Ελευθέριος Βενιζέλος : Ο γενάρχης του πολιτικού μας πεπρωμένου
Πήρε το λαό απ’ το χώμα και τον ύψωσε. Αυτό είναι όχι μόνο πράξη πολιτική αλλά και πράξη εθνική μεγάλου βεληνεκούς, είναι και πράξη πολιτιστική, γιατί όταν ένας λαός ελευθερώνεται απ’ το εγώ του, γεννάει πολιτισμό
«Μια μεγάλη πολιτική νευρικότητα κατείχε τότε την Αθήνα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε δηλώσει τόσες φορές και σ’ όλους τους τόνους ότι τραβήχτηκε οριστικά από την πολιτική και που ζούσε, μετά την μεγάλη εκλογική του ήττα της 1 Νοεμβρίου 1920, σχεδόν συνεχώς στο εξωτερικό, ξαφνικά παρατούσε τη μετάφραση του Θουκυδίδη, γυρνούσε απρόσκλητος και απροσδόκητος στην Ελλάδα, ξαναωργάνωνε μονομιάς το παλιό του κόμμα και αναλάβαινε την αρχηγία του […]. Ήδη παντού γινόταν λόγος για τον Πρόεδρο […]. Η λέξη, έτσι χωρίς να συνοδεύεται από κανένα όνομα, δήλωνε αυτόν και όλοι το ήξεραν. Αρχηγός, σωτήρας, σύμβολο της μισής Ελλάδας, Σατανάς για την άλλη μισή, ήταν οπωσδήποτε για όλους ο Πρόεδρος των ελληνικών ζητημάτων, ο άξονας που γύρω του ξανάρχιζε να στροβιλίζεται το έθνος […]. Η παρουσία του έφτανε για να αναστατώση τα πάντα, σα να ανάδινε η παρουσία αυτή κάποιο μυστηριώδες ρεύμα, που τράνταζε μονομιάς όλες τις δυνάμεις του εθνικού οργανισμού, τις δυνάμεις της πίστης και του ηρωισμού, της περιπέτειας και της αρπαγής, της δημιουργίας και της διάλυσης, της μοχθηρίας και του φθόνου. Όλες οι ζωικές ορμές, που κοιμόντανε αχρησιμοποίητες, ξυπνούσανε πάλι και κοχλάζανε δυνατά στα ρόδινα ακρογιάλια της Ανατολικής Μεσογείου: Βενιζέλος! Βενιζέλος!
[…] Ένα ζωντανό παραμύθι, χτεσινό μόλις, μα σκεπασμένο κιόλας από τη ρουτίνα της μέτριας ζωής, γέμιζε ξαφνικά την ατμόσφαιρα με τις χτυπητές εικόνες του, με αναμνήσεις εντατικών αγώνων, με νοσταλγίες ιδανικών […] Οι θελήσεις τεντωνόντανε πάλι για καινούργιες προσπάθειες ή για έναν καινούργιο διχασμό. Η νέα πολιτική ιεραρχία, που μόλις είχε δημιουργηθή, αναποδογύρισε αμέσως. Η πρώτη γραμμή του πολιτικού κόσμου υποχώρησε αυτόματα στο πίσω μέρος της σκηνής. Στην πρώτη γραμμή στεκότανε ο Πρόεδρος, μοναχός του. Άλλος δε χωρούσε δίπλα του. Διαλυότανε κόμματα, ιερές συμμαχίες, ατονούσαν σχέδια δράσης και προγράμματα, που είχαν καταστρωθή με μύριους κόπους και θυσίες. Αυθόρμητα οι Έλληνες ξανάπαιρναν θέση στις παλιές, στις φυσικές παρατάξεις τους, που τις νόμιζαν ότι έλειψαν για πάντα, ξαναγινόντανε βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί […]
[…] Μια μέρα, που δεν είναι ίσως μακρινή, η λέξη βενιζελισμός δε θα σημαίνει μονάχα μια πολιτική παράταξη, αλλά ένα σύνολο από τρόπους της σκέψης, μέθοδες δράσης, ψυχικές καταστάσεις, έθιμα, μόδες μιας περασμένης εποχής. Γιατί ο βενιζελισμός ξεπερνά πλατιά τα όρια της πολιτικής και πλημμυρά ολόκληρη την ελληνική ζωή των ημερών μας. Δεν είναι ούτε κόμμα ούτε σχολή με συγκεκριμένες αρχές και επιδιώξεις. Ίσια-ίσια συχνά διάψευσε τις ιδέες, που διακήρυττε, και συχνά άλλαζε ολότελα τους σκοπούς του. Είναι […] κάτι βαθύτερο και καθολικώτερο από όλα αυτά, μια πηγαία δημιουργική δράση, που εκδηλώθηκε ταυτόχρονα σ’ όλους τους κλάδους της ελληνικής ζωής επιβάλλοντας παντού έναν τόνο δικό της. Είναι, θα έλεγα, η εκδήλωση της ανάγκης του έθνους να κάνη κάτι, να βγη από το μαρασμό, να ελευθερώση και να συγκεντρώση όλες τις δυνάμεις τους και να πραγματοποιήση οπωσδήποτε ό,τι μπορεί καλύτερο, μέσ’ στο πλαίσιο αυτής της εποχής, εκμεταλλευόμενο όλες τις περιστάσεις […]
Υπάρχουν πολλά συγκεχυμένα πράματα στην αφετηρία του βενιζελισμού […] Υπάρχει […] μια ανάγκη ανόρθωσης, μια ανάγκη κίνησης και αγώνων, μια δεύτερη άρνηση της ρουτίνας του παρελθόντος, ένα αίτημα γενικής αλλαγής. Και δεν πρόκειται μονάχα για μια αλλαγή θεσμών και συνταγματικών διατάξεων, αλλά κυρίως για μια αλλαγή εσωτερική: απόκτηση αυτοπεποίθησης, ένταση των θελήσεων του έθνους, ξεκίνημα προς ένα καλύτερο μέλλον. Υπάρχει παράλληλα και μια αρκετά αόριστη τάση προς την πνευματική και κοινωνική πρόοδο, ένα είδος ελληνικού ριζοσπαστισμού, άλλοτε συνειδητού και άλλοτε ασυνείδητου. Υπάρχει βέβαια και ο απελευθερωτικός εθνικισμός, που δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο της πολιτικής μας ζωής, αφού αυτός υπήρξε το κίνητρο όλης της δράσης μας στο ΙΘ΄ αιώνα. Αλλά ο βενιζελικός εθνικισμός, πολύ δυνατότερος από τις προηγούμενες εθνικιστικές κινήσεις, εγκαταλείπει οριστικά τον αναιμικό ρομαντισμό των παλαιών ελληνικών κυβερνήσεων και στηρίζει, για πρώτη φορά, την ελληνική πολιτική σε μια οξυδερκή εκτίμηση της πραγματικότητας, σε σίγουρες συμμαχίες, σε μια θετική χρησιμοποίηση των εθνικών δυνάμεων. Η εμφάνιση του Βενιζέλου στην Ελλάδα σημειώνει ασφαλώς μια αλλαγή νοοτροπίας».
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του λογοτέχνη και νομικού Γιώργου Θεοτοκά «Αργώ»
«Ήταν γεμάτος από ζωή και φωτιά και δράση και μαχητικότητα. Η ομιλία του, όταν μιλούσε, ήταν χείμαρρος, τα επιχειρήματά του πειστικά, ασυζήτητα. Είχε έναν τρόπο να κόβει τον αέρα με το χέρι του, που έκοβε και κάθε αμφιβολία, αν έκανε να ξυπνήσει καμιά στον ακροατή του. Το πρόγραμμά του θετικό, κρυστάλλινο, ήταν αποφασισμένος να το εκτελέσει, να παλέψει, να σκοτωθεί, μα να το φέρει σε πέρας, να το επιβάλει. Εμπνευσμένος, έβλεπε πραγματοποιήσιμη μια Μεγάλη Ελλάδα. Κ’ εννοούσε τ’ όνειρό του να το κάνει πραγματικότητα».
Απόσπασμα από το αρχείο της συγγραφέως Πηνελόπης Δέλτα, «Αναμνήσεις: 1915-Αλεξάνδρεια»
«Γιατί τον μισούσαν τόσο πολύ a priori; Γιατί, απλούστατα, ο Βενιζέλος στο μικρό, αλλά ζωντανό και ηρωικό περιβάλλον του, έδρα, ενώ αυτοί λογοκοπούσαν. Σ’ αυτή την αντίθεσι βρίσκεται το κλειδί του μίσους, που φούντωσε σιγά-σιγά σε φλόγες τεράστιες, έτοιμες να κάμουν στάχτη την Ελλάδα. Και αυτός είνε ο κύριος κόμπος του μεγάλου εθνικού δράματος: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έβαζε όλο το βάρος της ζωής στην πράξι… Αυτοί χόρταιναν με λόγια».
Απόσπασμα από άρθρο του δημοσιογράφου, λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά για το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 20 Μαρτίου 1936, με τίτλο «Ο μεγάλος νεκρός – Τα κλειδιά του μίσους»
«Έφτιαξε απ’ την καθημερινή ζωή των Ελλήνων, από ταπεινό και φτωχό υλικό, ένα μέγιστο εθνικό ιδεώδες και αποσφράγισε στις καρδιές και στο νου τους τις αρχαίες πηγές της μεγαλοσύνης, της κοινότητας και της πρωταρχίας του Έθνους μπροστά στο άτομο. […]
Πήρε το λαό απ’ το χώμα και τον ύψωσε. Αυτό είναι όχι μόνο πράξη πολιτική αλλά και πράξη εθνική μεγάλου βεληνεκούς, είναι και πράξη πολιτιστική, γιατί όταν ένας λαός ελευθερώνεται απ’ το εγώ του, γεννάει πολιτισμό. Η Γενιά του ’30 στα γράμματά μας και στις Καλές Τέχνες είναι του Βενιζέλου γέννημα, με τις δικές του δόξες και με τις δικές του οδύνες μάς διασώθηκε. Ο Βενιζέλος μνημείωσε μια περίοδο της Ιστορίας μας, τη δική του, τη σφράγισε και τη δικαίωσε με τον τρόπο του. […]
Αν ο Βενιζέλος δεν είχε υπερβεί την περιοχή του συνειδητού και τίμιου πολιτικού που είναι ο τοποτηρητής και ο διαχειριστής των εθνικών συμφερόντων και δεν είχε σταθεί οδηγός κι εμψυχωτής του έθνους, εκφραστής της ιστορικής του μοίρας, δεν θα είχε στοιχειώσει τη ζωή μας. Δεν αρκούν για να υψώσουν την Ιστορία μας οι καλοί διαχειριστές. Χρειάζονται οι εμπνευσμένοι διαχειριστές, οι οδηγοί με τα μεγάλα ιδανικά που να μπορούν να τα κάνουν να εισχωρήσουν μέσα στο αίμα του λαού. Ο Βενιζέλος μπόρεσε. Κι έτσι, χωρίς προπαγάνδα, με τρόπο ελεύθερο, φυσιολογικό θα έλεγε, σφράγισε τη ζωή των Ελλήνων, ακόμη και των παιδιών που αντίκρυσαν σε κάποιες στιγμές στο πρόσωπό του, τη μορφή την ακέρια της πατρίδας τους».
Αποσπάσματα από κείμενο του πεζογράφου, δοκιμιογράφου και εκδότη Κώστα Ε. Τσιρόπουλου με τίτλο «Ελευθέριος Βενιζέλος – Ή η ανάγκη των μεγάλων ιδανικών»
«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, γενάρχης πεπρωμένων. Η πιο χαρακτηριστική φυσιογνωμία, δηλαδή το προϊόν της επαναστάσεως του Γουδή, το 1909, και το ρεύμα εκείνο το πολιτικό το οποίο προσπάθησε ή έθεσε με όρους πολιτικά εφικτούς το ζήτημα του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας μας. Από εκεί και πέρα δεν έχουμε διαφοροποιήσεις ουσιαστικές από αυτό που έθεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και από αυτό στο οποίο αντιπαρατάχθηκε. Υπό την έννοια αυτή ο γενάρχης του πολιτικού μας πεπρωμένου είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ανεξαρτήτως του ότι υπήρξαν αξιόλογοι μετά πολιτικοί, με σοβαρές οπτικές. Αλλά το κρίσιμο σημείο αναφοράς είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος».
Αναφορά του φιλοσόφου και συγγραφέα Στέλιου Ράμφου στον Ελευθέριο Βενιζέλο κατά τη διάρκεια συνεντεύξεώς του στην εκπομπή «Στα άκρα» με τη Βίκυ Φλέσσα, στη ΝΕΤ, 10 Φεβρουαρίου 2012
Στις 30 Οκτωβρίου 1930 υπεγράφη στην Άγκυρα από τους Ελευθέριο Βενιζέλο και Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ το Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας και Διαιτησίας, ως επιστέγασμα της προσεγγίσεως των δύο μεγάλων αυτών προσωπικοτήτων.
*Η πηγή από την οποία άντλησα τα ανωτέρω κείμενα είναι ο εξαίρετος διαδικτυακός τόπος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» (venizelos-foundation.gr).
- Συρία: Ο ηγέτης των SDF προτείνει τη δημιουργία «αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης » στο Κομπάνι
- Επενδύσεις: Οι 6 κανόνες της UBS για το 2025 – Τι αλλαγές θα γίνουν στις γιορτές
- Guinness: Πλαφόν διανομής για να μην στερέψουν τα βαρέλια
- Στα «ΝΕΑ» της Τετάρτης: Ευχές και ψίθυροι
- Παρί – Ρεάλ Μαδρίτης 85-96: «Βασιλική» απόδραση από το Παρίσι
- Χριστούγεννα στα… λευκά – Ποιες περιοχές θα δουν χιόνια