Το τέλος της διγλωσσίας
Η πανδημία δεν ενδιαφέρεται να ακούσει τις απόψεις μας, όσο λογικές, διαταραγμένες ή και εντελώς ηλίθιες και αν είναι αυτές
Δεν νομίζω ότι αποκαλύπτω κάποιο συνταρακτικό μυστικό εάν σας πω ότι τα μεγάλα πολυσυλλεκτικά κόμματα (στην περίπτωσή μας, τα εξής δύο: η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ) είναι ή οφείλουν να είναι και πολύγλωσσα, προκειμένου να παραμείνουν πολυσυλλεκτικά: οφείλουν να γνωρίζουν φαρσί, όχι μονάχα τις γλώσσες των πληθυσμιακών ομάδων που εκπροσωπούν ή φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν, αλλά και τις διαλέκτους κάθε γλώσσας χωριστά ή τα ιδιόλεκτα κάθε συντεχνίας και κάθε φράξιας. Αυτή δεν είναι καμία σύγχρονη πατέντα, ούτε συνιστά ελληνική εκκεντρικότητα· υφίσταται σε όλη την υφήλιο από τον καιρό που υπάρχουν κόμματα.
Οταν το μεγάλο πολυσυλλεκτικό κόμμα βρίσκεται στην αντιπολίτευση, η πολυγλωσσία του εκλαμβάνεται – εκτός από απαραίτητη προς αποφυγή διαρροής ψήφων – από χαριτωμένη έως και εξωτική: ένα γραφικό couleur locale που μαγνητίζει κάποιους, δίχως να απωθεί κάποιους άλλους. Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ – πριν ανέλθει στην εξουσία – έμεινε παροιμιώδες. Οι περίφημες συνιστώσες του λειτουργούσαν ως ράφια ενός πολυκαταστήματος, όπου κυριολεκτικά μπορούσες να βρεις (ή – ακόμη καλύτερα – να φαντασιωθείς ότι μπορούσες να βρεις) σχεδόν τα πάντα: εισηγήσεις για συμβούλια εργατών και φαντάρων, απολιθώματα από τον ισπανικό εμφύλιο ή από την εξέγερση της Κροστάνδης που – τι ιστορική ειρωνεία! – κατέπνιξε ο… Τρότσκι, έως ξέμπαρκους κεντροαριστερούς – ιδίως από το παλιό ΠΑΣΟΚ, το αληθινό, το πρόστυχο – που αναζητούσαν απεγνωσμένα νέα κομματική στέγη, ψυχολογικά πλέον πανέτοιμοι να ενεργήσουν ως γενίτσαροι, βασιλικότεροι του βασιλέως, και εν ανάγκη να μπογιατίσουν το καρπούζι κόκκινο μέσα-έξω.
Η κομματική Βαβέλ του ΣΥΡΙΖΑ συν τω χρόνω αποκρυσταλλώθηκε σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα ενδοκομματικά στρατόπεδα, που τη συνύπαρξή τους καθιστούσε βιώσιμη μονάχα η προσδοκία για την – οσονούπω – κατάληψη της εξουσίας: στους ρεαλιστές και στους αιθεροβάμονες. Οπως έχω ξαναγράψει, ως μέλος τότε της κοινοβουλευτικής ομάδας των ρεαλιστών (μιας ομάδας που έχαιρε και της εύνοιας του στενού ηγετικού κύκλου), πίστευα ακράδαντα ότι, μόλις ο ΣΥΡΙΖΑ στρογγυλοκαθίσει στον κυβερνητικό θώκο, θα επικρατήσουν οι ρεαλιστές, όχι μόνον επειδή επιθυμούσα διακαώς να κερδίσει η δική μας ομάδα, αλλά κι επειδή γνώριζα ότι διαχρονικά το «ραντεβού με την πραγματικότητα» είναι πάντοτε απογοητευτικό και ολέθριο για τους αιθεροβάμονες: οι τελευταίοι διαλύονται κι εξατμίζονται, όμοια με τα όνειρα όταν ξυπνάμε.
Εκανα λάθος. Δεν επικράτησαν ούτε οι ρεαλιστές ούτε οι αιθεροβάμονες. Επικράτησε μια τρίτη αλλόκοτη κατηγορία, οι καιροσκόποι, ένα υβρίδιο ρεαλιστών που ομιλούν απταίστως την… αιθεροβαμονική, αλλά δρουν ως οι πιο κυνικοί και αδίστακτοι πραγματιστές. Αυτό το ιδεολογικό τουρλουμπούκι, εκτός από το να οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα της διπολικής διαταραχής και τη διεθνή ανυποληψία, ανέδειξε και την έως τότε λανθάνουσα διάσταση της ενδοκομματικής πολυγλωσσίας: όταν αναλαμβάνεις κυβερνητικές ευθύνες, κάθε μορφή πολυγλωσσίας καταλήγει αργά ή γρήγορα σε μια μορφή διγλωσσίας – όχι με την κυριολεκτική, αλλά με την επιτιμητική σημασία της δεύτερης: φιλοδοξώντας να μιλήσεις όλες τις γλώσσες, δεν κατορθώνεις τελικά παρά να εκφράσεις τα πάντα και τα αντίθετά τους, τουτέστιν: τίποτε. Στο τέλος της ημέρας η εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος απέναντί σου αγγίζει το ναδίρ.
Τον Ιούλιο του 2019 η Νέα Δημοκρατία δεν πήρε μονάχα τη σκυτάλη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ· πήρε και τη σκυτάλη της διγλωσσίας. Εξυπακούεται ότι ήταν μια διγλωσσία με διαφορετικό περιεχόμενο από τη διγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ – αφ’ ης στιγμής απευθυνόταν κι επιχειρούσε να ικανοποιήσει ένα διαφορετικό εκλογικό target group – αλλά ήταν εξίσου επιτακτική ως κομματική προτεραιότητα, με τον πολυσυλλεκτικό της χαρακτήρα (άρα και με τις αντινομίες ή τις παθογένειες αυτού του χαρακτήρα) εξίσου εμφανή. Η Νέα Δημοκρατία, ένα κεντροδεξιό κόμμα, με πρόεδρο φιλελεύθερο και βάση συντηρητική, θα πάσχιζε να τους αφήσει όλους ευχαριστημένους και να πετύχει μια νόστιμη ομελέτα χωρίς να σπάσει αβγά. Προκειμένου να κατορθώσει έναν ανάλογο ηράκλειο άθλο, θα εφάρμοζε την πρώτη και απαράβατη αρχή της κυβερνητικής διγλωσσίας: θα παραχωρούσε τα ευήκοα ώτα της συντηρητικής βάσης στη δικαιοδοσία των βουλευτών της, κυρίως εκείνων που, ως νεοεκλεγέντες, δεν φημίζονταν για τις φιλελεύθερές τους αναστολές ή τη ρητορική τους εγκράτεια (τα «ορφανά» της Χρυσής Αυγής, στα δικά τους μάτια, άνοιγαν και μια νέα, πολλά υποσχόμενη, αγορά ψήφων), ενώ την ίδια ώρα θα προωθούσε στα υπουργικά οφίκια πολιτικούς κεντρώας ή ακόμη και κεντροαριστερής προέλευσης, δίχως να τους περάσει προηγουμένως από την εκλογική δοκιμασία.
Κατά την περίοδο της χάριτος – ας πούμε χοντρικά το πρώτο επτάμηνο, έως τον Φεβρουάριο του 2020 – η ντελικάτη διγλωσσία της Νέας Δημοκρατίας έδειχνε να αποδίδει καρπούς. Ετσι κι αλλιώς, ούτε το χάσμα μεταξύ των συντηρητικών και των φιλελεύθερων ήταν τόσο μεγάλο και αγεφύρωτο όσο η ψαλίδα μεταξύ των συριζαϊκών συνιστωσών (εκεί, ας μην το ξεχνάμε, επέτειναν τη δυσφορία και οι ακροδεξιοί μουσαφίρηδες των ΑΝΕΛ), ούτε οι διακυβεύσεις τόσο καθοριστικές όσο εκείνες της προηγούμενης τετραετίας: το τρένο είχε μπει στις ράγες και κανένας κυβερνητικός βουλευτής, όσο μωροφιλόδοξος, δεν θα διακινδύνευε να το εκτροχιάσει. Η αντιπολίτευση – τόσο η εξωκομματική όσο και η εσωκομματική – περιοριζόταν στο επίπεδο της απλής γκρίνιας, ένα εκνευριστικό μουρμουρητό, μόνο και μόνο για να μας θυμίζει ότι έχουμε κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Υστερα ήρθε η πανδημία. Υπερήφανη για τη δική της καταγωγή – από τα βάθη του χρόνου, πριν αρχίσει η καταγραφή της ιστορίας, πριν καν υπάρξει το ανθρώπινο γένος – η πανδημία δεν ήρθε για να διαπραγματευθεί μαζί μας. Δεν ήρθε για να τα βρούμε· ήρθε για να μας σκοτώσει. Για την ακρίβεια, ήρθε για να ζήσει στα κορμιά μας – να μας χρησιμοποιήσει ως ξενιστές, όπως λένε οι βιολόγοι – όσο περισσότερο καιρό μπορέσει κι έπειτα να μας πετάξει σαν πεπονόφλουδες.
Η πανδημία δεν ενδιαφέρεται να ακούσει τις απόψεις μας, όσο λογικές, διαταραγμένες ή και εντελώς ηλίθιες και αν είναι αυτές. Ποσώς τη νοιάζει εάν πιστεύουμε ότι εξυπηρετεί συμφέροντα καταχθόνιων μαικήνων μέσω της παγκόσμιας φτωχοποίησης, ότι θέλει να καταστρέψει την Ορθοδοξία μας – και όλα τα υπόλοιπα θρησκευτικά δόγματα, προφανώς για ξεκάρφωμα – ή να ενταφιάσει τα εργασιακά μας δικαιώματα, τα ολονύκτια γλέντια και την πρόσβασή μας στην ελεύθερη πληροφόρηση. Η πανδημία απολαμβάνει ένα γερό φαγοπότι, είτε της στρώσει το τραπέζι μια στρατιωτική παρέλαση είτε μια θεία μετάληψη είτε μια πορεία για το Πολυτεχνείο. Η πανδημία λιγουρεύεται εξίσου τους στρατόκαυλους, τους θρησκόληπτους και τους αντιεξουσιαστές. Κι εν πάση περιπτώσει – εδώ βάζω το χέρι μου στη φωτιά – το τελευταίο που την απασχολεί είναι αν στις επόμενες εθνικές εκλογές θα επικρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ή η Νέα Δημοκρατία. Γι’ αυτό σας λέω, παιδιά: πάει στράφι η διγλωσσία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις