Αντεθνικόν το αναληθές
Ο Ιάκωβος Πολυλάς, στα «Προλεγόμενα» του μέχρι τότε ανέκδοτου ποιητικού έργου του Διονυσίου Σολωμού, διέσωσε μια ρήση του τελευταίου που έμελλε να γράψει κατόπιν τη δική της ιστορία: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές»
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
«Οι κάτοικοι μόλον τούτο ανεγνώρισαν κατ’ επανάληψιν, ότι οσάκις έδωκαν ακρόασιν εις ξενικάς υποσχέσεις, ηπατήθησαν, και ότι ηθέλησαν ν’ αποπλανηθώσιν από τον δρόμον της υποταγής και της πίστεως, την οποίαν εις την νόμιμον οθωμανικήν εξουσίαν την παρά του Θεού προστατευομένην, οι ξένοι ωφελήθησαν από την πλάνην ταύτην, και η αστόχαστος αύτη θυσία εγένετο χρήσιμος μόνο εις τα συμφέροντα των ξένων. Οι Πελοποννήσιοι και οι κάτοικοι του Αιγαίου πελάγους επιμένουν εις το να ακούουν τους σφαλερούς λόγους των πρωταιτίων και τας πονηράς συμβουλάς των ξένων, οι οποίοι με επιτηδείαν προμελέτην ομιλούντες, φροντίζουν να κρύπτουν τας αληθινάς περιστάσεις των πραγμάτων, και παρεξηγούν επί κακού της κραταιάς βασιλείας, την ευσπλαχνίαν και συγκατάβασιν προς εκείνους οι οποίοι νοούν με ειλικρίνειαν. Ούτω πεπλανημένοι υποπτεύουν ότι μετά την επιστροφήν των, τους περιμένει τιμωρία ανάλογος με το πταίσμα των. Η δε πρόνοια της Εκκλησίας θέλει κατά τούτο να μιμηθή το παράδειγμα του ευαγγελικού ποιμένος, και να ζητήση το πεπλανημένον πρόβατον δια να το επαναφέρη εις πνευματικήν και πολιτικήν ποίμνην από την οποίαν απεμακρύνθη, δια να το αναπαύση υπό την σκιά του βασιλικού ελέους και να το εμπιστευθή εις τας φροντίδας του».
Επιστολή του Πατριάρχου Αγαθαγγέλου Α΄ και της Ιεράς Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως προς τους Ελληνας (20 Φεβρουαρίου 1828)
Ο Ιάκωβος Πολυλάς, στα «Προλεγόμενα» του μέχρι τότε ανέκδοτου ποιητικού έργου του Διονυσίου Σολωμού, διέσωσε μια ρήση του τελευταίου που έμελλε να γράψει κατόπιν τη δική της ιστορία: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές». Η εμβληματική φράση βρέθηκε εν συνεχεία στα χείλη πολλών ιστορικών προσωπικοτήτων, συχνά εκ διαμέτρου αντίθετων φρονημάτων – με ορισμένες, μάλιστα, εξ αυτών, ο ίδιος ο Σολωμός, εάν του δινόταν η δυνατότητα, να μην ήθελε να μοιράζεται ούτε τον πιο άθλιο κοινόχρηστο χώρο. Ανεξάρτητα, όμως, από το ειδικό βάρος και την ερμηνεία που έδινε η καθεμιά ιστορική προσωπικότητα στη φράση του εθνικού μας ποιητή, όλες όφειλαν να αντιμετωπίσουν τα δύο δυσάρεστα συμπαρομαρτούντα, επί των οποίων η φράση δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας.
Κατά πρώτον, η επιτακτική προτροπή «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί», σαφώς και υποδήλωνε ότι το έθνος δεν έχει την αλήθεια στο αίμα του, το έθνος εκπαιδεύεται στην αλήθεια, όπως κάλλιστα – αλίμονο! – μπορεί να εκπαιδευτεί και στο ψέμα. Κατά δεύτερον, εάν δεχτούμε ως «εθνικόν ό,τι είναι αληθές», αναπότρεπτα θα πρέπει να δεχτούμε και ως αντεθνικόν ό,τι είναι αναληθές. Αναπότρεπτα; Οχι δα. Στο διάστημα των δύο αιώνων που μεσολάβησαν από την Επανάσταση του 1821, παρακολουθήσαμε αναρίθμητες ευρηματικές μεθόδους αποτροπής, εμπνευσμένες από την αθάνατη προκρούστεια αντίληψη: «Εάν τα πόδια σου περισσεύουν από το κρεβάτι, τόσο το χειρότερο για τα πόδια σου». Ή όπως αποκρίθηκε ο Ναπολέων Βοναπάρτης σε κάποιον στρατηγό του που κοκορεύτηκε επειδή ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός του: «Αυτό διορθώνεται».
Από όλους τους εθνικούς ζωτικούς μύθους που αντικατέστησαν μετεπαναστατικά την πικρή αλήθεια στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, ανθεκτικότερος υπήρξε ο ζωτικός μύθος της αρμονικής σύμπλευσης Γένους κι Εκκλησίας στα τετρακόσια χρόνια (με τις κατά τόπους αυξομειώσεις) της οθωμανικής κατοχής. Οι λόγοι της ανθεκτικότητας είναι προφανείς, παρότι διαφορετικοί ανά περίοδο. Τον πρώτο μετεπαναστατικό αιώνα (ας πούμε, χονδρικά, έως το 1922), μια περίοδο επιθετικού και ιδιαίτερα καρποφόρου εθνικού αλυτρωτισμού, η Εκκλησία δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να αποδεχτεί ότι κατά καιρούς, όχι μονάχα δεν στεκόταν αρωγός στην εθνική προσπάθεια, αλλά και ότι συνειδητά την υπονόμευε· για του λόγου το αληθές, είχε πάντοτε πρόχειρο ένα μαρτυρολόγιο με ιερωμένους (από τον κατώτερο κλήρο κυρίως) που έδωσαν πράγματι τη ζωή τους στον εθνικό αγώνα. Τον δεύτερο μετεπαναστατικό αιώνα (έως τις ημέρες μας) η Εκκλησία είχε πλέον την πολυτέλεια να σηκώνει το δάχτυλο και να υποδεικνύει ως εθνικό μειοδότη όποιον δεν ήταν της αρεσκείας της, εκτός φυσικά από τον εαυτό της· με το δικό της αφήγημα κυρίαρχο στα σχολεία και στα κατηχητικά – δυσδιάκριτα διαφορετικά κάποιες ζοφερές εποχές – δεν φοβόταν τους περιθωριακούς ψιθύρους αμφισβήτησης.
Αναρωτηθήκαμε ποτέ ποια αδήριτη εθνική ανάγκη επέβαλε το 1833 στην Εκκλησία της Ελλάδος να διακηρύξει την ανεξαρτησία της – το «αυτοκέφαλό» της – έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επισύροντας την οργή του και υποχρεώνοντάς το αρχικά (έως το 1850) να αποκηρύξει την Εκκλησία μας ως «σχισματική»; Δεν χρειάζεται να είμαστε ξεφτέρια γεωπολιτικής· αρκεί να ρίξουμε μια βιαστική ματιά στον χάρτη. Ενα Πατριαρχείο που κατοικοεδρεύει στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πώς μπορεί να εναρμονίσει τα συμφέροντά του μ’ ένα αρτιγέννητο εθνικό κράτος, εξ ορισμού εχθρικό προς την Υψηλή Πύλη;
Και αν ακόμη ήθελε το Πατριαρχείο, θα του το επέτρεπε η Αυτοκρατορία; Αστείο και να το συζητάμε. Αλλωστε, εκεί βασίζονται και όσοι ισχυρίζονται ότι το Φανάρι ήταν εκ των πραγμάτων αναγκασμένο να χρησιμοποιεί «διπλή γλώσσα» – μια (φανερά) δουλική προς τον Σουλτάνο και μια (κρυφά) επαναστατική προς τους Ραγιάδες. Ετσι εξηγούν τη σύγκρουση των Διαφωτιστών (ιδίως του Αδαμάντιου Κοραή) με το Πατριαρχείο, την αποκήρυξη και το ανάθεμα για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη κ.ο.κ. Βεβαίως, όποιος έχει μελετήσει στοιχειωδώς τα διπλωματικά δρώμενα εκείνων των ημερών – με δεδομένη τη θέληση της Ιεράς Συμμαχίας να προστατεύσει την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – κατανοεί πως, ανάλογη συνωμοτική «θέαση» της δράσης του Πατριαρχείου, θα εύρισκε φιλόξενη στέγη μονάχα στις σελίδες του Ζεράρ ντε Βιλιέ.
Και καλά το 1821: η εξέγερση ίσα που ξέσπασε και κανένας νουνεχής, είτε ρασοφόρος είτε φρακοφόρος, δεν θέλει να εκτεθεί ανεπανόρθωτα εκδηλώνοντας πρόωρα τις εθνικές του προτιμήσεις. Αλλά τον Φεβρουάριο του 1828, επτά χρόνια αργότερα, όταν ο Πατριάρχης Αγαθάγγελος Α΄ απευθύνει προς τους εξεγερμένους τη… στοργική επιστολή του; Εχουν χυθεί ποταμοί αίματος, έχει προηγηθεί – μόλις τέσσερις μήνες πριν – η ναυμαχία του Ναυαρίνου, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος έχει καταστραφεί (ο Ιμπραήμ όμως παραμένει στην Πελοπόννησο) και οι Τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, επιτέλους, έχουν δώσει την ευλογία τους στον Ιωάννη Καποδίστρια. Περιμένεις τώρα ο Αγαθάγγελος να λύσει τη σιωπή του και ν’ ακολουθήσει τη φωνή της καρδιάς του. Αμ δε. Ο Πατριάρχης στέλνει τέσσερις μητροπολίτες στον Μωριά και στο Αρχιπέλαγος για να μεταφέρουν στους ραγιάδες τους όρους του Σουλτάνου: γη και ύδωρ έναντι βασιλικού ελέους· πίσω στα κλουβιά μας κι όλα μέλι – γάλα. Η προσφορά έχει και deadline: «Μη χάνετε την πολύτιμον ταύτην περίστασιν, την οποίαν μετά ταύτα θα ζητήσετε χωρίς να δυνηθήτε να την εύρητε». Ο Καποδίστριας απαντάει στον Πατριάρχη με τον αποτροπιασμό του. Το ίδιο και η Ιστορία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις