Η θνησιμότητα των ανθρώπων ηλικίας 45-54 ετών είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές ενδείξεις βελτίωσης ή επιδείνωσης των κοινωνικών συνθηκών. Παγκοσμίως υποχωρεί και με αυτό τον τρόπο συνεισφέρει στη γενική μείωση της θνησιμότητας. Όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες των αρχών του 21ου αιώνα ήταν με έναν τρόπο η εξαίρεση. Ειδικότερα και σε αντίθεση με άλλες αναπτυγμένες χώρες, η θνησιμότητα σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία ανάμεσα στο 1998 και το 2017 παρέμεινε στάσιμη ή και αυξήθηκε κιόλας ιδίως στους λευκούς μη ισπανόφωνος, ενώ στις άλλες κατηγορίες (ισπανόφωνους λευκούς, μαύρους, κ.λπ.) συνεχίστηκαν οι τάσεις μείωσης .

Για δύο οικονομολόγους, την Αν Κέις και τον νομπελίστα Άνγκους Ντίτον, που μελέτησαν αυτό το φαινόμενο, και το βιβλίο τους Deaths of Despair and the Future of Capitalism (που θεωρήθηκε από τα πιο σημαντικά του 2020) η αυξημένη αυτή θνησιμότητα, σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με τις κοινωνικές συνθήκες και αυτό που ονομάζουν «θανάτους από απελπισία», δηλαδή αυτοκτονίες, χρήση ναρκωτικών, αλκοόλ. Από τις επιπτώσεις της μεγάλης ύφεσης του 2008-2009, που έπληξαν ιδιαίτερα τους εργαζομένους χωρίς πτυχίο κολεγίου, μέχρι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας ανάλογο με αυτό που έχουμε στην Ευρώπη και γι’ αυτό δεκάδες εκατομμύρια αμερικανοί εξακολουθούν να μην έχουν πλήρη ιατροφαρμακευτική κάλυψη, αλλά και μια πρωτοφανή και θανατηφόρα επιδημία χρήσης οπιοειδών (που εκτός των άλλων προκαλείται από το ότι οι αμερικανοί αναφέρουν πιο συχνά τον πόνο ως πρόβλημα υγείας αλλά και από την επιμονή των φαρμακευτικών εταιρειών να πετύχουν την εύκολη συνταγογράφηση οπιοιειδών), όλα αυτά διαμορφώνουν την αυξημένη θνησιμότητα αλλά και νοσηρότητα.

Στην περίοδο της πανδημίας τα πράγμα απλώς έγιναν χειρότερα. Οι ΗΠΑ δεν απέτυχαν μόνο την επιδημιολογική επιτήρηση αλλά βρέθηκαν να έχουν χειρότερες στατιστικές από άλλες χώρες, την ίδια ώρα που έχουν τη μεγαλύτερη ιατροφαρμακευτική δαπάνη παγκοσμίως. Αυτό φάνηκε και από τον αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσησης και θανάτου από COVID-19 για τους μαύρους αμερικανούς και άλλες μειονότητες αλλά και από το γεγονός ιδίως σε περιοχές όπως π.χ. η Νέα Υόρκη οι ΗΠΑ είχαν και περισσότερα θύματα και σε ηλικίες 50-70, σε μεγάλο βαθμό επειδή είχαν μεγαλύτερα ποσοστά εργαζομένων (συχνά και εκτεθειμένων «ουσιωδών εργαζομένων») με αρρύθμιστα προβλήματα υγείας.

Με την πανδημία είναι ενεργή σε ένα ιδιαίτερα επιθετικό δεύτερο κύμα, οι ΗΠΑ έρχονται αντιμέτωπες με το γεγονός ότι παραμένουν ιδιαίτερα άνισες, όχι μόνο απέναντι στη ζωή αλλά και απέναντι στον θάνατο.

Το παράδειγμα αυτό είναι μόνο μία από τις ανοιχτές πληγές των ΗΠΑ που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο επόμενος πρόεδρος.

Η πληγή των ανισοτήτων

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με βάση τον ΟΟΣΑ, είναι η πιο άνιση από τις χώρες του G7. Ο συντελεστής Gini που αποτυπώνει την κλίμακα της ανισότητας εισοδήματος, στις ΗΠΑ ήταν το 2017 0,434, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία ήταν 0,392, στην Ιταλία 0,373, την Ιαπωνία 0,363, τον Καναδά 0,352 και τη Γαλλία 0,326.

Μάλιστα, την ανισότητα αυτή την αντιλαμβάνονται ως τέτοια και οι ίδιοι οι αμερικανοί. Σε έρευνα του Σεπτεμβρίου 2019 το 61% των αμερικανών υποστήριξαν ότι η χώρα τους έχει υπερβολική ανισότητα. Αυτό κατεξοχήν ήταν το συναίσθημα των Δημοκρατικών Ψηφοφόρων (78%) αλλά και ενός μεγάλου μέρους των Ρεπουμπλικάνων (41%).

Ανάμεσα στο 1989 και το 2016 το χάσμα του πλούτου ανάμεσα στους πλουσιότερες και τις φτωχότερες αμερικανικές οικογένειες υπερδιπλασιάστηκε. Το 1989 το πλουσιότερο 5% των νοικοκυριών είχε 114 φορές μεγαλύτερο διάμεσο πλούτο από ότι τα νοικοκυριά που ήταν στο προτελευταίο 20% ως προς το εισόδημα. Το 2016 το πλουσιότερο 5% των νοικοκυριών είχε 248 φορές μεγαλύτερο διάμεσο πλούτο σε σύγκριση με το προτελευταίο 20% (στη συγκεκριμένη μέτρηση που αφορά πλούτο το φτωχότερο 20% βγάζει μηδενική διάμεσο και για αυτό προτιμάται το αμέσως επόμενο ένα πέμπτο του πληθυσμού).

Η επιμονή του ρατσισμού

Η μελέτη των στατιστικών για την πανδημία έδειξε ότι σε ορισμένες περιοχές η πιθανότητα θανάτου από κοροναϊό σε μια μαύρη γειτονιά ήταν έως και τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτή σε μια γειτονιά κατά βάση λευκών. Οι μαύροι αμερικανοί έχουν διπλάσια βρεφική θνησιμότητα σε σχέση με τους λευκούς, υπερδιπλάσια θνησιμότητα των μητέρων κατά τον τοκετό, το ποσοστό των μαύρων παιδιών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας είναι τριπλάσιο από αυτό των λευκών, έχουν πάντα μικρότερο μέσο εισόδημα και μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας, μικρότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης και πολύ μικρότερη διάμεση οικογενειακή οικονομική θέση, ενώ πηγαίνουν στο κολέγιο σε μικρότερο ποσοστό.

Από την άλλη, οι μαύροι έχουν υψηλότερα ποσοστά συλλήψεων ανηλίκων, υπερτριπλάσιο ποσοστό ενηλίκων στο σωφρονιστικό σύστημα σε σχέση με τους λευκούς και βέβαια έχουν πάνω από δύο φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να σκοτωθούν από πυρά αστυνομικού σε σχέση με τους λευκούς.

Όλα αυτά δείχνουν ότι ακόμη και σήμερα, παρά τις δεκαετίες μέτρων που παρουσιάστηκαν ως «θετικές διακρίσεις», η Αμερική εξακολουθεί να μην έχει ξεπεράσει το βαθύ της ρατσισμό. Το κίνημα Black Lives Matter το ανέδειξε με τον πιο δραματικό τρόπο, το ίδιο και η φόρτιση που προσέδωσε αυτό και στις εκλογές, κάτι που φάνηκε σε περιοχές με μεγάλα ποσοστά μαύρου πληθυσμού.

Το μέλλον της αμερικανικής οικονομίας

Η αμερικανική οικονομία είναι σε ένα σταυροδρόμι. Μπορεί ο Τραμπ να προσπάθησε να την τονώσει με τις απειλές εμπορικών πολέμων και τη συστηματική προσπάθεια υπονόμευσης της προσπάθειας της Κίνας να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, κυρίως μέσα από τον αποκλεισμό της από κρίσιμες τεχνολογίες, όμως το ερώτημα για το μέλλον της αμερικανικής οικονομίας είναι πραγματικό. Δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορέσει εύκολα να ανακάμψει, παρά τη δυναμική που φάνηκε στο τρίτο τρίμηνο, κλάδοι όπως η εξορυκτική βιομηχανία έχουν φθίνον μέλλον, η τεχνολογική υπεροχή αμφισβητείται και οι νέες εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών συχνά είναι κακοπληρωμένες (κάτι που εξηγεί και την απήχηση συνθημάτων για την κατοχύρωση αξιοπρεπούς κατώτατου ωρομισθίου). Εάν προσθέσει κανείς και τη φθορά που έχουν υποστεί κομβικές υποδομές όπως π.χ. οι γέφυρες κανείς μπορεί να δει το φάσμα των προκλήσεων για την επόμενη μέρα της αμερικανικής οικονομίας.

Η πρόκληση της εξωτερικής πολιτικής

Την ίδια ώρα θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί και κάποιου είδους αμερικανική ηγεσία. Εδώ πρέπει να πούμε ότι μπορεί οι Δημοκρατικοί το προηγούμενο διάστημα να άσκησαν κριτική στο ότι η υποτιθέμενα αλλοπρόσαλλη πολιτική του Τραμπ υπονόμευσε τη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο, εντούτοις τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά. Για παράδειγμα η στρατηγική του «νέου Ψυχρού Πολέμου» είναι μάλλον στοιχείο σταθερό εδώ και χρόνια, με τους Δημοκρατικούς να έχουν και πιο επιθετική στάση. Αντίστοιχα, μπορεί να περιμένει μια λιγότερο μεγάλη εμμονή π.χ. στην επιθετικότητα ενάντια στο Ιράν, αλλά ο ανταγωνισμός με την Κίνα δεν πρόκειται να κοπάσει, ενώ μένει να δούμε εάν θα επανέλθει και ο πειρασμός των μεγάλων επεμβάσεων στο εξωτερικό. Όλα αυτά τη στιγμή που απουσιάζει ένα συνεκτικό όραμα και από τα δύο κόμματα, πέραν μιας γενικής επιμονής στο αναντικατάστατο της αμερικανικής ηγεσίας και ηγεμονίας.

Θα υπάρξει ποτέ αμερικανική δημοκρατία;

Η τελευταία πρόκληση μάλλον θα μείνει αναπάντητη. Αφορά την ίδια τη βαθιά προβληματική λειτουργία της αμερικανικής δημοκρατίας όπως φαίνεται και από όλη τη δυσκολία να ολοκληρωθεί η εκλογή, αλλά και τις διάφορες αμφισβητήσεις του αποτελέσματος.

Μια χώρα που υπερηφανεύεται ότι είναι η μεγαλύτερη δημοκρατία του πλανήτη, εξακολουθεί να έχει αποκλεισμούς πολιτών από το δικαίωμα στην ψήφο, χαοτικούς εκλογικούς κανόνες, ανοιχτές πολιτικές αντιπαραθέσεις για κατοχυρωμένα δικαιώματα (η μάχη για τις αμβλώσεις είναι πολύ χαρακτηριστική), θεσμοθετημένη επιρροή της οικονομικής εξουσίας στην νομοθετική μέσω των λόμπι, ολοένα και αυξανόμενη βαρύτητα της θρησκείας στην πολιτική ζωή σε πείσμα της διακηρυγμένης ανεξιθρησκίς και μια νομοθετική διαδικασία που μπορεί πολύ πιο εύκολα να μπλοκάρει μια νομοθετική πρωτοβουλία παρά να την προωθήσει. Εάν προσθέσουμε σε αυτά τα μεγάλα περιθώρια αυθαιρεσίας της αστυνομίας αλλά και τα μεγάλα προβλήματα που γεννά η εντυπωσιακά εκτεταμένη οπλοκατοχή, αλλά και το πάντα καθοριστικό φόντο του ρατσισμού και όλων των μορφών του, μπορούμε να αποκτήσουμε την εικόνα μιας βαθύτερης κρίσης της αμερικανικής δημοκρατίας που θα παραμείνει ενεργή πιθανώς και μέχρι την επόμενη εκλογή.