Έρευνα : Καταρρέει ο λαϊκισμός στην Ευρώπη, αλλά ενισχύεται το αντιμεταναστευτκό ρεύμα
Έρευνα διαπίστωσε μείωση των λαϊκιστικών τάσεων κατά τη διάρκεια του 2020 και στις οκτώ χώρες που συμμετείχαν σε αυτή
- Με αλλεπάλληλες μαχαιριές η δολοφονία στο ξενοδοχείο στην Καλαμάτα - Ομολόγησε ο 35χρονος
- ΗΠΑ: Κρίσιμο 48ωρο – Ο Τραμπ οδηγεί τη χώρα σε… shutdown
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
Η δημοτικότητα των λαϊκιστικών πεποιθήσεων στην Ευρώπη έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πτώση κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς, σύμφωνα με εκτεταμένη έρευνα του YouGov. Σε μια σειρά από χώρες, λιγότεροι άνθρωποι τείνουν να συμφωνούν με κρίσιμες δηλώσεις που έχουν σχεδιαστεί για να υπολογίζουν το λαϊκισμό.
Το YouGov-Cambridge Globalism Project, μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 26.000 άτομα σε 25 χώρες και σχεδιάστηκε από κοινού με τον Guardian, έδειξε μια μεγαλύτερη ή μικρότερη φθίνουσα τάση του λαϊκισμού και στις οκτώ ευρωπαϊκές χώρες που εξετάστηκαν και την περσινή χρονιά.
Πολιτικοί επιστήμονες εξέφρασαν την έκπληξή τους για το μέγεθος της πτώσης, όμως τόνισαν ότι από τη στιγμή που ένας από τους κύριους λόγους που οδήγησαν σε αυτή θα πρέπει να είναι η πανδημία του κοροναϊού, ενδέχεται ο λαϊκισμός να ανακάμψει όταν η κρίση μετατραπεί από υγειονομική σε οικονομική.
«Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τον κοροναϊό σαν ένα ηφαίστειο», εξηγεί ο Ματίς Ροντούιν, πολιτικός κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ με ειδίκευση στο λαϊκισμό. «Έχει επιφέρει σοβαρό πλήγμα στο λαϊκισμό, όμως θα του αφήσει γόνιμο έδαφος για το μέλλον».
Ο λαϊκισμός, ο οποίος παρουσιάζει την πολιτική ως μάχη μεταξύ των καθημερινών ανθρώπων και των διεφθαρμένων ελίτ, αναπτύχθηκε ραγδαία ως πολιτική δύναμη, με την υποστήριξη σε λαϊκιστικά κόμματα στις εθνικές εκλογές σε όλη την Ευρώπη, σκαρφαλώνοντας από το 7% έως πάνω από το 25% μέσα σε 20 χρόνια.
Οι λαϊκιστές ηγέτες που ανήκουν κατά κανόνα στην ακροδεξιά, όπως ο Ιταλός Ματέο Σαλβίνι, η Γαλλίδα Μαρίν Λεπέν, ο Ούγγρος Βίκτορ Ορμπάν ή ο Σουηδός Τζίμι Άκεσον, είδαν τη δημοτικότητά τους να εκτοξεύεται και τα κόμματά τους να συμμετέχουν σε κυβερνήσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, ανακάλυψε ότι στη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Δανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Πολωνία, την Ισπανία και τη Σουηδία – αλλά και στην Αυστραλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ – λιγότεροι άνθρωποι συμφωνούσαν με τη δήλωση «η δύναμη ορισμένων ειδικών συμφερόντων εμποδίζει την πρόοδο της χώρας μας».
Σε κάποιες χώρες η υποχώρηση ήταν ουσιαστική: Από το 33% στο 22% στη Δανία, 9 ποσοστιαίες μονάδες στη Βρετανία και τη Γερμανία, 8 στη Γαλλία, 6 στην Ιταλία και 4 στην Πολωνία.
Η έρευνα ανακάλυψε αντίστοιχες ουσιαστικές μειώσεις στη συμφωνία με άλλες δηλώσεις σχεδιασμένες για τη μέτρηση της δημοτικότητας λαϊκιστικών πεποιθήσεων. Συγκεκριμένα 20% λιγότεροι Δανοί και 15% λιγότεροι Γερμανοί πιστεύουν πλέον ότι «πολλές σημαντικές πληροφορίες αποκρύπτονται σκόπιμα από το κοινό εξαιτίας συγκεκριμένων συμφερόντων».
Σημαντικές πτώσεις καταγράφηκαν και στη συμφωνία με την άποψη ότι «η χώρα μου αποτελείται από απλούς ανθρώπους και διεφθαρμένες ελίτ που τους εκμεταλλεύονται», με 11% λιγότερους Δανούς, 9% λιγότερους Γερμανούς, 7% λιγότερους Ιταλούς και 5% λιγότερους Γάλλους να την υποστηρίζουν σε σχέση με πέρσι.
Η έρευνα διαπίστωσε και μια μικρότερη μείωση της δημοτικότητας της άποψης ότι «η θέληση του λαού θα έπρεπε να είναι η σημαντικότερη αρχή για την πολιτική αυτής της χώρας», την οποία υποστηρίζουν 3% λιγότεροι Γερμανοί, 2% λιγότεροι Ιταλοί και 8% λιγότεροι Πολωνοί.
Όμως τα επίπεδα υποστήριξης σε αυτή και άλλες λαϊκιστικές απόψεις παραμένουν υψηλά σε πολλές χώρες. Σε επτά από τις οκτώ ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν, το 60% – 74% των συμμετεχόντων συμφώνησε ότι η «βούληση του λαού» θα πρέπει να κυριαρχεί.
Σημαντικές διαφορές παραμένουν μεταξύ των διαφορετικών χωρών. Το 56% των συμμετεχόντων από τη Γαλλία και το 66% στην Ισπανία, για παράδειγμα, συμφώνησαν ότι η χώρα τους διχάζεται μεταξύ απλών ανθρώπων και διεφθαρμένων ελίτ, ενώ στη Σουηδία και τη Δανία το ποσοστό κινήθηκε στο 34% και 18% αντίστοιχα.
Ο Ρόντουιν δήλωσε στον Guardian ότι τα ευρήματα της έρευνας αντανακλούν τις δημοσκοπήσεις για την υποστήριξη σε λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα στη διάρκεια των τελευταίων μηνών. Ο ίδιος διακρίνει αρκετούς σημαντικούς λόγους για τη μείωση των υποστηρικτών των λαϊκιστικών απόψεων. Όλοι τους συνδέονται με την πανδημία του κοροναϊού.
«Υπάρχουν στοιχεία μεγαλύτερης εμπιστοσύνης προς την επιστήμη, τους πολιτικούς και τους ειδικούς – η αίσθηση ότι μόνο εκείνοι μπορούν να μας βοηθήσουν», εξηγεί. «Μια πεποίθηση, ενδεχομένως, ότι μια παγκόσμια υγειονομική κρίση δεν είναι μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας θα θέλαμε απαραιτήτως η εξουσία να επιστρέψει στο λαό».
Τα λαϊκιστικά κόμματα σε αρκετές χώρες έχουν υποφέρει και από την αυξημένη βραχυπρόθεσμη υποστήριξη προς τις κυβερνήσεις, σημειώνει, ενώ παράλληλα η δημοτικότητά τους έχει πληγεί από την αδυναμία τους να τηρήσουν μια συνεπή στάση σε σχέση με τη διαχείριση του ιού, αλλάζοντας απόψεις γύρω από ζητήματα όπως το κλείσιμο των συνόρων και τα lockdown.
Τέλος, καταλήγει ο Ρόντουιν, το μέγεθος της κρίσης σημαίνει ότι τα λαϊκιστικά κόμματα και οι απόψεις τους απλώς δεν μπορούσαν να τραβήξουν την προσοχή όσο παλιότερα, ιδιαιτέρως στα πρώτα στάδια της κρίσης.
Ωστόσο, προειδοποιεί, η πτώση του λαϊκισμού πιθανότατα θα είναι προσωρινή. «Τα πράγματα ήδη αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς με το δεύτερο κύμα», τονίζει ο Ρόντουιν στον Guardian. «Οι θεωρίες συνωμοσίας αποκτούν μεγαλύτερη δημοτικότητα. Οι πληθυσμοί διχάζονται όλο και περισσότερο γύρω από τα μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις».
«Είναι μια ευκαιρία για τους λαϊκιστές. Ήδη αρκετά ακροδεξιά λαϊκιστικά κόμματα φαίνονται να τα πηγαίνουν καλύτερα στις δημοσκοπήσεις.
Η έρευνα έδειξε σημαντικά χαμηλότερη κινητικότητα μεταξύ των Αμερικανών ψηφοφόρων, όπου η μείωση της υποστήριξης προς τους λαϊκιστές κινήθηκε από το 2% έως το 4%, ενώ μία άποψη («Οι άνθρωποι με τους οποίους διαφωνώ πολιτικά απλώς είναι κακά ενημερωμένοι) να σημειώνει άνοδο 5% σε σχέση με το 2019.
Επιπλέον, η μελέτη διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι έχουν εν γένει απομακρυνθεί από την άποψη ότι το κόστος της μετανάστευσης ξεπερνά τα πλεονεκτήματά της. Παράλληλα, όμως, η στάση απέναντι στη μετανάστευση έχει σκληρύνει σε σχέση με πέρσι.
Συγκεκριμένα, όταν ερωτήθηκαν για την πιθανότητα μελλοντικής μετανάστευσης στη χώρα τους, τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετεχόντων σε επτά από τις οκτώ ευρωπαϊκές χώρες δήλωσαν ότι ο αριθμός των μεταναστών θα πρέπει να περιοριστεί. Στη Γαλλία, το 51% δήλωσε ότι η μετανάστευση θα πρέπει να περιοριστεί στο μέλλον, σε σχέση με το 36% το 2019.
Το αντιμεταναστευτικό αίσθημα παραμένει ισχυρό με τη μεγαλύτερη συνέπεια στη Σουηδία, όπου το 65% πιστεύει ότι θα πρέπει να περιοριστεί στο μέλλον ο αριθμός των μεταναστών που γίνονται δεκτοί στη χώρα στο μέλλον, σε σχέση με το 58% της προηγούμενης χρονιάς. Αντίστοιχα στοιχεία προέκυψαν και για την Ιταλία (64% φέτος σε σχέση με 53% πέρσι).
Η χώρα με τα πιο έντονα αντιμεταναστευτικά αισθήματα ήταν η Ελλάδα, που συμπεριλήφθηκε φέτος για πρώτη χρονιά στην έρευνα. Σχεδόν τέσσερις στους πέντε πιστεύουν ότι η μετανάστευση πρέπει να περιοριστεί, με το 62% να υποστηρίζει ότι πρέπει να περιοριστεί «κατά πολύ».
Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που συμμετείχαν, μόνο η Πολωνία δεν σημείωσε αυτή την τάση, με το 32% να επιθυμεί περιορισμό των μεταναστών σε σχέση με το 37% το 2019.
Ο Ροντουίν υποπτεύεται ότι ο κοροναϊός έπαιξε ρόλο και στη στάση απέναντι στη μετανάστευση, με τους φόβους των πολιτών για τις συνέπειες του lockdown αλλά και για το ενδεχόμενο οι μελλοντικές μεταναστευτικές ροές να απειλήσουν τη δημόσια υγεία να αυξάνουν τα ξενοφοβικά αισθήματα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις