Τάσος Λειβαδίτης : Όσα δε ζήσαμε αυτά μας ανήκουν…
Και μόνο εκείνη η γυναίκα, θα 'ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά, πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά, την πιο μεγάλη ερωτική πράξη μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της
Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
Τάσος Λειβαδίτης, απόσπασμα από τη συλλογή Καντάτα (1960)
«διογενές Λαερτιάδη, πολυμήχαν’ Οδυσσεύ,
ίσχεο, παύε δε νείκος ομοιίου πολέμοιο,
μη πως τοι Κρονίδης κεχολώσεται ευρύοπα Ζευς»
ως φάτ’ Αθηναίη, ο δ’ επείθετο, χαίρε δε θυμώ.
όρκια δ’ αυ κατόπισθε μετ’ αμφοτέροισιν έθηκε
Παλλάς Αθηναίη, κούρη Διός αιγιόχοιο,
Μέντορι ειδομένη ημέν δέμας ηδέ και αυδήν.*
Ομήρου Οδύσσεια, ω
Αηδίες—ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού
υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ό,τι ζήσαμε
χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε
αυτά μας ανήκουν…
Τάσος Λειβαδίτης, απόσπασμα από τη συλλογή 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963)
Ο Τάσος (Παντελεήμων – Αναστάσιος) Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία του Μεταξουργείου, στις 20 Απριλίου 1922 και πέθανε στον ίδιον τόπο στις 30 Οκτωβρίου 1988.
*«Γιε του Λαέρτη, του Διός βλαστέ, πανούργε Οδυσσέα,
κράτα τη μάνητά σου πια του φοβερού πολέμου, μήπως
του Κρόνου ο γιος, ο Δίας βροντόφωνος, εξοργιστεί μαζί σου».
Έτσι του μίλησε η θεά, κι εκείνος άκουσε τον λόγο της κι αλάφρωσε
από χαρά η καρδιά του. Τότε η Παλλάδα Αθηνά, η θυγατέρα
του αιγίοχου Δία, βάζει τους δυο στρατούς να κάνουν
όρκους συμφιλίωσης, και για το μέλλον —
με τη μορφή του Μέντορα κυκλοφορούσε, ίδια στην όψη, ίδια στη φωνή.
(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης, 2006)
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις