Δεν είναι μόνον οι βόλτες, τα ψώνια και οι βεγγέρες το μέτρο της κανονικότητας. Από την αρχή της πρώτης καραντίνας, εκείνο που έπεσε πάνω μας βαρύ σαν ταφόπλακα ήταν η σιγή ασυρμάτου σε συνήθειες που θα έλεγες ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σταματήσουν ακόμα κι αν σβήσει ο ήλιος. Κι όμως… Θυμάμαι ακόμα την ημέρα, εκεί προς τα τέλη της άνοιξης, όταν επιτέλους άρχισαν να ξαναμεταδίδονται ζωντανά από την τηλεόραση οι πρώτοι ελληνικοί και διεθνείς ποδοσφαιρικοί αγώνες, έστω χωρίς κοινό αλλά με ηχογραφημένα τα συνθήματα και την παρηγορητική γηπεδική βαβούρα να πλημμυρίζει σαν βάλσαμο το κατατονικό μας σπίτι. Κάτι καταλάγιασε μέσα μου. Στηλώθηκα, κουβάλησα καλύτερα τον φόβο και την αβεβαιότητα, χαμογέλασα, μη σας πω κιόλας ότι άρχισα να σιγοτραγουδάω σαν τότε που πήγαινα στη Μαύρη Θύελλα και στο Καραϊσκάκη.

«Φτου ξελεφτερία από τα κατεψυγμένα του Νέτφλιξ»  βροντοφώναξα, και στρώθηκα να δω και ένα και δυο και τρία ματς που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα με ενδιέφεραν καθόλου. Η γη γυρίζει και μπάλα που κινείται δεν χορταριάζει αλλά εγώ ήμουν κιόλας γεμάτη ζιζάνια και ξερόχορτα. Ξερίζωσα μια χεριά από πάνω μου, ύστερα κι άλλη κι άλλη, γιατί η θεραπευτική λειτουργία του ποδοσφαίρου είναι ανυπολόγιστη κι ας λένε ό,τι θέλουν οι επικριτές του. Ου γαρ οίδασιν. Εμείς όμως που ξέρουμε, παρατηρούμε έκτοτε την επίδραση του κωρονοϊού στο λαϊκότερο των μαζικών αθλημάτων και καταγράφουμε για τον ιστορικό του μέλλοντος τα ευρήματά μας. Ποιός ξέρει; Ίσως μια μέρα αποτελέσουν κι αυτά στοιχεία τεκμηρίωσης γιατί η Ιστορία δεν σνομπάρει τίποτα παρά αντλεί από παντού. Από το πέταλο του καναπέ μου, όπου και παρεπιδημώ, έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα.

Οταν σε μια ομάδα εκδηλωθούν κρούσματα κορωνοϊού, οι αγώνες αναβάλλονται, σαν το Αρης – ΑΕΚ επί παραδείγματι, και οι προσβληθέντες παίκτες επανέρχονται γεροί δυνατοί μετά από δεκαπέντε – είκοσι μέρες. Ορισμένοι μάλιστα όχι απλώς αποθεραπεύονται αλλά είναι σανα έχουν επιστρέψει από spa, όπως ο λυσσάρης ο Ρονάλντο στην Γιουβέντους και ο πιτσιρικάς Εμπαπέ στην Παρί Σαιν Ζερμαίν. Μη χαλαρώνετε όμως.

Παρακαλούνται οι κύριοι θεατές των διεθνών διοργανώσεων να καθίσουν σπίτια τους εκτός αν είναι Ρώσοι – μετρημένοι στα δάχτυλα είναι αλήθεια – αλλά και μια δράκα υποστηρικτών της Ρεν οι οποίοι παραβίασαν το μέτρο της απόστασης και θεώρησαν καλό να πλακωθούν στα φιλιά όταν η βροντερά αδιάφορη ομάδα τους έβαλε γκολ στην εξίσου βροντερά αδιάφορη Κράσνονταρ της Ρωσίας. Ωχού και δεν με νοιάζει.

Καποιανών το αίμα βράζει ή μήπως το ποδόσφαιρο έχει αναλάβει εργολαβία να ξεμπουκώσει λίγο τη ζωηράδα και το πάθος ημών των αραχτών; Δεν έχω απάντηση. Ούτε και γιατί σημειώνονται αίφνης τόσο μεγάλα σκορ στο ποδόσφαιρο τα οποία τείνουν να πλησιάσουν ακόμα κι αυτά τα μπασκετικά ρεκόρ. Οι ψυχραιμότεροι το αποδίδουν στην ελλιπή προετοιμασία των ομάδων και την λειψή μεταγραφική δραστηριότητα.

Εγώ όμως που δεν διαθέτω τεχνική κουλτούρα αλλά είμαι της πρώτης εντύπωσης, εντυπωσιάστηκα ομολογώ από την αταραξία και την στρατιωτική πειθαρχία των λιγοστών υποστηρικτών της πορτογαλέζικης Μπράγκα οι οποίοι παρακολούθησαν και τα τρία γκολ που έριξε η ομάδα τους στην δική μας ΑΕΚ ασάλευτοι, χωρίς να παραβιάσουν αποστάσεις και μάσκες, κάπως σαν διαδήλωση του ΚΚΕ δηλαδή.  Συγγνώμη κιόλας αλλά εγώ αυτό το είδα σαν μια μεγάλη νίκη. Οχι της Μπράγκα. Κοινή.