Οι εξαφανισμένες βαλίτσες της βασίλισσας Φρειδερίκης και η ιστορία του Τατοϊου
Περί τις 70 βαλίτσες και μπαούλα βρέθηκαν στο βασιλικό κτήμα του Τατοΐου καθώς και σε άλλα βασιλικά ακίνητα, γράφει σήμερα ο ΒΗΜΑτοδότης.
- Συνεχίζεται ο «πόλεμος» καταγγελιών στον ΣΥΡΙΖΑ για νοθεία - Τη σκυτάλη παίρνει η Επιτροπή Νομιμοποίησης
- Η Μπιγιονσέ έπαθε... Πάμελα Άντερσον και το διαδίκτυο έχασε το μυαλό του
- Ακρόαση Τζιτζικώστα: «Βγάλτε τον έξω» φώναζε η Βόζεμπεργκ όταν επιχείρησε να ρωτήσει ο Παπαδάκης
- Έλα Έμχοφ και Ιβάνκα Τραμπ: Οι δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου προεκλογικού νομίσματος
Περί τις 70 βαλίτσες και μπαούλα βρέθηκαν στο βασιλικό κτήμα του Τατοΐου καθώς και σε άλλα βασιλικά ακίνητα, γράφει ο ΒΗΜΑτοδότης της Παρασκευής.
Ήταν σχεδόν εξαφανισμένα, κάτω από τόνους σκόνης. Άρχισαν όμως μέρα με τη μέρα να αποκαλύπτονται. Με προσοχή όμως και με τη μέθοδο που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι για τα αρχαία αντικείμενα, ώστε όταν εμφανισθούν στο φως να μην πάθουν καμία φθορά.
Τόσα χρόνια οι βαλίτσες παρέμεναν εξαφανισμένες σε ντουλάπες και σε ερμάρια χωρίς ποτέ κανείς να ενδιαφερθεί για το τι έχουν μέσα και γιατί δεν είχαν μεταφερθεί τότε αλλού, όπως είχε μεταφερθεί με νταλίκες η υπόλοιπη βασιλική περιουσία.
Τα μυστήρια των βασιλικών κτημάτων αναμένονται να συνεχιστούν έως ότου ανοίξουν και τα 70 μπαούλα και τα συρτάρια, έως ότου δηλαδή φωτιστεί η κάθε γωνιά του κτήματος του Τατοΐου. Την όλη επιχείρηση την έχει αναλάβει προσωπικά η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, η οποία συχνά επισκέπτεται το βασιλικό κτήμα. Να σημειώσω ότι βρέθηκαν στον σταύλο του Βασιλέως Γεωργίου, πέραν από τις άμαξες και πολλά μπουκάλια κόκκινου ξηρού κρασιού κάπου 70 χρονών (όπως μου είπαν) με την ετικέτα να γράφει «Δεκέλεια»!
Η ιστορία των ανακτόρων
Το 1872 ο Γεώργιος Α’ αγοράζει έπειτα από προτροπή του θρυλικού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ μια έκταση 20.000 στρεμμάτων στο Τατόι Αττικής.
Αν και ο Τσίλλερ οραματιζόταν ένα τεράστιο ανακτορικό συγκρότημα ανάλογο των Βερσαλλιών, ο βασιλιάς απέρριψε τα σχέδιά του, καθώς προόριζε την έκταση για τη δημιουργία ενός κτήματος αναψυχής.
Πράγματι, αρχικά η προσοχή του Γεώργιου Α’ εστιάστηκε στην δημιουργία ενός τεράστιου τεχνητού δάσους, όπου μάλιστα δημιούργησε δύο τεχνητές λίμνες και απελευθέρωσε κόκκινα ελάφια από την Ουγγαρία.
Ο Τσίλλερ σχεδίασε ένα απλό διώροφο σπίτι, το οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε «ελληνοελβετικού ρυθμού», που προοριζόταν για το ρόλο του βασιλικού ξενώνα. Το κτίριο ολοκληρώθηκε το 1874 και αποτέλεσε την πρώτη εξοχική κατοικία της βασιλικής οικογένειας.
Στην πορεία της σχετικά σύντομης ιστορίας του, το λιτό κτίριο του Τσίλλερ πρόλαβε να γνωρίσει την προσθήκη ενός επιπλέον ορόφου που αλλοίωσε τις αναλογίες και τον νεοκλασσικό του διάκοσμο, ενώ κάηκε ολοσχερώς στη μεγάλη πυρκαγιά του 1916 και κατεδαφίστηκε το 1937. Κάποια ερείπιά του εξακολουθούν να είναι ορατά μέχρι σήμερα.
Το 1884 ξεκινά η οικοδόμηση του νέου, κυρίως ανακτόρου από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη. Κατ’ εντολή της βασίλισσας Όλγας, ο Μπούκης ταξίδεψε στη Ρωσία, όπου και αποτύπωσε μια αγροικία αγγλικού τύπου στο συγκρότημα ανακτόρων του Πέτερχοφ, που ανήκαν στον θείο της, τσάρο Αλέξανδρο τον Β’. Αρχιτέκτονας του αρχικού κτιρίου υπήρξε ο Άγγλος Adam Menelaus.
Η βασιλική οικογένεια κατοίκησε για πρώτη φορά στα νέα ανάκτορα το 1889. Έκτοτε τα επισκεπτόταν κάθε χρόνο από τα τέλη Μαΐου έως και αργά το Φθινόπωρο.
Το 1898 το κτήμα στο Τατόι υπερδιπλασιάζεται μέσα από αγορές αλλά και την παραχώρηση στον βασιλιά από τη Βουλή του εθνικού κτήματος Μπάφι και ξεκινά σταδιακά η δημιουργία ενός ολόκληρου χωριού.
Στο τέλος του αιώνα, το ανάκτορο περιτριγυριζόταν ήδη από δεκάδες κτίρια, μεταξύ των οποίων συγκροτήματα εργατικών κατοικιών, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη φρουρά.
Ένας παλιός ανεμόμυλος, ο οποίος υπήρχε στο κτήμα ήδη από όταν βρισκόταν στην ιδιοκτησία της οικογένειας Σούτσου (1842 – 1872) μετατράπηκε σε αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα που είχαν έρθει στο φως κατά τη διάρκεια των εργασιών.
Άλλωστε, ο Δανός δασολόγος και αρχαιολάτρης Λούντβιχ Μούντερ, ο οποίος ήταν διευθυντής του κτήματος στο Τατόι, ανακάλυψε το 1888 σε κοντινή απόσταση αρχαίο τύμβο, ο οποίος ενδέχεται να είναι ο τάφος του τραγικού ποιητή Σοφοκλή.
Δυστυχώς, ο ανεμόμυλος κάηκε επίσης στη μεγάλη πυρκαγιά του 1916.
Άλλο ένα εμβληματικό κτίριο του συγκροτήματος, το οποίο επιβιώνει ακόμη, είναι εκείνο που κάποτε στέγαζε το «Τατόιον», ένα φημισμένο ξενοδοχείο της εποχής.
Ένα από τα στοιχεία που προσθέτουν αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον στα ανάκτορα του Τατοΐου, είναι το γεγονός πως καθώς επεκτείνονταν σταδιακά, τα κτίρια που συνθέτουν το συγκρότημα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους σε ρυθμό και επιρροές.
Η ελληνική ιστορία στα ανάκτορα
Αν και αποτελούσαν ιδιωτικό χώρο, με αποτέλεσμα να μην πρωτοστατούν στις εξελίξεις της περιόδου της δόξας τους, τα θερινά ανάκτορα στο Τατόι «είδαν» πολλές δραματικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ενώ ο ρόλος τους σε αυτές δεν ήταν πάντα ξεκάθαρος.
Το 1917 οι δυνάμεις της Αντάντ εκδιώκουν τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο από το Τατόι. Το 1920 ο πρίγκιπας Αλέξανδρος βρίσκει βασανιστικό θάνατο μετά από το δάγκωμα μιας μαϊμούς που ανήκε στον Γερμανό γεωπόνο Στουρμ.
Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας (1924 – 1935) μέρος των ανακτόρων μετατράπηκε σε μουσείο αφιερωμένο στη βασιλική δυναστεία, ενώ παράλληλα αποτέλεσε θερινή κατοικία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σε αυτή την περίοδο της αβασίλευτης δημοκρατίας, την διεύθυνση του κτήματος στο Τατόι ανέλαβε ο βενιζελικός δασολόγος Βασίλειος Δρούβας, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που θέσπισε μια σειρά από αυταρχικά μέτρα και επέκτεινε τις οικονομικές δραστηριότητες.
Με την επαναφορά της βασιλείας, ο Κωνσταντίνος διατήρησε τον Δρούβα στη θέση του, παρά το αντιβασιλικό του παρελθόν.
Τον χειμώνα του 1941 στον χώρο του ανακτόρου έγιναν υπό τον Γεώργιο Β’ οι συσκέψεις ενόψει της γερμανικής επίθεσης, αλλά και εκείνες που προηγήθηκαν της φυγής της βασιλικής οικογένειας στην Αίγυπτο, τη Ν. Αφρική και το Λονδίνο μετά την κατάρρευση του Μετώπου τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής και ενώ ο λαός της Αθήνας λιμοκτονούσε, τα ανάκτορα γνώριζαν οικονομική άνθιση, καθώς ο Δρούβας αποφάσισε να εντείνει τις καλλιέργειες και το εμπόριο των προϊόντων που παράγονταν στο Τατόι.
Παράλληλα, συναλλασσόταν τόσο με τους αντάρτες όσο και με την κυβέρνηση της κατοχής, καταφέρνοντας μέχρι το 1944 να κρατήσει το κτήμα σε γενικές γραμμές αλώβητο.
Το Πάσχα του 1944 οι αντάρτες κάνουν την εμφάνισή τους, κρατώντας αρχικά φιλική στάση απέναντι σε όλους τους κατοίκους.
Στη συνέχεια, ωστόσο, οι κάτοικοι χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα, με τους νέους υπαλλήλους και εργάτες – πολλοί εκ των οποίων ήταν πρόσφυγες – να παίρνουν το μέρος του ΕΑΜ και τους παλιότερους να στρέφονται εναντίον του.
Μέχρι το Φθινόπωρο, το ΕΑΜ είχε καταλάβει πλήρως την εξουσία του κτήματος. Το τέλος της παρουσίας του στο Τατόι γράφτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου με τρεις εκτελέσεις εργατών και εμπρησμό του κτήματος.
Το 1948 η βασιλική οικογένεια εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στα ανάκτορα του Τατοΐου, για όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Στα τέλη του 1966, στο ανάκτορο του Τατοΐου λαμβάνουν χώρα οι δυο μυστικές συναντήσεις του Γεώργιου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλο, με στόχο την πτώση της κυβέρνησης των «αποστατών».
Στο τέλος του 1967 και εν μέσω της Χούντας των Συνταγματαρχών, η βασιλική οικογένεια εγκαταλείπει τα ανάκτορα και διαφεύγει στη Ρώμη.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά στην ιστορία τους που κατοικήθηκαν.
Την 1η Ιουνίου του 1973 η Χούντα καταργεί τη βασιλεία και το Τατόι περνά για πρώτη φορά στην κυριότητα του ελληνικού κράτους.
Ωστόσο, η διαδικασία χρειάστηκε να «τριτώσει» για να μονιμοποιηθεί το 2003.
Η οδύσσεια της κρατικοποίησης και το βασιλικό ριφιφί
Το δράμα της δικαστικής διαμάχης μεταξύ ελληνικού δημοσίου και τέως βασιλικής οικογένειας για το Τατόι είχε τρεις πράξεις και έριξε την αυλαία του το 2003.
Όπως προαναφέρθηκε, είχε προηγηθεί η κρατικοποίηση του κτήματος στο Τατόι από την Χούντα το 1973, ενώ είχε μεσολαβήσει μια δεκαετής περίοδος διαπραγματεύσεων μεταξύ του Κωνσταντίνου και των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Μητσοτάκη, η οποία κατέληξε σε αδιέξοδο το 1994.
Τότε ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε δικαστική διαμάχη, η οποία κατέληξε στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι σε αντίθεση με τα χειμερινά ανάκτορα, τα ανάκτορα στο Τατόι, το Μον Ρεπό και το Πολυδένδρι αποτελούσαν ιδιωτική ιδιοκτησία της οικογένειάς του, η οποία δεν προέκυπτε από τον θεσμικό ρόλο της στο ελληνικό δημόσιο και επομένως έπρεπε να αποζημιωθούν.
Εντέλει, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε στο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει αποζημίωση ύψους 13,2 εκατομμυρίων ευρώ.
Στο διάστημα που μεσολάβησε, ωστόσο, και συγκεκριμένα το 1992, οι υπουργοί Ι. Παλαιοκρασσάς, Σ. Χατζηγάκης και Γ. Σούρλας της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη συνήψαν συμφωνία με τον πρώην μονάρχη, η οποία δεν ανακοινώθηκε δημόσια αλλά ούτε και στα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής επιτράπηκε στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο να απομακρύνει «προσωπικά αντικείμενα» από το παλάτι, οδηγώντας στο διαβόητο σκάνδαλο με τα κοντέινερ.
Ο Κωνσταντίνος απέσπασε από το ανάκτορο του Τατοΐου εννέα κοντέινερ με μεικτό βάρος 32 τόνων σε έξι νταλίκες.
Το ακριβές περιεχόμενο των κοντέινερ εξακολουθεί να καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου, το οποίο πιθανότατα θα διατηρηθεί στο επέκεινα.
Σύμφωνα με δηλώσεις του τότε εκπροσώπου της Εθνικής Πινακοθήκης Μιχάλη Δουλγερίδη στο Βήμα τον Ιανουάριο του 2007, η εποπτεία του ελληνικού δημοσίου επί των αντικειμένων που συλλέχθηκαν στα κοντέινερ ήταν στην καλύτερη περίπτωση υποτυπώδης, ενώ συνέβαινε υπό τις έντονες πιέσεις εκπροσώπων της βασιλικής οικογένειας που αποκαλούσαν τα αντικείμενα «οικοσκευή» του Κωνσταντίνου.
Πάντως φαίνεται πως ανάμεσα στα όσα αποσπάστηκαν με την άδεια της κυβέρνησης συμπεριλαμβάνονταν πίνακες μεγάλης αξίας, ενώ δημοσιεύματα της εποχής σημείωναν ότι «πιστεύεται ότι συμπεριλαμβάνονται και τα κοσμήματα των Ρομανόφ του 1830».
Σημειώνεται ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε το 2003 κάλυπτε και την κινητή περιουσία που βρισκόταν εντός των ανακτόρων, σημαντικό μέρος της οποίας βρισκόταν ήδη στα χέρια του τέως βασιλιά.
Μέρος των πολύτιμων αντικειμένων ρευστοποιήθηκε σε δημοπρασία του οίκου Christie’s το 2007.
Προκειμένου να επιτύχει την πώλησή τους, ο Κωνσταντίνος ισχυρίστηκε ότι τα συγκεκριμένα αντικείμενα αποτελούσαν οικογενειακά κειμήλια, τα οποία αγοράστηκαν από την ίδια την οικογένεια για την επίπλωση της οικίας τους ή ως μέρος προσωπικής συλλογής ή αποτελούσαν προσωπικά δώρα συγγενών τους.
Ωστόσο, ο οίκος Christie’s στήριξε την προώθηση των αντικειμένων εν μέρει στο γεγονός ότι «η συλλογή καταδεικνύει το εύρος των βασιλικών δυναστικών σχέσεων της Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας», υπονοώντας ότι προέκυψαν στο πλαίσιο διεθνών σχέσεων.
Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται πως με την κατάλυση της μοναρχίας θα έπρεπε να περάσουν στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις