική του πορεία, αλλά συνέβαλαν στην ανάδειξη του κόμματός του σε πρώτη δύναμη στη Γερμανία σχεδόν μία δεκαετία αργότερα και στην ανέλιξη του ίδιου στο ανώτατο αξίωμα της χώρας, τον Ιανουάριο του 1933.
Το πραξικόπημα της μπυραρίας
Το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα – ή ναζιστικό κόμμα όπως έμεινε στην ιστορία – ξεκίνησε το 1919 ως μια μικρή ομάδα απογοητευμένων ακροδεξιών περιθωριακών από το Μόναχο. Μέχρι την άνοιξη της επόμενης χρονιάς, ο Χίτλερ είχε βρεθεί στην ηγεσία του και είχε προσθέσει στην ονομασία του τον όρο «Εθνικοσοσιαλιστικό». Σύντομα κατάφερε να το καταστήσει πιο δημοφιλές, χωρίς όμως η φήμη του να ξεπεράσει τα στενά όρια του Μονάχου.
Όλα αυτά θα άλλαζαν τον Νοέμβριο του 1923. Εκείνη την περίοδο, η Γερμανία υπέφερε από υπερπληθωρισμό, βίωνε κοινωνικές αναταραχές και η Κοιλάδα του Ρουρ βρισκόταν υπό γαλλοβελγική κατοχή. Ο Χίτλερ, ακολουθώντας το παράδειγμα του φασίστα δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι και της Πορείας προς τη Ρώμη, και φοβούμενος ότι αν δεν αναλάμβανε άμεσα δράση στο πλαίσιο της τόσο συμφέρουσας, εύθραυστης πολιτικής κατάστασης θα έχανε την ηγεσία του κόμματος, επιχείρησε να καταλάβει βίαια την εξουσία.
Η ευκαιρία δόθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1923, όταν ενημερώθηκε ότι μεγάλη μπυραρία του Μονάχου, η Löwenbräukeller θα φιλοξενούσε 3.000 επιχειρηματίες σε μια εκδήλωση στην οποία θα παρίστατο η ηγεσία της βαυαρικής κυβέρνησης. Έχοντας ως στόχο την απαγωγή και την ανατροπή τους, ο Χίτλερ και μέλη του παραστρατιωτικού παρακλαδιού του κόμματός του εισέβαλαν στη μπυραρία, πυροβολώντας στον αέρα και προκαλώντας τον πανικό.
Η απόπειρα πραξικοπήματος, όμως, κατέληξε σε χάος, με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Όλα έδειχναν ότι το τέλος της πολιτικής καριέρας του Χίτλερ, που συνελήφθη ελαφρά τραυματισμένος, είχε φτάσει. Όσο περίμενε να δικαστεί για εσχάτη προδοσία – με το ενδεχόμενο της θανατικής ποινής να μένει ανοιχτό – ο μελλοντικός δικτάτορας σκεφτόταν σοβαρά την αυτοκτονία. Πώς βρέθηκε, λοιπόν, να κυβερνά τη Γερμανία το 1933;
Ποινή-χάδι και δίκη-θέατρο
Τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ πιο θετικά από το αναμενόμενο για τον – νεαρό και άσημο ακόμη – Γερμανό εξτρεμιστή. Το δικαστήριο ήταν εξ αρχής εξαιρετικά επιεικές απέναντι τόσο στον ίδιο όσο και στις ιδέες του, δίνοντάς του την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τη δίκη ως… ευκαιρία δημοσίων σχέσεων. Απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους και με τον πρόεδρο να του επιτρέπει να εκθέσει την ιδεολογία του και να επικρίνει την πολιτική ηγεσία της χώρας, όχι μόνο δεν βγήκε χαμένος, αλλά κατάφερε να γίνει για πρώτη φορά γνωστός σε όλη τη Γερμανία.
Τα ΜΜΕ δημοσίευσαν αναλυτικά την απολογία του, η οποία περιλάμβανε ακόμη και σχόλια υποτίμησης του δικαστηρίου. Κάποια στιγμή, δήλωσε: «Δεν είστε εσείς, κύριοι, που κρίνετε. Μπορείτε να με ανακηρύξετε ένοχο χίλιες φορές, όμως η θεά του αιώνιου δικαστηρίου της ιστορίας θα χαμογελάσει και θα σκίσει σε χίλια κομμάτια την απόφαση αυτού του δικαστηρίου. Γιατί εκείνη μας αθωώνει».
Η ποινή του όχι μόνο δεν έφτασε την θανατική, αλλά περιορίστηκε στα πέντε χρόνια. Από αυτά, ο Χίτλερ εξέτισε… εννέα μήνες και του απαγορεύτηκαν οι δημόσιες ομιλίες για δύο χρόνια μετά την αποφυλάκισή του. Μάλιστα, χάρη στις πολιτικές του διασυνδέσεις, ακόμη και η παραμονή του στη φυλακή φαίνεται πως θύμιζε περισσότερο διακοπές, με τον «φύρερ» να δέχεται εκατοντάδες επισκέπτες. Τριάντα με σαράντα άτομα, μάλιστα, επιτράπηκε να τον επισκεφθούν για να… γιορτάσουν τα γενέθλιά του στις 20 Απριλίου του 1924 – μόλις 14 μέρες μετά τη φυλάκισή του.
Στο ίδιο διάστημα, έγραψε – ή μάλλον υπαγόρευσε στον Ρούντολφ Ες – το διαβόητο «Ο Αγών Μου», την αυτοβιογραφία/μανιφέστο του ναζισμού.
Η πορεία προς την εξουσία
Η απαγόρευση των δημόσιων ομιλιών του, αλλά και η σταθεροποίηση της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1920, έριξαν τον νεοαποφυλακισθέντα Χίτλερ στην αφάνεια. Ωστόσο, αυτό δεν τον σταμάτησε από το να διοργανώνει ιδιωτικές εκδηλώσεις και να φροντίζει για την λεπτομερή οικοδόμηση της δημόσιας εικόνας του – περισσότερο από οποιονδήποτε προγενέστερο πολιτικό.
Τους καρπούς αυτής της προσπάθειας έδρεψε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, όταν η Γερμανία υπέφερε από τις επιπτώσεις δύο αλλεπάλληλων κρίσεων: Του Κραχ της Γουόλ Στριτ του 1929, και της κρίσης του υπερπληθωρισμού του 1923, από την οποία μόλις είχε αρχίσει να ανακάμπτει. Μέχρι το τέλος του 1930, η ανεργία της χώρας είχε υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Μέχρι το τέλος του 1932 διπλασιάστηκε και πάλι, αγγίζοντας το 30% του εργατικού δυναμικού.
Αυτό αντανακλάστηκε και στα εκλογικά αποτελέσματα των ναζί, οι οποίοι εκτοξεύτηκαν από το 2,6% του 1928 σε πρώτη δύναμη του γερμανικού κοινοβουλίου το 1932. Τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς, ο Χίτλερ ανακηρύχθηκε Καγκελάριος.
Διαφορές και διδάγματα
Φυσικά, η πορεία του γερμανικού ναζιστικού κόμματος προς τη φυλακή, καμία σχέση δεν έχει με εκείνη της Χρυσής Αυγής. Δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το επικοινωνιακό προφίλ των Ελλήνων νεοναζί ευνοήθηκε από τη μακροχρόνια δικαστική διαδικασία που τους οδήγησε σήμερα πίσω από τα κάγκελα, παρά τις προσπάθειές τους για μεγαλεπήβολες δηλώσεις περί αθωότητας ή/και πολιτικών διώξεων.
Επιπλέον, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτέρως επιεική στάση της εισαγγελέως, το δικαστήριο που έκρινε την υπόθεση της Χρυσής Αυγής αναντίρρητα τήρησε υπήρξε πολύ αυστηρότερο από εκείνο της Λειψίας το 1924.
Ούτως ή άλλως, μια διαφορά του πρωτότυπου από την… απομίμηση, είναι ότι η δεύτερη δεν θα μπορούσε παρά να συναντήσει αντιστάσεις που προκύπτουν από την ίδια μας τη γνώση για το μονοπάτι που ενώνει την εθνική καθαρότητα με το Ολοκαύτωμα.
Παράλληλα, είναι προφανές ότι παρά την ευφυή επικοινωνιακή στρατηγική που έχει ακολουθήσει πολλές φορές στο παρελθόν η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, ο Χίτλερ – ευτυχώς – υπήρξε μοναδικό φαινόμενο της παγκόσμιας ιστορίας, αναπτύσσοντας νέα πολιτικά εργαλεία, που περιλάμβαναν τη χειρουργική διαχείριση της εικόνας του, αλλά και τη χρήση των τότε νέων μέσων του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου ως μέσα προπαγάνδας των φρικιαστικών ιδεών του.
Ωστόσο, ένα συμπέρασμα που μάλλον μας επιτρέπεται να εξάγουμε η εξέλιξη του Χίτλερ μετά τη φυλακή, είναι το ότι μια καταδίκη δεν συνεπάγεται και το τέλος του ναζισμού. Ακόμη και αν η Χρυσή Αυγή έχει γράψει τις τελευταίες της γραμμές στις σελίδες της ελληνικής ιστορίας – ενδεχόμενο που δεν φαντάζει καθόλου απίθανο – η δικαστική της τιμωρία ή ακόμη και η εξαφάνισή της, δεν δίνει τέλος και στον ακροδεξιό εξτρεμισμό.
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής έχει επιστρέψει – εκούσα άκουσα – στις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις που υποστήριζε πριν την περασμένη δεκαετία, δεν μπορούμε και να μην αναγνωρίσουμε ότι ένα ποσοστό τους, στα χρόνια που πέρασε υποστηρίζοντας τους νεοναζί, έχει αναπόφευκτα ριζοσπαστικοποιηθεί.
Και σε ένα πολιτικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες οικονομικές υφέσεις, αυξανόμενη δυσπιστία προς το πολιτικό σύστημα, άνοδο των θεωριών συνωμοσίας, τη δυστοπία της πανδημίας και την αποδυνάμωση της αριστεράς, θα καταφέρει να βρει την επόμενη διέξοδο της προς την ακροδεξιά, όπως συμβαίνει και στον υπόλοιπο πλανήτη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις