Ανθρωπιά και ευαισθησία VS κοροναϊός
Πολλά δωμάτια έμειναν σκοτεινά τα βράδια, δεν τα ζεσταίνει κανένα σώμα, όσοι έμειναν πίσω έστρωσαν τα κρεβάτια, έκλεισαν το πορτατίφ, ξαναήρθαν το επόμενο πρωί, άλλαξαν τα σεντόνια και περιμένουν μέρα με τη μέρα αυτόν που έφυγε να ξαναγυρίσει.
Εγιναν όλα πολύ γρήγορα. Εσβησε το ένα φως στον πρώτο όροφο, έσβησε στην απέναντι πολυκατοικία ένα άλλο στον τρίτο, στην πιο πέρα γειτονιά στον πέμπτο, στον τέταρτο. Πολλά δωμάτια έμειναν σκοτεινά τα βράδια, δεν τα ζεσταίνει κανένα σώμα, όσοι έμειναν πίσω έστρωσαν τα κρεβάτια, έκλεισαν το πορτατίφ, ξαναήρθαν το επόμενο πρωί, άλλαξαν τα σεντόνια και περιμένουν μέρα με τη μέρα αυτόν που έφυγε να ξαναγυρίσει.
Εγιναν όλα τόσο γρήγορα που κάθε μέρα, 350 άνθρωποι σε όλη τη χώρα, δεν βρίσκονται πια σπίτι για να φωτίσουν το δωμάτιο τους, το σπίτι τους, τα πρόσωπα των αγαπημένων τους. Τους πήραν μακριά, σε μία άλλη οικογένεια, εκεί που όλοι φορούν άσπρες στολές και μάσκες, που όλα είναι πιο δύσκολα, πιο επώδυνα, πιο βαριά η αναπνοή, πιο θολές οι αισθήσεις. Στις ΜΕΘ πια, ο χρόνος ξεκινά να μετρά αντίστροφα.
Το περιθώριο είναι συνήθως 11 μέρες. Τόσο κρατάει το στοίχημα της ζωής για τους ανθρώπους που έχουν μέσα τους ιό. Οι περισσότεροι προσβλήθηκαν πριν από ένα μήνα περίπου. Ζούσαν ανέμελα ίσως, λιγότερο ανέμελα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν, αλλά στο τελευταίο βήμα άρχισε ο πόνος. Η γυναίκα που μόλις πρόλαβε να γυρίσει με το παιδί στο σπίτι, ο άνδρας που ένιωσε το βάρος μόλις κάθισε στο γραφείο, ο ηλικιωμένος που κατάλαβε ότι η ώρα ζυγώνει, πόνος στο κεφάλι, στο στήθος, πυρετός, δυσκολία αναπνοής. Το ΕΚΑΒ κάτω από το σπίτι.
Ετσι γέμισαν τα κρεβάτια στη ΜΕΘ. Οταν άνοιξαν τα μάτια τους, ένα σωρό άνθρωποι ήταν πάνω και δίπλα στα κρεβάτια τους. Φοβισμένοι, σοκαρισμένοι, ακίνητοι, μουδιασμένοι οι μυς και ένας σωλήνας να τροφοδοτεί με αέρα τα αδύναμα πνευμόνια. Ενας γιατρός σκυμμένος στο προσκέφαλο του πρώτου κρεβατιού, λέει στον ηλικιωμένο ασθενή ότι έχει διασωληνωθεί. Λίγα κατάλαβε αλλά ένιωσε το ζεστό χέρι της νοσοκόμας στο δικό του να τον καθησυχάζει.
Δίπλα του ο άντρας που σωριάστηκε στο γραφείο, μία γιαγιά που έμενε στο γηροκομείο, ένας παππούς που το έλεγε η περδικούλα του και βοηθούσε στο μάζεμα της ελιάς, και άλλος, και άλλη και κοντά στο παράθυρο η μαμά που μόλις πρόλαβε να βάλει το παιδί να φάει μετά το σχολείο. Αλλά το παιδί κατάλαβε, όπως είχε καταλάβει και η μητέρα του. Και το είπε αμέσως στα αδέρφια του που συγκλονίστηκαν όχι μόνο για το φως που έμεινε κλειστό στο δωμάτιο αλλά και για τα πιάτα που έμειναν στη θέση τους, το ταψί που δεν μπήκε στο φούρνο, το φαγητό που δεν μαγειρεύτηκε.
Και ήξεραν ότι εκεί που την πήγαν είναι μόνη όπως μόνοι είναι όλοι οι άνθρωποι που έχουν αυτό μέσα τους όταν φύγουν από το σπίτι. Και κάθισαν και έκοψαν ένα μεγάλο πανί και έγραψαν πάνω του μαμά σε αγαπάμε, έγραψαν και τα ονόματά τους, και έτρεξαν στον περίβολο του νοσοκομείου αλλοίμονο κι αν δεν μάθαιναν που είναι η Εντατική, το παράθυρο που μπαίνει το πρώτο φως της μέρας, και κρέμασαν απέναντι μακριά σε ένα τοίχο το πανό για να το δει μόλις ξυπνήσει και να το βλέπει συνέχεια για να ξέρει ότι τη σκέφτονται καθημερινά.
Κάπως έτσι θα ένιωσε μία γυναίκα στην πόλη Castel San Giovani στη βόρεια Ιταλία. Η Κάρλα Σάτσι, θύμα κι αυτή του κοροναϊού, είδε τον 81χρονο άντρα της, τον Στέφανο Μποτσίνι, να έχει πάρει ένα σκαμπό και το ακορντεόν του και να της παίζει τα αγαπημένα της τραγούδια έξω από την πόρτα του νοσοκομείου που νοσηλεύεται. Συμπλήρωσαν φέτος 47 χρόνια γάμου. Κάποια από αυτά τα τραγούδια, τα είχε παίξει κάτω από το σπίτι της, όταν την πρωτογνώρισε.
Στην Εντατική κανείς δεν μάλωσε τους ασθενείς. Κανείς από τους γιατρούς ή τις νοσοκόμες δεν ζήτησε από τους ανθρώπους που αναπνέουν με μηχανική υποστήριξη εξηγήσεις γιατί δεν ήταν προσεκτικός. Δεν είναι μία απλή μάχη αυτή. Και κανείς τους δεν είναι μόνος. Είναι στοίχημα προσωπικό για τους γιατρούς η νίκη μέχρι τέλους.
Το δείχνουν όταν τους μιλούν με χαμόγελο, τους βοηθούν να κουνήσουν τα χέρια τους, να κάνουν κάποιες πρόχειρες ασκήσεις, τους φροντίζουν, μιλούν μαζί τους, με όσους έχουν τις αισθήσεις τους και αρχίζουν να νιώθουν καλύτερα. Υπάρχουν ασθενείς που μπορούν να μιλήσουν και οι νοσηλεύτριες τους έχουν κάνει το χατίρι και τους έχουν βοηθήσει να επικοινωνήσουν τηλεφωνικά με κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο. Κάποιοι είναι σε κώμα, και τους ξυπνούν όταν ο οργανισμός τους αποδεικνύεται πως έχει ακόμη θέληση για ζωή.
Το είχε πει παλιότερα ένας από τους καλύτερους Ελληνες εντατικολόγους που χρειάστηκε να νοσηλέψει στη ΜΕΘ έναν άνθρωπο για τον οποίο συγκινήθηκε όλη η Ελλάδα. Είναι σκληρός ο θάνατος, χτυπάει με πολλαπλά χτυπήματα. Ξέρεις όμως, δεν του περνάει πάντα. Είμαστε κι εμείς σκληρά καρύδια.
Είναι οι χειρότερες μέρες της πανδημίας. Εχει διασπαρεί παντού ο ιός. Σπάρθηκαν άνεμοι και θερίζονται θύελλες. Πάνω από 20 άνθρωποι εισάγονται στην Εντατική καθημερινά. Οι νεκροί πλησιάζουν γοργά τους 1.000.
Στην Εντατική χάνουν τη μάχη με τη ζωή 4 με 5 ή ίσως έξι άνθρωποι στους 10. τα κρεβάτια γεμίζουν αμέσως. Δεν υπάρχει χρόνος να αναρωτηθεί κανείς που πήγε η κυρία δίπλα, πού πήγε ο κύριςο στο πιο κει κρεβάτι. Τα κατάφερε; Κάποιοι από αυτούς θα ξαπλώσουν ξανά στο κρεβάτι του σπιτιού και θα ανοίξου το πορτατίφ το βράδυ. Θα φωτίσει το σπίτι. Αλλοι δεν θα γυρίσουν ποτέ, δεν θα δουν κανέναν για να αποχαιρετήσουν.
Η αλήθεια είναι πως μερικοί άνθρωποι, είχαν αποχαιρετήσει χρόνια πριν δικούς τους ανθρώπους, και συνέχισαν μόνοι τη ζωή τους. Μία νοσηλεύτρια είπε πως κάποιοι μεγάλοι άνθρωποι, έμειναν στην Εντατική λιγότερο από 11 μέρες. Αλλά ένιωσαν πως στο τέλος, άνθρωποι νοιάστηκαν γι’ αυτούς.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις