Ο Mάνος Χατζηδάκις και οι απόψεις του για το λαϊκό τραγούδι
Όσα είπε σε μία από τις επιδραστικότερες συνεντεύξεις της σύγχρονης ελληνικής μουσικής
Πριν από 95 χρόνια ακριβώς, στις 23 Οκτωβρίου 1925, γεννιέται στην Ξάνθη ο Μάνος Χατζηδάκις.
Το 1945, στην καταστραμμένη από την γερμανική κατοχή Αθήνα, θα κάνει τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα πλάι στον σπουδαίο σκηνοθέτη Κάρολο Κουν, ενώ το 1948 σε ηλικία 23 χρονών, θα δώσει την ιστορική διάλεξη με την οποία, είναι ο πρώτος που φέρνει στο προσκήνιο το περιθωριοποιημένο, μέχρι τότε, ρεμπέτικο τραγούδι.
Στα επόμενα χρόνια ο Μάνος Χατζηδάκις αρχίζει να ξεχωρίζει με τις συνθέσεις του. Γράφει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο και τον Απρίλιο του 1961 κερδίζει το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για «Τα Παιδιά του Πειραιά», της ταινίας του Ζυλ Ντασέν, «Ποτέ την Κυριακή».
Λίγους μήνες νωρίτερα, στις 2 Ιουλίου 1960, ο Μάνος Χατζηδάκις μιλάει για το λαϊκό τραγούδι, στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και τον Γιώργο Κ. Πηλιχο.
Η συνέντευξή αυτή του Χατζηδάκι είναι μια από τις πιο επιδραστικές συνεντεύξεις στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής μουσικής καθώς οι τοποθετήσεις του για το ελληνικό τραγούδι θα κλονίσουν συθέμελα το ελληνικό τραγούδι και θα αποτελέσουν μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς.
«Το ρεμπέτικο τραγούδι όταν με απασχόλησε για πρώτη φορά, σε μια εποχή που ήμουν πολύ νέος για να έχω ελαττώματα ή προκαταλήψεις, δεν είχε ανακαλυφθή απ’ τον πολύ και τον καλό λεγόμενο κόσμο, η επιθεώρηση το αγνοούσε, όπως και όλοι εκείνοι που, εν τούτοις, σήμερα ζουν εν ονόματί του.
»Παράλληλα γύρω μου υπήρχε το λεγόμενο ελαφρό ελληνικό τραγούδι, ανόητο, αισθηματολογικό, ψεύτικό και τυποποιημένο.
»Ήταν επόμενο, αν και δεν είχα μια ζωή παράλληλη με τα απρόσιτα κέντρα που παίζανε τότε εκεί τα μπουζούκια, να με αρπάξη η δύναμή τους και το αληθινό τους ύφος.
»Γιατί τότε ο Τσιτσάνης τραγουδούσε ‘Θα πάω εκεί στην Αραπιά’ και μας συνειδητοποιούσε την ανάγκη που είχαμε όλοι μας να ξεφύγουμε απ’ τον γκρεμισμένο μεταπολεμικό κόσμο μας μ’ όλη εκείνη την απλότητα και την αφέλεια ενός αληθινού λαϊκού τραγουδιού».
»Γιατί την ίδια εποχή, ο Τσιτσάνης πάλι τραγουδούσε ‘Κουράστηκα αρχόντισσα για να σε αποκτήσω’ και μας γνώριζε με μία μεγαλοφυή απλότητα το ερωτικό ανικανοποίητο της νεανικής μας ηλικίας – για να αναφέρω δυό τραγούδια μέσα στα τόσα που γράφτηκαν εκείνο τον καιρό».
Η ιστορική διάλεξη για το Ρεμπέτικο
«Έτσι, ενθουσιάστηκα, φανατίσθηκα, είδα την αφετηρία τους και την προέκτασή τους και εμίλησα: Κουβάλησα κόσμο στο κέντρα τους, έπεισα φίλους να μεθύσουν απ’ τον γυάλινο ήχο αυτών των οργάνων κι έκανα μια διάλεξη το 1948, στο ‘Θέατρο Τέχνης’ για τα τραγούδια αυτά.
»Τότε όλοι γέλασαν, λέγοντας μου στο τέλος ότι μου ‘συγχωρούν την ιδιοτροπία μου για τα ρεμπέτικα και τα μπουζούκια’. Εγώ δεν απάντησα. Έγραψα τις «Έξη λαϊκές ζωγραφιές» και μετά δύο χρόνια, το 1950, τις παρουσίασα στο ‘Ρεξ’ με το ‘Ελληνικό Χορόδραμα’, παίζοντας σε δύο πιάνα ο Κουνάδης κι εγώ».
