Η επιστροφή του «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ
Οι επιλογές προσώπων του Τζο Μπάιντεν για τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής δείχνουν ότι εν μέρει επιστρέφουμε στο δόγμα του «φιλελεύθερου παρεμβατισμού»
Στον επιστημονικό χώρο που ασχολείται με τα ζητήματα των Διεθνών Σχέσεων τα διαφορετικά ρεύματα σκέψεις, οι μεγάλες θεωρητικές κατασκευές, ή «μεγάλες στρατηγικές» όπως κάποιες φορές περιγράφονται, αποτελούν ταυτόχρονα αναλυτικά εργαλεία, προτάσεις πολιτικής αλλά και μορφές ιδεολογικής νομιμοποίησης. Ο τρόπος δε που κωδικοποιούνται σε διάφορες στιγμές δεν έχει να κάνει μόνο με την ανάγκη ένταξης σε θεωρητικά «παραδείγματα», που είναι ενδημική του πανεπιστημιακού και ερευνητικού χώρου, αλλά και τις μετατοπίσεις της εξωτερικής πολιτικής των διαφόρων χωρών και ιδίως των ΗΠΑ.
Άλλωστε, ο ευρύτερος χώρος των Διεθνών Σπουδών δεν υπήρξε ποτέ ένας χώρος αποκομμένος από την πολιτική και τη διπλωματία. Αντίθετα, πάντα συνδέθηκε με την χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό σε κρίσιμους κόμβους του διεθνούς συστήματος όπως είναι οι ΗΠΑ υποβοηθήθηκε και από τη διαμόρφωση ιδιότυπών «οικοσυστημάτων», ερευνητικών και πολιτικών συνάμα, που περιλάμβαναν τα πανεπιστήμια, τα μεγάλα think tank αλλά και τις διάφορες υπηρεσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Οι διαφορετικές σχολές σκέψεις
Λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο μεγάλος βρετανός ιστορικός E.X. Καρρ θα κωδικοποιήσει τη διαχωριστική γραμμή ως αυτή που διακρίνει τους «ουτοπιστές», δηλαδή όσους επέμεναν ότι χρειαζόταν μια οργάνωση του κόσμου στη βάση αρχών δικαίου τους «ρεαλιστές» που επέμειναν σε μια αντίληψη του διεθνούς συστήματος ως ενός ανταγωνιστικού πεδίου με συσχετισμούς δύναμης.
Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όταν και πρακτικά διαμορφώθηκε αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε Θεωρία Διεθνών Σχέσεων, κυριάρχησε το ρεύμα του ρεαλισμού. Ο κόσμος σφραγιζόταν από τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε δύο διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα και αυτό που χρειαζόταν ήταν η ισορροπία ισχύος και όπου ήταν δυνατό η υπεροχή. Το δικαίωμα επέμβασης σε ένα κυρίαρχο κράτος θεωρείτο εκτός πλαισίου, εκτός και εάν επρόκειτο για αλλαγή συσχετισμού ανάμεσα στα δύο μπλοκ.
Η μεταψυχροπολεμική περίοδος διαμόρφωσε νέες προκλήσεις καθώς δεν υπήρχε πλέον η ΕΣΣΔ ως ο μεγάλος ανταγωνιστής των ΗΠΑ για την πρωτοκαθεδρία. Σε αυτή τη φάση αναπτύσσονται διάφορα ρεύματα σκέψης. Ένα από αυτά θα προσπαθήσει να δει την έννοια της συλλογικής ασφάλειας μέσα από την κατοχύρωση της δυνατότητας στρατιωτικής επέμβασης εκεί όπου παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι αρχές του κράτους δικαίου. Ήδη ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου το 1991, παρότι έγινε με επίκληση της απάντησης σε μια παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας κυρίαρχου κράτους – την μοιραία όπως αποδείχτηκε εκτίμηση του Σαντάμ Χουσεΐν ότι θα είχε την ανοχή της Δύσης σε περίπτωση κατάληψης του Κουβέιτ – και παρότι οι ΗΠΑ επέλεξαν να μην προχωρήσουν σε επέλαση και προς την ίδια τη Βαγδάτη, αποτέλεσε ένα πρώτο παράδειγμα διαμόρφωσης συνασπισμού για στρατιωτική επέμβαση.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι ΗΠΑ θα αναπροσαρμόζουν τη στρατηγική τους καθώς σταδιακά θα διεκδικούν ολοένα και περισσότερο να κατοχυρώνουν την πρωτοκαθεδρία τους, αφήνοντας στην άκρη τις αρχικές υποσχέσεις της περιόδου 1989-1990 για μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας με περισσότερο «πολυμερή χαρακτήρα». Ήδη από την αναθεώρηση της αμερικανικής Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας επί διακυβέρνησης Κλίντον το 1997-1998 είχε γίνει σαφές ότι οι ΗΠΑ έθεταν ως προτεραιότητα την πλανητική ηγεσία.
Θα είναι κυρίως ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία αλλά και η πολεμική γύρω από την αδιαφορία για την σφαγή στη Ρουάντα που θα διαμορφώσει μια πίεση για στρατιωτικές επεμβάσεις με κίνητρα την αποτροπή ανθρωπιστικών καταστροφών.
Η επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία και κυρίως οι μαζικοί νατοϊκοί βομβαρδισμοί το 1999 που θα αποτελέσουν το πρώτο παράδειγμα μιας τέτοιας ένοπλης παρέμβασης που θα έχει ως διατυπωμένο κίνητρο την αποτροπή μιας ανθρωπιστικής καταστροφής, αν και δεν θα είναι λίγοι εκείνοι που θα επιμείνουν ήδη από τότε ότι στην πραγματικότητα αυτό αποτελούσε και ένα άλλοθι σε μια προσπάθεια των ΗΠΑ (αλλά των συμμάχων τους) να αποτυπώσουν την σαφή ηγεσία της Δύσης στον πλανήτη απέναντι στην όποια αμφισβήτηση.
Η ανάδυση του φιλελεύθερου παρεμβατισμού
Τότε είναι που ουσιαστικά διατυπώνεται και η αντίληψη του «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» ως επίσημης γεωπολιτικής ιδεολογίας, με προεξάρχουσα τόσο την κυβέρνηση Κλίντον όσο και την κυβέρνηση Μπλερ στη Μεγάλη Βρετανία αλλά και την ενθουσιώδη στήριξη στην επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία από τη μεριά της κυβέρνησης Σρέντερ, με επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας τον Γιόσκα Φίσερ. Ο τελευταίος μάλιστα εκπροσωπούσε ένα ευρύτερο ρεύμα πάλαι ποτέ ριζοσπαστών των κινημάτων του 1968 που τώρα προσχωρούσαν στη λογική των ενόπλων παρεμβάσεων στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ουσιαστικά, ο φιλελεύθερος παρεμβατισμός νομιμοποιούσε μια μεγαλύτερη καταφυγή στη χρήση βίας και μια αντίληψη ότι η κυριαρχία των κρατών δεν είναι απαραβίαστη, απλώς δεν το έκανε με τα κριτήρια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά αυτά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της εμπέδωσης δημοκρατικών θεσμών, της αποτροπής ανθρωπιστικών καταστροφών.
Η τομή της 11ης Σεπτεμβρίου 2001
Η 11 Σεπτεμβρίου 2001 αποτέλεσε μια τομή, καθώς έφερε στο προσκήνιο ένα ρεύμα σκέψης που έθετε κατεξοχήν την ανάγκη για ένοπλη κατοχύρωση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας έναντι απειλών και ουσιαστικά τη ρητή διεκδίκηση μιας σύγχρονης εκδοχής «αυτοκρατορίας» με τις ΗΠΑ στο ρόλο μιας ηγεμονικής δύναμης.
Όμως, αυτό απαιτούσε και έναν σαφή εχθρό για την νομιμοποίηση των επεμβάσεων, που τον εκπροσωπούσε ο συνδυασμός ανάμεσα στην τρομοκρατία και τα κράτη που αποτελούσαν τον λεγόμενο «Άξονα του κακού», δηλαδή το Ιράκ, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα (παρότι βέβαια κανένα από αυτά δεν είχε σχέση με τους τρομοκράτες της 11ης Σεπτεμβρίου).
Τότε θα εμφανιστεί στο προσκήνιο ένα ρεύμα παραδοσιακά συνδεδεμένο με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, οι λεγόμενοι νεοσυντηρητικοί (neocons). Στον ίδιο βαθμό οπαδοί των στρατιωτικών επεμβάσεων στο εξωτερικό με τους υποστηρικτές του φιλελεύθερου παρεμβατισμού, υποστήριζαν ότι δεν χρειαζόταν κάποια επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ ήταν ακόμη πιο επιθετικοί στην αντίληψή τους για την ένοπλη εξαγωγή «δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς» όπως αυτή αποτυπώθηκε στην αντίληψη του nation-building, μιας αλαζονικής πεποίθησης ότι μπορεί να ανασυγκροτηθεί πλήρως μια χώρα σε συνέχεια μιας στρατιωτικής επέμβασης, αντίληψη που θα αποτύχει τραγικά τόσο στο Ιράκ όσο και στο Αφγανιστάν. Κομβική πλευρά αυτής της επιθετικής αντίληψης και η λογική των προληπτικών (pre-emptive) επεμβάσεων ή χτυπημάτων.
Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι σε αυτή την επιθετική παρεμβατική πολιτική, οι neocons θα έχουν την υποστήριξη αρκετών οπαδών του «φιλελεύθερου παρεμβατισμού», που θεωρούσαν ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να αναλάβουν το ρόλο του ηγεμόνα. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν είχε στηρίξει τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003.
Η εποχή Ομπάμα
Στην εποχή Ομπάμα φάνηκε ότι η αντίληψη του «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» ξανακέρδιζε έδαφος. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή τη βάση θα νομιμοποιηθεί τελικά και η στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη, που γνωρίζουμε ότι είχε τελικά καταστροφικά αποτελέσματα.
Ωστόσο, οι δύο θητείες του Ομπάμα ακολούθησαν την μεγάλη υπερέκθεση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων τόσο στο Ιράκ όσο και στο Αφγανιστάν της εποχής Μπους, αλλά και την οικονομική κρίση του 2008. Αυτό είχε αποτέλεσμα μια διστακτικότητα ως προς την ανάληψη επιπλέον ενόπλων παρεμβάσεων εκτός συνόρων.
Μάλιστα, θα είναι σε σχέση με τη Συρία όπου θα υπάρξουν και οι πιο έντονες φωνές για ανάληψη στρατιωτικής πρωτοβουλίας απέναντι στις κυβερνητικές δυνάμεις. Όμως, και εδώ θα υπάρξει ταλάντευση, την ίδια ώρα που σταδιακά η εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους θα θέσει άλλες προτεραιότητες.
Πάντως δεν είναι τυχαίο ότι άνθρωποι όπως η επιλογή του Μπάιντεν για την θέση του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν αλλά και άλλα στελέχη που θα παίξουν ρόλο στην αμερικανική εξωτερική πολιτική την επόμενη περίοδο, είχαν σημαντική παρουσία και στην περίοδο της διακυβέρνησης Ομπάμα.
Την ίδια ώρα, η κατεξοχήν γεωπολιτική επιλογή των ΗΠΑ που σχετίζεται με αυτό που ονομάζουμε «Νέος Ψυχρός Πόλεμος», δηλαδή η αντιπαράθεση με τη Ρωσία γύρω από το ζήτημα της Κριμαίας, επίσης διατυπώθηκε ως πολιτική στη βάση μιας αντίληψης «φιλελεύθερου παρεμβατισμού.
Η αναδίπλωση της εποχής Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε διακηρύξει ότι θα ακολουθούσε μια διαφορετική προσέγγιση. Αρχικά τουλάχιστον φάνηκε ότι επιθυμούσε μια αναδίπλωση πιο κοντά σε αυτό που στην αμερικανική παράδοση περιγράφεται ως «απομονωτισμός». Από αυτό προέκυπτε και η επιμονή του για την απεμπλοκή από μεγάλες και πολυδάπανες πολεμικής συγκρούσεις. Την ίδια στιγμή άλλες επιλογές του, όπως ο τρόπος που διαχειρίστηκε την Βόρεια Κορέα ή τον εμπορικό πόλεμο με την Κούβα παρέπεμπαν περισσότερο σε μια «ρεαλιστική» αντίληψη για τη διαπραγμάτευση.
Βέβαια εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος επανεμφανίζονταν φωνές που θύμιζαν την νεοσυντηρητική επικέντρωση σε κράτη-απειλές και την επικύρωση με αυτόν τον τρόπο της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Αυτό φάνηκε ιδίως στην περίπτωση της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με το Ιράν, σε αντιδιαστολή με την επιλογή της κυβέρνησης Ομπάμα να αναζητήσει μια πιο συμβιβαστική προσέγγιση γύρω από την συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα από την οποία αποχώρησαν οι ΗΠΑ με απόφαση Τραμπ.
Ο «φιλελεύθερος παρεμβατισμός» πάλι στο προσκήνιο
Οι επιλογές του Μπάιντεν, όπως αυτή του Άντονι Μπλίνκεν για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών ή του Τζέικ Σάλιβαν για τη κρίσιμη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας παραπέμπουν στην επιστροφή σε μια κλασική εκδοχή «φιλελεύθερου παρεμβατισμού».
Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανάγκης δημοκρατικών θεσμών, όπως και μεγαλύτερη έμφαση σε πολυμερείς θεσμούς και συμφωνίες και διαφόρων επιπέδων συνεργασίες με τη διεθνή κοινότητα, αλλά πιθανώς και μεγαλύτερη ετοιμότητα για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εκτός συνόρων.
Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον ότι τόσο ο Μπλίνκεν όσο και ο Σάλιβαν στην περίοδο Ομπάμα θεωρούνταν ότι ανήκαν στην πτέρυγα των «γερακιών» εκείνης της διακυβέρνσηης. Ο Σάλιβαν υποστήριξε τη στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας με πυραύλους κατά τεθωρακισμένων, κάτι που ο Ομπάμα απέρριψε (το έκανε τελικά ο Τραμπ), ενώ ο Μπλίνκεν, που είχε στηρίξει τον πόλεμο κατά του Ιράκ, είχε σχολιάσει την απροθυμία του Μπαράκ Ομπάμα να τηρήσει την «κόκκινη γραμμή» για τη Συρία ως προς τη χρήση χημικών όπλων με τη φράση «οι υπερδυνάμεις δεν μπλοφάρουν».
Ωστόσο, τα πράγματα δεν θα είναι τόσο εύκολα. Οι ΗΠΑ έχουν ακόμη δύο σημαντικές στρατιωτικές εμπλοκές για την προοπτική των οποίων πρέπει να αποκτήσουν έναν πιο σαφή ορίζοντα, αυτή που αφορά τη Βορειοανατολική Συρία αλλά – και κυρίως – αυτή που αφορά το Αφγανιστάν, την ώρα που η αποτυχία των μεγάλων «αυτοκρατορικών» επεμβάσεων» της δεκαετίας του 2000 έδειξε ότι συχνά τα εύκολα σχέδια για την ένοπλη εξαγωγή δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαψεύδονται από την πραγματικότητα στο ίδιο το πεδίο και μπορούν να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Επιπλέον, ο διαρκής πειρασμός μιας «διαχείρισης της αποσταθεροποίησης» έτσι ώστε να δικαιολογείται ο αναντικατάστατος ρόλος των ΗΠΑ και των ενόπλων δυνάμεών τους, προσκρούει πάνω στο πολύπλευρο κόστος τέτοιων επιλογών αλλά και το γεγονός ότι σε έναν κόσμο που γίνεται πιο σύνθετος και δυνάμει πολυκεντρικός τέτοιες επιλογές φαντάζουν και λιγότερο πειστικές ή ακόμη και εφικτές.
- Έπαθε… πλάκα με την ατμόσφαιρα στο Βελιγράδι ο Φουρνιέ: «Ελπίζω να κάνουν έτσι όταν παίξουμε κι εμείς εκεί»
- Θεσσαλονίκη: Τον ειδοποίησαν από το νοσοκομείο ότι έχει καρκίνο έναν χρόνο μετά από επέμβαση ρουτίνας
- Κώστας Τσιάρας: Θα εξαντληθεί κάθε όριο για τις συνδεδεμένες βάμβακος και καλαμποκιού
- Η Βερόνικα Δαβάκη έρχεται στο Θέατρο Άλσος
- Μεγάλες καρδιές: Τρία ζώδια που συγχωρούν την απιστία
- ΗΠΑ: Κέρδισε πάνω από 1 εκ. δολάρια αλλά τα έχασε όλα επειδή δεν το είπε στον σύζυγό της