Η χορήγηση αντισωμάτων που απομονώνονται από το αίμα ασθενών μετά την ανάρρωσή τους από πνευμονία Covid-19 απέτυχε να βοηθήσει τους ασθενείς του κοροναϊού σε μια από τις ελάχιστες δημοσιευμένες μελέτες ως σήμερα.

Η πειραματική θεραπεία με πλάσμα επιζώντων, η οποία είχε χαρακτηριστεί «ιστορικό επίτευγμα» από τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, δεν βελτίωσε την κατάσταση των ασθενών, ούτε μείωσε την πιθανότητα θανάτου περισσότερο από ό,τι η χορήγηση placebo, καταλήγει η μελέτη στο New England Journal of Medicine.

Παρά τις περιορισμένες ενδείξεις για την αποτελεσματικότητά της, η θεραπεία πλάσματος συνεχίζεται να εφαρμόζεται σε ασθενείς στις ΗΠΑ, επισημαίνει το πρακτορείο Reuters.

Πλάσμα είναι το υγρό του αίματος μέσα στο οποίο κυκλοφορούν μεταξύ άλλων ελεύθερα αντισώματα.

Τον Οκτώβριο, μικρή μελέτη στην Ινδία διαπίστωνε ότι η θεραπεία πλάσματος απάλυνε τα συμπτώματα ασθενών με Covid-19, όπως η δύσπνοια και η κόπωση, δεν περιόριζε όμως τον κίνδυνο θανάτου ή υποτροπής.

Η νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε στην Αργεντινή με τη συμμετοχή 333 νοσηλευόμενων ασθενών με σοβαρή πνευμονία Covid-19, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και έλαβαν είτε πλάσμα είχε placebo (ψευδοφάρμακο).

Τριάντα μέρες μετά την πρώτη δόση, οι ερευνητές δεν βρήκαν καμία σημαντική διαφορά στην ένταση των συμπτωμάτων. Η θνησιμότητα ήταν σχεδόν ίδια και στις δύο ομάδες: 11% στην ομάδα του πλάσματος και 11,4% στην ομάδα ελέγχου, μια διαφορά που δεν θεωρήθηκε στατιστικά σημαντική.

Σύμφωνα πάντως με τον επικεφαλής της δοκιμής, τον δρ Βεντούρα Σιμόνοβιτς του Ιταλικού Νοσοκομείου του Μπουένος Άιρες, τα έτοιμα αντισώματα δεν αποκλείεται να βοηθούν τους ασθενείς με ηπιότερα συμπτώματα, αυτό όμως θα πρέπει να εξεταστεί με νέες μελέτες.

Ο Σιμόνοβιτς τόνισε ακόμα ότι το πλάσμα ασθενών που ανάρρωσαν από τον κοροναϊό δεν υπάρχει σε επαρκείς ποσότητες για ευρεία χρήση.

Για ασθενείς με σοβαρή πνευμονία Covid-19, «άλλες θεραπείες που βασίζονται σε αντισώματα θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο» είπε ο ερευνητής, αναφερόμενος στις δύο θεραπείες αντισωμάτων που έχουν λάβει έγκριση στις ΗΠΑ, μία της εταιρείας Regeneron και μία της Eli Lilly.