Το αρχοντορεμπέτικο και τα «φανταχτερά πουκάμισα»
»Από κει και πέρα έχοντας δικαιωθή, τα πράγματα πήραν μια άλλη όψη. Οι καιροσκόποι, οι έμποροι, οι επιχειρηματίες των επιθεωρήσεων, οι τραγουδοποιοί, μυριστήκανε κέρδη. Φορέσανε φανταχτερά πουκάμισα στους μπουζουκτσήδες, βάψανε τους λαϊκούς συνθέτες, δημιουργώντας τον όρο «αρχοντορεμπέτικο», που σημαίνει αηδές κατασκεύασμα λαϊκοφανούς τύπου με το ίδιο αισθηματολογικό περιεχόμενο της ελαφράς, λεγομένης μουσικής».
»Καταλαβαίνετε, βέβαια, πως σήμερα δεν υπάρχει λαϊκό τραγούδι, παρά μόνον ‘Αριστροκράτες του λαϊκού τραγουδιού’, ‘Δούκισσες’, ‘Ηλεκτρικά μπουζούκια’, ‘Σιγκοάλες’ κι ένα πλήθος υπόκοσμου της μουσικής με τεράστιες πράσινες και κόκκινες φωτεινές επιγραφές».
»Προσωπικά, επιμένω με την μουσική που γράφω να τοποθετήσω ξανά τα πράγματα στην θέση τους. Αλλά, δυστυχώς, αντί να γίνη μάθημα, η επιτυχία μου οδηγεί σε στείρες και ρηχές απομιμήσεις που ούτε τους κατασκευαστές τους αναδεικνύουν σε συνθέτες, ούτε – το χειρότερο – την μουσική ωφελούν και προωθούν».
Ο Μάνος Χατζηδάκις δήλωσε αυτό ακριβώς που πίστευε, αδιαφορώντας για το ποιοι θα ενοχληθούν και αν τα λεγόμενά του θα διαταράξουν τις πολύτιμες για τόσους άλλους στο χώρο του θεάματος «δημόσιες σχέσεις».
Έτσι, όταν του ζητείται η γνώμη του για τους άλλους έλληνες συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού της εποχής εκείνης απαντά:
« Παρ’ όλο που η ερώτηση αυτή καθ’ εαυτή λεπτή, δεν θα διστάσω να εκφράσω τις αληθινές μου απόψεις, διότι το θέμα του τραγουδιού με ενδιαφέρει πέρα απ’ την προσωπική μου επιτυχία.
»Δεν νομίζω ότι οι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού με ενδιαφέρει πέρα απ’ την προσωπική μου επιτυχία. Δεν νομίζω ότι οι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού έχουν την σοβαρότητα και την ευθύνη της δουλειάς τους.
»Υπάρχουν βέβαια ένα – δυό αξιόλογοι και υπεύθυνοι συνθέτες ελαφρού τραγουδιού, που όμως δεν κατάφεραν ν’ αλλάξουν την από χρόνια υπάρχουσα κατάσταση.
»Όλοι οι άλλοι είναι ανεπαρκείς, μέχρι χθες κομπλεξικοί απέναντι της αντίστοιχης μουσικής άλλων χωρών, σήμερα κυνηγοί, παρά τις οποιεσδήποτε αντιλήψεις τους, ευκόλων επιτυχιών και εντελώς ανίκανοι να αντιληφθούν την σημασία που έχει για ένα τόπο η σωστή και συνεπής τοποθέτηση κάθε καλλιτέχνη απέναντι σε αυτό που υπηρετεί. Παράλληλα έχουν όλοι ένα κοινό χαρακτηριστικό: Δεν γνωρίζουν μουσική!»
Στις αντιρρήσεις που πρόβαλε ο Γ. Κ. Πηλιχός σημειώνοντας ότι τα λόγια αυτά δεν θα μπορούσαν να αφορούν και συνθέτες όπως ο Χαιρόπουλος και ο Αττίκ που έχουν αναγνωρισθή «σαν συνθέτες του ολίγου αλλά εκλεκτού κόσμου», ο Χατζηδάκις απάντησε:
«Κατ’ αρχήν δεν πιστεύω πως το καλό τραγούδι είναι για τους λίγους. Άλλωστε, τα καλά τραγούδια του Αττίκ και του Χαιρόπουλου τραγουδήθηκαν αρκετά και από όχι λίγους.
»Προσωπικά εγώ ο ίδιος, σ’ αυτά τα τραγούδια δεν βλέπω παρά μόνον μια αισθηματολογία ‘διακριτικού τύπου’, θα έλεγα. Δεν παραδέχομαι παρά μια ελάσσονα διάθεση, που ξεφεύγει από τα αληθινά λαϊκά βιώματα. Γι’ αυτό και παραμένουν ‘τραγούδια για λίγους’ όπως αυτάρεσκα τιτλοφορούνται».
Ο Δημήτρης Ψαθάς
Όπως ήταν αναμενόμενο η ειλικρίνεια και ο αυθορμητισμός του Μάνου Χατζηδάκι προκάλεσαν τεράστιες αντιδράσεις. Λίγες ημέρες αργότερα ο Δημήτριος Ψαθάς, σχολιάζει στα «ΝΕΑ» της 11ης Ιουλίου 1960.
«Ελαφρώς μούσκεμα τα έκανε μάλλον ο Μάνος Χατζηδάκις με την συνέντευξή που έδωσε στον συνάδελφο κ. Γ. Πηλιχό, στον ‘Ταχυδρόμο’, και διέγραψε με μια μονοκονδυλιά, περίπου, όλους τους συναδέλφους του, χαρακτηρίζοντάς τους σαν ‘μουσικώς αμόρφωτους’.
»Ήταν πολύ φυσικό, λοιπό, να ξεσηκωθούν όλοι και να του ψάλουν τον αναβαλλόμενο σε μια στιγμή, μάλιστα που ο προικισμένος αυτός συνθέτης κατέκτησε την μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό και βρίσκεται, στο απόγειο της δόξας του.
»Ομολογώ ότι κι εγώ απόρησα όταν διάβασα την συνέντευξη αυτή (…) γιατί ο θριαμβευτής των ημερών αυτών, ίσως συνεπαρμένος απ’ τον θρίαμβο του στο Παρίσι, δεν αναγνώριζε την προσφορά σχεδόν κανενός άλλου συναδέλφου του και διέγραψε συγχρόνως όλες τις άλλες εκτελέστριες τραγουδιών εκτός από την συμπαθέστατη, κατά τ’ άλλα, Μούσχουρη».
»Εισπράττει λοιπόν, τώρα ο ταλαίπωρος, τα επίχειρα της αστοχίας του και δεν τον ξεπλένει ουδέ της Καλλιρόης το ποτάμι. Το τι του σέρνουν…είναι άλλο πράμμα!»
Δώδεκα χρόνια μετά
Στις 16 Δεκεμβρίου 1972, ο Γιώργος Κ. Πηλιχός ξανασυναντά τον Μάνο Χατζηδάκι, αυτή τη φορά για λογαριασμό των «ΝΕΩΝ». Η συζήτησή του εκείνη, που γίνεται με την αφορμή της κυκλοφορίας του δίσκου του «Ο Μεγάλος ερωτικός», πηγαίνει και στη συνέντευξη εκείνη του 1960.
Πηλιχός: «Είχατε εκφράσει ορισμένες πολύ τσουχτερές απόψεις για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Νομίζετε ότι η κατάσταση είναι διαφορετική;»
Χατζηδάκις: «Επειδή τότε εκείνη η συνέντευξη δημιούργησε παρεξηγήσεις, διότι διαφορετικά πράγματα εννοούσα από εκείνα που τοποθετήθηκαν στην αντίληψη του κόσμου, δεν θ’ απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα, άσχετα αν η απάντηση μπορούσε να είναι ευχάριστη ή δυσάρεστη κατά τη γνώμη των πολλών».
»Άλλωστε μέσα από το έργο μου εκφράζω κάθε φορά τις απόψεις μου γι’ αυτά τα θέματα. Από την ώρα που εγώ παραδέχομαι ότι αυτό που κάνω εκφράζει τις αντιλήψεις μου για το τραγούδι, τη μουσική γενικώτερα, για ποιο λόγο να αναλύωμαι σε λεπτομέρειες, επεξηγήσεις, χαρακτηρισμούς που μπορεί να δώσουν αφορμή σε παρεξηγήσεις».
»Τότε στην πρώτη συνέντευξη, ίσως γιατί ήμουν πιο νέος είχα ιερποστολική διάθεση! Σήμερα δεν τη διαθέτω!… Γιατί στο μεταξύ, μέσα στα χρόνια της ωριμότητας διεπίστωσα ότι το να κάνη κανείς τη δουλειά του, είναι μια απάντηση σε οποιοδήποτε ερώτημα που αφορά και τη δουλειά τη δική του και τη δουλειά των άλλων!»
Ήταν 1972 και ο 47χρονος τότε Μάνος Χατζηδάκις συνέχισε να δημιουργεί και να δίνει απαντήσεις με τη δουλειά του. Ακολουθεί, το 1973, η ίδρυση του Μουσικού Θεάτρου – Καφενείου «Πολύτροπον», η διεύθυνση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και η διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος του κρατικού ραδιοφώνου ως το 1982. Το 1989 ιδρύει, με στόχο την παρουσίαση έργων κλασικών και σύγχρονων συνθετών, την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Φεύγει από τη ζωή στις 15 Ιουνίου 1994, σε ηλικία 69 ετών.
Από το 1945 που γνώρισε τον Νίκο Γκάτσο, τον Κάρολο Κουν, τον Νάνο Βαλαωρίτη και άλλους σπουδαίους του ελληνικού πνεύματος στο πατάρι του Λουμίδη, στη γωνία των οδών Αιόλου και Πανεπιστημίου, θα αφήσει με τις συνθέσεις, τις ιδέες και τις πράξεις του, ανεξίτηλο το σημάδι του στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις