Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος: Ενας πεφωτισμένος θρησκευτικός ηγέτης που τα έβαλε με τη Χούντα
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος το 1973, στην κατάληψη της Νομικής, έσπασε το μπλόκο των Χουντικών και μετέφερε τρόφιμα στους φοιτητές
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Μάχη στην Εντατική του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» δίνει ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, Αναστάσιο ο οποίος προσβλήθηκε από κοροναϊό και μεταφέρθηκε στην Αθήνα με C-130. Χθες ο Αρχιεπίσκοπος συγκλόνισε με το μήνυμα που έστειλε.
Ενας πεφωτισμένος ιεράρχης, ο οποίος διακονεί επί δεκαετίες στη γειτονική χώρα, έχοντας βοηθήσεις χιλιάδες ανθρώπους και συμβάλλοντας στη στήριξη της ελληνικής μειονότητας.
Ολος ο κόσμος έχει αναγνωρίσει την προσφορά του στην Εκκλησία, αλλά και το γεγονός ότι πρόκειται όχι απλά για έναν ιερωμένο, αλλά για έναν εξαιρετικά μορφωμένο άνθρωπο και βαθιά δημοκράτη, με ιδέες που ξεφεύγουν από το στενό εκκλησιαστικό πλαίσιο.
Ο Θανάσης Πετράκος, πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, με ανάρτησή του στο facebook θύμισε μια ιστορία για τον Αναστάσιο, μια ιστορία από τα χρόνια της Χούντας.
Εγραψε ο Θ. Πετράκος:
«Εύχομαι ολόψυχα να βγεις νικητής από αυτή τη δύσκολη μάχη Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή όταν με τρομερή αποφασιστικότητα και περηφάνια παραμέρισες και απαιτήσεις από το χουντικό αρχηγό της Αστυνομίας το Χριστολουκά και τους μπάτσους του να κάνουν πέρα να περάσεις μαζί με τους διακόνους και μας έφερες φαγητά και φάρμακα στη Νομική στη πρώτη κατάληψη το Φλεβάρη του 1973. H προσφορά σου είναι πολύ μεγάλη αυτήν ελληνική μειονότητα της Αλβανίας αλλά και στις σχέσεις των δύο χωρών Ελλάδας και Αλβανίας».
Σε αντίθεση με πολλούς ιεράρχες της εποχής, οι οποίοι προσκύνησαν τη Χούντα των Συνταγματαρχών, ο Αναστάσιος επέδειξε δημοκρατικό φρόνημα, πάντα πιστός στις αρχές της αλληλεγγύης.
Γράφει το Βικιπαιδεία για την εποχή εκείνη: «Tον Nοέμβριο του 1972 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Επίσκοπος υπό τον τίτλο της Πάλαι Ποτέ Διαλαμψάσης Επισκοπής Aνδρούσης, για την πλήρωση επισκοπικής θέσης του Γενικού Διευθυντού της «Aποστολικής Διακονίας της Eκκλησίας της Eλλάδος». Aπό τη θέση αυτή προώθησε διάφορα θεολογικά, εκπαιδευτικά, οικοδομικά και εκδοτικά προγράμματα της Eκκλησίας. Το Φεβρουάριο του 1973 είχε μεταβεί στην κατειλημμένη από φοιτητές, που διαμαρτύρονταν εναντίον της δικτατορίας νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών μεταφέροντας τρόφιμα και για να εμψυχώσει τους έγκλειστους. Λίγους μήνες αργότερα έκανε διαμαρτυρία στην ΕΣΑ για τις συνθήκες κράτησης.
Εκκλησία και Χούντα
Να θυμίσουμε ότι ο τρίτος κατά σειρά αναγκαστικός νόμος της δικτατορίας, από 10 Μαΐου 1967, κατήργησε πλήρως τον πυρήνα των διατάξεων του έως τότε ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη και επέβαλε ένα όλως αυταρχικό και αντικανονικό σύστημα διοικήσεως στην Εκκλησία.
Κατήργησε δηλαδή τη Σύνοδο της Ιεραρχίας ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και επέβαλε στην Εκκλησία της Ελλάδος μια «Αριστίνδην Σύνοδο», από οκτώ μητροπολίτες που διορίσθηκαν ήδη την επομένη με βασιλικό διάταγμα και οι οποίοι ήταν εκείνοι, οι ελάχιστοι ιεράρχες, που δέχονταν να συνεργαστούν ανοικτά με τη δικτατορία.
Σύμφωνα με παλαιότερο άρθρο του Ι. Κονιδάρη στο Βήμα, «μέλημα του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να αναδείξει και νέο Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος θα ήταν και ο πρόεδρος της «αριστίνδην συνόδου». Ο Θρόνος των Αθηνών όμως δεν χήρευε. Ασκήθηκαν, λοιπόν, ισχυρές πιέσεις προς τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο να παραιτηθεί, δύο μάλιστα σχέδια παραιτήσεως τού υποβλήθηκαν μέσα σε φάκελο των Ανακτόρων προς υπογραφή! Εκείνος, όμως, σε επιστολή του προς τον βασιλέα (9.5.1967), αρνήθηκε «διαρρήδην να γίνει… ρίψασπις και προδότης και επίορκος» παραιτούμενος.
Η κατάσταση της υγείας του Αρχιεπισκόπου και το γεγονός ότι ήγε ήδη το 87ο έτος της ηλικίας του έδωσαν πάντως, την επομένη ήδη της αρνήσεως παραιτήσεώς του, τη λύση, με την επέκταση και στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο του ορίου ηλικίας που, όπως ήδη αναφέρθηκε, ίσχυε, από το 1966, για τους λοιπούς αρχιερείς.
Εν όψει λοιπόν της χηρείας του Θρόνου, η «αριστίνδην Σύνοδος», σε εφαρμογή των νεοπαγών διατάξεων του ΑΝ 3/1967, κατήρτισε, σε ειδική συνεδρία στις 13 Μαΐου 1967, το «τριπρόσωπο δελτίο» για την πλήρωση του αρχιεπισκοπικού θρόνου, το οποίο αποτελούσαν κατά σειρά ο Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, πρωθιερέας των Ανακτόρων και καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Μητροπολίτης Πατρών Κωνσταντίνος [Πλατής] και ο Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος [Χαραλάμπους].
Μεταξύ των τριών ο βασιλέας, με πρόταση του «υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων» αρεοπαγίτη Κ. Καλαμποκιά, επέλεξε τον Ιερώνυμο Κοτσώνη ως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Η παρουσία των πραξικοπηματιών Γ. Παπαδόπουλου και Στ. Παττακού κατά την ημέρα της εκλογής στη Σύνοδο μαρτυρεί ασφαλώς το ενεργό ενδιαφέρον της δικτατορίας για την εκλογή, όχι όμως και για το πρόσωπο.
Ποιος είναι ο Αναστάσιος
Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος (κατά κόσμον: Αναστάσιος Γιαννουλάτος, γεννήθηκε στον Πειραιά στις 4 Νοεμβρίου 1929. Είναι θεολόγος, συγγραφέας, αρχιερέας και πρώην καθηγητής πανεπιστημίου. Είναι ένας από τους προέδρους της κεντρικής επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκευμάτων για την Ειρήνη. Έχει διατελέσει επίσκοπος Ανδρούσης και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος.
Ο επίσημος τίτλος του είναι Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, αλλά μερικές φορές ο Αναστάσιος αποκαλείται Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Πάντων. Δεν είναι ένας τίτλος στον οποίο αντιτίθεται. «Είμαι αρχιεπίσκοπος όλων. Για εμάς, κάθε άνθρωπος είναι αδελφός ή αδελφή. Η εκκλησία δεν υπάρχει μόνο για τον εαυτό της. Είναι για όλους τους ανθρώπους».
Το 1991 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο πνευματικός ηγέτης των Ορθοδόξων Χριστιανών, αποφάσισε να στείλει τον Αναστάσιο στην Αλβανία για να υποβάλει έκθεση σχετικά με τη θρησκευτική κατάσταση της χώρας.
Είχε πει τότε που επελέγη για τη θέση αυτή: «Μόνο αργότερα ρωτήθηκα από τις αρχές του Πατριαρχείου εάν θα ήμουν πρόθυμος να αποδεχτώ την εκλογή σε Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας. Μετά από μια περίοδο περισυλλογής και προσευχής, ήμουν ανοιχτός, υπό τρεις όρους. Ο πρώτος ήταν ότι θα έπρεπε να είναι σαφές ότι αυτή ήταν η επιθυμία των Ορθοδόξων στην Αλβανία. Δεύτερον, ότι αυτή ήταν η επιθυμία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τρίτον, ότι οι Αλβανικές αρχές θα αποδέχονταν αυτή την απόφαση. Διαφορετικά, η κατάσταση της εκκλησίας θα ήταν μόνο πιο δύσκολη. Η απάντησή μου ήταν πολύ λιγότερο από ναι! Ήμουν σαν τον Ιωνά που έψαχνε για μονοπάτι διαφυγής! Αλλά μέσα στην προσευχή μου έλεγα: «Γεννηθήτω το θέλημά σου».
Και συνέχιζε για την παραμονή του επί σχεδόν 30 χρόνια:
«Οι Ορθόδοξοι πράγματι με πίεζαν να μείνω. Πώς θα μπορούσα να τους αρνηθώ; Πώς θα μπορούσα να πω ότι είχα ένα διαφορετικό σχέδιο για το υπόλοιπο της ζωής μου; Προσεύχονταν για μένα κάθε μέρα. Το να παραμείνω στην Αλβανία θα σήμαινε ότι θα έβαζα στην άκρη όλες τις ιδέες που είχα για το τι θα έκανα με το υπόλοιπο της ζωής μου. Είχα στο νου μια ειρηνική συνταξιοδότηση στην Ελλάδα, δίνοντας διαλέξεις στο πανεπιστήμιο και γράφοντας βιβλία».
«Ήταν σημαντικό για μένα, όχι μόνο να μάθω Αλβανικά, αλλά να φροντίσω ώστε κάθε φορά που λέω κάτι, να το λέω όχι μόνο με έναν τρόπο που μπορεί να γίνει κατανοητό, αλλά να το λέω καλά».
Ο Αναστάσιος βρήκε 1.600 κατεστραμμένες εκκλησίες και μόνο 22 ηλικιωμένους ιερείς εν ζωή, από τους 440 που υπηρετούσαν στην Αλβανία πριν από τον κομμουνισμό. Οι Αλβανοί, ήταν, ωστόσο, διψασμένοι για θρησκευτική ελευθερία και πολλοί συγκεντρώνονταν για τις ακολουθίες στους αγρούς, όπου τίποτα δεν είχε απομείνει από τις εκκλησίες τους, εκτός από σπασμένες καμπάνες.
Έβλεπε την απελπισία στα πρόσωπα των Αλβανών. «Σκέφτηκα, ποιος θα βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους; Ποιος θα τους δώσει ελπίδα; Είπα στον εαυτό μου: Αν έχεις πίστη, μείνε και αγωνίσου. Αν δεν έχεις, πήγαινε σπίτι». Έτσι, έμεινε. Στην δεκαετία που ακολούθησε, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος πάλεψε για να ξεπεραστούν αιώνες εθνικής και θρησκευτικής εχθρότητας, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα εκκλησία για το έθνος.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος υπογραμμίζει: «Περίπου 150 νέες εκκλησίες (μεγάλες σε μέγεθος και μικρές) έχουν ανεγερθεί, 60 εκκλησίες και μοναστήρια, που ορίσθηκαν ως πολιτιστικά μνημεία, έχουν ανακαινιστεί και αποκατασταθεί, και οι 160 εκκλησίες έχουν επισκευαστεί. Περισσότερα από 70 κτίρια αγοράστηκαν, χτίστηκαν και ανακατασκευάστηκαν για να φιλοξενήσουν παιδικούς σταθμούς, σχολεία, κέντρα νεότητας, κέντρα υγείας, μητροπολιτικές έδρες, σπίτια φιλοξενίας, εργαστήρια, συσσίτια, κλπ. Συνολικά υπήρξαν περισσότερα από 460 κατασκευαστικά έργα».
Οποιος διαβάσει βιβλία ή δει δηλώσεις του Αναστάσιου θα καταλάβει τόσο το εύρος της σκέψης του όσο και τη βαθιά αγάπη του για τον συνάνθρωπο.
Ο Αρχιεπίσκοπος πάντα έλεγε ότι η εκκλησία θα πρέπει να είναι παρούσα σε όλους τους τομείς της ζωής. Εισήγαγε νέα υγειονομική περίθαλψη, εκπαιδευτικά και αναπτυξιακά προγράμματα, πρωτοβουλίες κοινωνικής ανακούφισης , πολιτιστικά και περιβαλλοντικά έργα, μαζί με άλλες αναγκαιότητες του πολιτισμού.
Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Σε κάθε τομέα της ζωής μας πρέπει να εμφυτεύσουμε μια πνευματική διάσταση. Ο πολιτισμός είναι πολύ περισσότερο από την τεχνολογία! Πάνω απ’ όλα είναι σεβασμός της αξιοπρέπειας των ανθρώπων. Ο πολιτισμός απαιτεί σεβασμό για τη δημιουργία του Θεού. Όπου υπάρχει, υπάρχει ομορφιά».
Προτεραιότητα για τον Αρχιεπίσκοπο ήταν πάντα τα παιδιά και οι νέοι. «Έχουμε ανοίξει πολλά νηπιαγωγεία, παιδικούς σταθμούς και σχολεία. Το μόνο που με λυπεί είναι ότι δεν μπορούμε να βοηθήσουμε περισσότερους νέους. Κάνουμε ό, τι μπορούμε με το προσωπικό και τον χώρο με τα μέσα που διαθέτουμε».
Όταν ο Αναστάσιος χειροτονήθηκε, πήγε στην Αφρική. «Το ίδιο βράδυ της ημέρας που χειροτονήθηκα ιερέας τον Μάιο του 1964, πέταξα στην Ουγκάντα, την οποία σκεφτόμουν τόσο συχνά και με τέτοια λαχτάρα. Είχα σκεφτεί ότι η Αφρική θα ήταν το σπίτι μου για το υπόλοιπο της ζωής μου. Αλλά η ελονοσία έβαλε τέλος στο όνειρο εκείνο… Ήταν η πρώτη μου εμπειρία του να είμαι κοντά στο θάνατο. Θυμάμαι τη φράση που σχηματίστηκε στο μυαλό μου όταν σκέφτηκα ότι θα πεθάνω: «Κύριέ μου, ξέρεις ότι προσπάθησα να σε αγαπώ». Τότε κοιμήθηκα και την επόμενη μέρα ένιωθα καλά! Υπήρξε μια δεύτερη επίθεση, όταν πήγα στη Γενεύη για να παρακολουθήσω ένα ιεραποστολικό συνέδριο. Ευτυχώς οι γιατροί εκεί ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν την ασθένεια και ήξεραν πώς να την αντιμετωπίσουν. Όταν ήμουν αρκετά καλά, ώστε να φύγω από το νοσοκομείο, είπαν ότι πρέπει να ξεχάσω την επιστροφή μου στην Αφρική».
Ο Αρχιεπίσκοπος έχει περιγράψει το οικουμενικό του όραμα: «Πέρα από μια Βαλκανική, Ευρωπαϊκή προοπτική, προσπαθούμε με σεβασμό και αγάπη να αγκαλιάσουμε όλη την εκκλησία και ολόκληρο τον κόσμο που ο ίδιος ο Χριστός ανέστησε, λύτρωσε και φώτισε με τον σταυρό και την ανάστασή Του. Το οικουμενικό όραμα προσφέρει μια ιδιαίτερη δύναμη, καρτερία και προοπτική για κάθε τοπική και συγκεκριμένη κατάσταση. Εκτός από αυτό, η έμφαση στην οικουμενικότητα και καθολικότητα της εκκλησίας, και η προσήλωση στον ενσαρκωμένο Λόγο του Θεού εν Αγίω Πνεύματι, προσφέρει στην Ορθόδοξη σκέψη και συνείδηση έναν ανοικτό ορίζοντα με απέραντη μεγαλοπρέπεια».
Ο διαθρησκειακός διάλογος, σημείωσε, δεν είναι απλά και μόνο ανταλλαγές λέξεων. «Ήταν σημαντικό να είμαι στην Επιτροπή για τον διάλογο με τις άλλες θρησκείες του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Εδώ μαθαίνεις ότι συχνά ο καλύτερος διάλογος πραγματοποιείται στην σιωπή, είναι αγάπη χωρίς επιχειρήματα».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις