ΗΠΑ : Από την πανδημία του κοροναϊού σε πανδημία αφροδίσιων νοσημάτων;
Οι υγειονομικές αρχές πιστεύουν ότι η συντριπτική μείωση των κρουσμάτων ΣΜΝ κατά τη διάρκεια της πανδημίας σηματοδοτεί την «αθόρυβη» εξάπλωσή τους
Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, τα κρούσματα ασθενειών όπως τα χλαμύδια, η γονόρροια και η σύφιλη, που αναμενόταν να σημειώσουν αριθμούς-ρεκόρ το 2020 σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, έχουν αντιθέτως μειωθεί συντριπτικά.
Η είδηση θα ήταν ευχάριστη. Είναι βέβαιο ότι τα μέτρα κατά της πανδημίας, που κράτησαν τους ανθρώπους μακριά από τα μπαρ και το ευκαιριακό σεξ χωρίς προφυλάξεις συνέβαλε σε αυτό, όπως δείχνουν και σχετικές μελέτες.
Όμως η τόσο σημαντική μείωση στην πραγματικότητα είναι κακή εξέλιξη, προειδοποιούν ειδικοί της αναπαραγωγικής και σεξουαλικής υγείας. Όπως τονίζουν, η πανδημία έχει δημιουργήσει σοβαρά εμπόδια στις προσπάθειες περιορισμού των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ), τα οποία αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως μπορούν να προξενήσουν βλάβες όπως η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου, χρόνιους πόνους, υπογονιμότητα ή ακόμη και τυφλότητα ή θανάτους νεογέννητων. Οι χαμηλοί αριθμοί των κρουσμάτων δεν αντιστοιχούν σε πραγματική τους μείωση, αλλά στο γεγονός ότι πολλά από αυτά παραμένουν αδιάγνωστα.
Μείωση των κρουσμάτων – αλλά και μείωση των τεστ
Σε όλο το εύρος των ΗΠΑ, οι υπάλληλοι ιχνηλάτησης ασθενειών όπως η γονόρροια και η σύφιλη, που ήταν ήδη λιγότεροι από ό,τι θα έπρεπε, πλέον έχουν αποσπαστεί σε μονάδες ιχνηλάτησης κοροναϊού. Το 80% των κλινικών που ασχολούνται με εξετάσεις σεξουαλικής υγείας αναφέρουν ότι αναγκάστηκαν να μειώσουν το ωράριό τους ή να κλείσουν ολοκληρωτικά για κάποιο διάστημα στη διάρκεια της πανδημίας, σύμφωνα με νέα έρευνα του National Coalition of STD Directors. Στη Νέα Υόρκη μόνο μία από τις οκτώ σχετικές κλινικές λειτουργούσε την άνοιξη, ενώ πλέον ο αριθμός τους έχει ανέβει μόλις στις τρεις.
Πολλοί γιατροί συμφωνούν ότι μεγάλη μερίδα των ασθενών που σε άλλη περίπτωση θα αναζητούσε θεραπεία για συμπτώματα ΣΜΝ πλέον αποφεύγουν τις κλινικές, επειδή φοβούνται το ενδεχόμενο έκθεσής τους στον κοροναϊό.
Και σε ορισμένες περιοχές, απαραίτητες προμήθειες για την πραγματοποίηση τεστ για ΣΜΝ βρίσκονται σε έλλειψη, επειδή οι κατασκευαστές του εξοπλισμού διαθέτουν τα προϊόντα τους για χρήση σε τεστ κοροναϊού. Ως αποτέλεσμα, υπάρχει αυξανόμενη έλλειψη σε τεστ για αυτές τις ασθένειες.
«Το πιο αποτελεσματικό εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας για να ελέγξουμε τα ΣΜΝ, είναι η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία», τονίζει η Δρ. Γκέιλ Μπόλαν, διευθύντρια του Τμήματος για την Πρόληψη των ΣΜΝ στα Αμερικανικά Κέντρα για τον Έλεγχο και την Πρόληψη Ασθενειών. «Φοβόμαστε πολύ ότι θα έχουμε κατ’ εξακολούθηση, αδιάγνωστες και διαρκείς αυξήσεις τώρα, αν οι άνθρωποι δεν έχουν καμία πρόσβαση σε τεστ».
Νέα πανδημία;
Με λίγα λόγια, οι απελπισμένες προσπάθειες κάμψης μιας πανδημίας, θα μπορούσε να τροφοδοτήσει την εξάπλωση μιας άλλης. Τα προκαταρκτικά στοιχεία του CDC για το 2019, την έκτη συνεχόμενη χρονιά που καταγράφηκε ρεκόρ κρουσμάτων, κάνουν λόγο για 1,76 εκατ. κρούσματα χλαμυδίων και 602.000 κρούσματα γονόρροιας. Τα κρούσματα σύφιλης σε νεογέννητα και μόνο, αυξήθηκαν κατά 22% σε σχέση με το 2018.
Ανήσυχοι, οι αξιωματούχοι του CDC απέστειλαν σχετικές προειδοποιήσεις κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σε κλινικές σε όλη τη χώρα. Στην τελευταία επιστολή τους τον περασμένο μήνα, σύστηναν ότι τα τεστ θα πρέπει να πραγματοποιούνται κατά προτεραιότητα σε άτομα με συμπτώματα, γυναίκες κάτω των 25 ετών, εγκύους και άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης ΣΜΝ, συμπεριλαμβανομένων και των φορέων HIV.
Οι ασθενείς με γονόρροια ή χλαμύδια συχνά είναι ασυμπτωματικοί, με αποτέλεσμα η λοίμωξη να παραμένει αόρατη αν δεν υποβληθούν σε εξετάσεις. Όμως μέχρι να χαλαρώσουν οι περιορισμοί της πανδημίας, η επιστολή σύστηνε: «Οι τακτικές επισκέψεις για τεστ θα πρέπει να ανασταλούν».
Ένας από τους λόγους που οι υγειονομικές αρχές πιστεύουν ότι η μείωση αντανακλά τις ελλείψεις τεστ και την περιορισμένη πρόσβαση σε κλινικές και όχι τη μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας, είναι το γεγονός ότι η μείωση είναι πολύ πιο έντονη στην περίπτωση της γονόρροιας και των χλαμυδίων σε σχέση με τη σύφιλη και τον HIV, τα οποία εντοπίζονται μέσα από αιματολογικές εξετάσεις.
Άλλη μια αιτία ανησυχίας είναι οι δυσκολία στην καταγραφή των κρουσμάτων, αφού όπως τονίζουν οι ειδικοί, τα έγκαιρα και έγκυρα στοιχεία είναι η βάση για την αντιμετώπιση των απειλών για τη δημόσια υγεία.
Με κρούσματα-ρεκόρ είχε ξεκινήσει το 2020
Παρά τις εκτεταμένες προσπάθειες για τη μείωση των ΣΜΝ, τα καταγεγραμμένα κρούσματα στην αρχή του 2020 ήταν υψηλότερα σε σχέση με την ίδια περίοδο για το 2019, σύμφωνα με το CDC. Όμως στις αρχές Μαρτίου, καθώς ξεκίνησαν οι περιορισμοί της κίνησης των πολιτών, οι εβδομαδιαίες εκθέσεις για τα χλαμύδια μειώθηκαν κατά 53% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2019, ενώ τόσο η γονόρροια όσο και η σύφιλη έδειξαν να μειώνονται κατά 33%. Συγκεκριμένα η γονόρροια αναμενόταν να φτάσει συνολικά τα 54.127 κρούσματα τον Απρίλιο. Όμως καταγράφηκαν μόλις 26.771.
«Αν η σεξουαλική δραστηριότητα ανακάμψει, χωρίς την επούλωση των προβλημάτων των υπηρεσιών, προβλέπουμε εκατοντάδες πλεονάζοντα κρούσματα HIV και χιλιάδες πλεονάζοντα κρούσματα ΣΜΝ», έγραψαν ερευνητές από το Emory, το Χάρβαρντ και το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνα σε μελέτη για τις σεξουαλικές πρακτικές ανδρών της Ατλάντα που έκαναν σεξ με άνδρες στη διάρκεια της πανδημίας.
Μειώθηκε το σεξ;
Οι κοινωνικοί επιστήμονες ερευνούν τον τρόπο με τον οποίο η πανδημία επηρέασε τη σεξουαλική συμπεριφορά. Ο Τζάστιν Λεμίλερ, κοινωνικός ψυχολόγος στο Ινστιτούτο Κίνσεϊ, ο οποίος στη διάρκεια της πανδημίας πραγματοποίησε έρευνα σε περίπου 2.000 άτομα διαφορετικών σεξουαλικών προσανατολισμών τόνισε ότι ακόμη και εκείνοι που βρίσκονταν ήδη σε σχέσεις ανέφεραν ότι έκαναν λιγότερο σεξ τους πρώτους μήνες. «Τα υψηλά επίπεδα στρες και άγχους μείωναν την επιθυμία», εξηγεί στους Times της Νέας Υόρκης. «Εκείνοι που δεν βρίσκονταν σε σχέση δυσκολεύονταν περισσότερο να βρουν σεξουαλικό σύντροφο».
Όμως όταν οι γιατροί και οι νοσηλευτές που εργάζονται με έφηβους ερωτήθηκαν αν η πανδημία μείωσε τη σεξουαλική δραστηριότητα των ασθενών τους, οι περισσότεροι απάντησαν ότι – ανεκδοτολογικά – δεν φαίνεται να είχε την παραμικρή επίδραση.
Ακόμη, πάντως, και αν το σεξ έχει μειωθεί, οι ερευνητές θεωρούν απίθανο αυτό να διαρκέσει για πολύ καιρό ακόμη. Όπως σημείωσε ο Δρ. Λεμίλερ, οι εφαρμογές για ραντεβού μέσω διαδικτύου έκαναν χρυσές δουλειές σε ατό το διάστημα. Δεν είναι βέβαιο αν αυτό μεταφράζεται και σε πραγματική σεξουαλική δραστηριότητα, εξηγεί. Αν οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα συνευρέσεων, ίσως δεν θέλουν να το παραδεχτούν.
«Δέχονται επικρίσεις αν ταξιδέψουν, αν συμμετέχουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις στη διάρκεια της πανδημίας, επομένως το σεξ και τα ραντεβού αντιμετωπίζονται με ανάλογους όρους», προσθέτει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις